Top Gun: Όταν ο Μάβερικ εξύψωνε το ηθικό των Αμερικάνων στο Ψυχρό Πόλεμο
Οι μνήμες είναι ακόμα νωπές από την ντροπιαστική αποχώρηση των ΗΠΑ από το Βιετνάμ και η Αμερικανική κοινωνία γεμίζει με αμφισβήτηση για τη νομιμότητα των επεμβάσεων σε ξένες χώρες. Η ταινία προσπαθεί να υποκαταστήσει στα μάτια των θεατών την αίσθηση πως ”είμαστε τόσο ικανοί και με αξίες”, που είναι κρίμα να μην επεμβαίνουμε όταν χρειάζεται ενάντια στην αδικία.
Πέτσινα μπουφάν, ιδρωμένα σώματα, μηχανές… Γενικά οι Αμερικάνοι στα μέσα της δεκαετία του ’80 το έψαχναν πολύ το ηθικό τους. Χωρίς να γνωρίζουν (;) πως η Σοβιετική Ένωση πνέει σιγά -σιγά τα λοίσθια, με νωπές ακόμα τις αναμνήσεις από το Βιετνάμ και ένα Ρήγκαν για Πρόεδρο, δεν απορεί κανείς γιατί.
Η ταινία ”Top Gun” ξεχειλίζει τεστοστερόνη και μιλιταρισμό της Ρίγκαν εποχής στην Αμερική. Ο Πρόεδρός της, πρώην μέτριος ηθοποιός καουμπόικων ταινιών στο Χόλιγουντ, είχε βαλθεί να αναζωπυρώσει τον Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Η.Π.Α στην συνείδηση των Αμερικάνων πολιτών.
Οι Η.Π.Α. την δεκαετία του ’80 βούλιαζαν, πιο βαθιά σε μια κοινωνική και οικονομική κρίση. Οι φτωχοί και τα κουπόνια σίτισης αυτών αυξάνονταν με φρενήρεις ρυθμούς και η ανάγκη να καλυφθεί η αλήθεια οδηγεί πολλούς συντηρητικούς πολιτικούς να εκφράζονται εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης με σκοπό τον απόλυτο αποπροσανατολισμό της κοινωνίας.
Η διαμάχη μεταξύ των δυο χωρών, χωρίς ποτέ να ‘χει ατονήσει μέσα στην δεκαετία του ’70, είχε περιθωριοποιηθεί μέσα στην αμερικανική κοινωνία, η οποία βρισκόταν διχασμένη από τον Πόλεμο στο Βιετνάμ, την συνεχή οικονομική ύφεση εξαιτίας της πετρελαϊκής κρίσης του ’73 και τις κοινωνικές συγκρούσεις για τις διεκδικήσεις των φυλετικών, φεμινιστικών και ομοφυλοφιλικών κινημάτων εντός της. Φυσικά, οι συντηρητικοί κύκλοι κατηγορούσαν ανοιχτά για αυτές τις κινητοποιήσεις την Σοβιετική Ένωση, τους κατασκόπους της και την κομμουνιστική ιδεολογία ωστόσο ο κόσμος έδειχνε να συνειδητοποιεί πως το πρόβλημα δεν ήταν εκτός Αμερικής αλλά εντός της.
Η εκλογή του Ρήγκαν έγινε με καθαρά κριτήρια να ξαναγυρίσουν πίσω οι συντηρητικές αξίες της Αμερικής. Η χρηστή συντηρητική οικογένεια με τις παραδοσιακές αξίες της οι οποίες διέφεραν από τις διεφθαρμένες αξίες των ταραχοποιών της Αμερικής και των κομμουνιστών ολόκληρου του κόσμου και δη της Σοβιετικής Ένωσης.
Στην ταινία δεν βλέπουμε παρά μια απεικόνιση της ατίθασης, μάχιμης Αμερικής που είναι έτοιμη να ριχτεί για την υπεράσπιση των ιδανικών της στην φωτιά ή μάλλον στους αιθέρες.
Ο Τομ Κρουζ, τότε μόλις 24 ετών, παίζει τον απείθαρχο αλλά ικανό πιλότο Μάβερικ. Έναν παράτολμο πιλότο που για να καταφέρει να χτυπήσει τους εχθρούς της Αμερικής δεν διστάζει να πάρει ”τρελές και ριψοκίνδυνες αποφάσεις”. Το πόσο ”τρελός” και ”ριψοκίνδυνος” είναι μας το δείχνει τόσο στην γη όσο και στον ουρανό. Στην γη καβαλά μηχανή και τρέχει με γρήγορες ταχύτητες χωρίς κράνος και στον ουρανό δεν διστάζει να κάνει διάφορα αεροπλανικά ακροβατικά ώστε να μπερδεύει τους αντιπάλους του.
Ήταν ένας σούπερ-ήρωας σε ανθρώπινες διαστάσεις. Ένα μικρό όμορφο μπουκαλάκι που περιείχε όλες τις αμερικανικές αξίες. Πήγαινε σε μια ελιτίστικη σχολή όπου μόλις το 1% των Αμερικάνων πιλότων είχε την τύχη να εκπαιδεύεται. Μια σχολή που σου μαθαίνει να μάχεσαι στους αιθέρες της ελευθερίας και να αισθάνεσαι σαν τον Αμερικάνικο αετό, σύμβολο της Αμερικής, ανίκητος. Η αλαζονεία και η ανυπακοή του Μάβερικ είναι αρετές για τον αμερικανικό στρατό οποίος μέσα ακόμα και από τα ελαττώματά του καταφέρνει πάντα το σωστό και το ηθικό.
Η ταινία περιέχει όλα τα κλισέ των ταινιών δράσης με τα οποία τόσο εύκολα ”τσιμπάμε” πάντα. Ο αστείος κολλητός Γκουζ ο οποίος υπερασπίζεται σε όλα τον φίλο του φωτίζει την ευαίσθητη ανώριμη πλευρά του κεντρικού ήρωα και μας τον καθιστά συμπαθή. Ο αντίπαλος στην σχολή Iceman μας γίνεται από την άλλη αντιπαθής, τόσο όσο να θέλουμε ο Μάβερικ να τον κατατροπώσει στον ουρανό και ας ανήκουν στην ίδια σχολή άρα ιδεολογία. Δεν θα μπορούσε από την ιστορία να λείπει μια γυναίκα. Απαραίτητο συστατικό ώστε να ολοκληρωθεί η εικόνα του ”σύγχρονου ιππότη”: Ατρόμητος, καβάλα στο μηχανικό του άλογο κατακτά τους αιθέρες (σκοτώνει τον δράκο) και την καρδιά της αγαπημένης του (πριγκίπισσας). Όλα ωραία και καθαρά στερεότυπα της αρρενωπότητας.
Παρότι, το ρομαντικό ενδιαφέρον του πρωταγωνιστή είναι μια δυναμική γυναίκα με διδακτορικό και σε ανώτερη θέση από εκείνον ως καθηγήτριά του, αυτή η ανωτερότητά της λειτουργεί περισσότερο σαν ανύψωση του πρωταγωνιστή στα μάτια του θεατή παρά ως δική της αυτόφωτη αξία. Γίνεται η γυναίκα-τρόπαιο την οποία ο πρωταγωνιστής επιθυμεί να κατακτήσει, όπως επιθυμεί και την πρώτη θέση ως πιλότος στην σχολή. Από την αρχή μέχρι το τέλος υπογραμμίζεται πως ”η αληθινή ευτυχία” δεν είναι μόνο η επαγγελματική καταξίωση αλλά και η οικογενειακή ζωή. Όλοι οι ήρωες πλην του πρωταγωνιστή, ωσότου γνωρίσει την κοπέλα του, είναι παντρεμένοι και αφοσιωμένοι σύζυγοι, που φυσικά κάνουν ό,τι κάνουν στο στρατό για την υπεράσπιση τόσο της οικογένειας όσο και της πατρίδας. Κυρίως της πατρίδας και μετά της οικογένειας…Όσοι δεν τα ιεραρχούν σωστά δεν μπαίνουν ποτέ στην σχολή του Top Gun, όπως ο Κούγκαρ, ο αρχικά εκλεκτός της σχολής του Μάβερικ, ο οποίος έδειξε αδυναμία στο να θυσιάσει την ζωή του σε άσκηση εξαιτίας της οικογένειας και έτσι έχασε την ευκαιρία να φοιτήσει στο Top Gun.
Η κορύφωση της ταινίας συμβαίνει με τον θάνατο του καλύτερου φίλου του Μάβερικ, Γκουζ, ο οποίος πεθαίνει στα χέρια του πρωταγωνιστή. Ο Μάβερικ νιώθει τύψεις πιστεύοντας πως είναι υπαίτιος του θανάτου του αλλά όλοι οι γύρω του, ακόμα και η οικογένεια του Γκουζ, του συμπαραστέκονται και τον εφησυχάζουν πως δεν είναι δικό του λάθος. Όπως ήταν προσομοίωση η στιγμή της μάχης όπου πέθανε ο Γκουζ μας, έτσι σαν ιδανική προσομοίωση βλέπουμε πως θέλει ο αμερικάνικος στρατός να αντιμετωπίζει η κοινωνία τους θανάτους των στρατιωτών και οι ίδιοι να στρατιώτες να ξεπερνούν και να απεκδύονται τις όποιες ευθύνες από πάνω τους.
Όταν ο ανώτερος του λέει: ”Το να είσαι ο καλύτερος των καλύτερων σημαίνει πως θα κάνεις και λάθη, ξεπέρασέ το” δεν βγάζει κανένα απολύτως λογικό νόημα. Μέχρι και ο ίδιος ο πρωταγωνιστής δεν μπορεί να το χωνέψει. Σιγά-σιγά καταφέρνει να επιστρέψει μόνος του σε μια ψυχολογική ισορροπία, αφού κατανοήσει τα λόγια του ανωτέρου και αισθανθεί πάλι δυνατός και έτοιμος για μάχη. Η επάνοδος του ήρωα έγινε από κάποιον ανώτερο σε βαθμό, μεγαλύτερο σε εμπειρία άνδρα, ο οποίος λειτούργησε σαν πατρική φιγούρα, όπως ακριβώς λειτουργεί στο φαντασιακό των Αμερικάνων ”η μεγάλη αγκαλιά του στρατού”. Παράλληλα αγνοεί τη βοήθεια από τη σύντροφό του, παρότι αυτή του την προσφέρει απλόχερα. Αν και εξίσου ανώτερη σε σχέση με εκείνον, δεν παύει να είναι απλά μια καθηγήτρια και γυναίκα. Ο αρρενωπός ήρωας πρέπει να στηρίξει την ψυχολογία του σε κάτι πραγματικά ανώτερο από εκείνον άρα σε έναν μεγαλύτερο άνδρα.
Αν και η ψυχολογία του ήρωα ανεβαίνει, το μετατραυματικό στρες παραμένει μέχρι το τελικό φινάλε της ταινίας. Θα ξαναβρεί τον παλιό του γεμάτο αυτοπεποίθηση εαυτό ώστε να φέρει εις πέρας την αποστολή του και να κατακτήσει τους αιθέρες ή θα τον στοιχειώνει πάντα ο θάνατος του φίλου του; Η ταινία καταφέρνει να μας κρατήσει σε αγωνία ως το τέλος αφού βλέπουμε συνεχώς, σε κοντινά πλάνα, την εσωτερική πάλη του ήρωα να αποτυπώνεται στο πρόσωπο του.
Επειδή πρόκειται για αμερικάνικη ταινία δράσης, εννοείται πως ο ήρωας ξεπερνά τα ψυχολογικά του τραύματα τόσο γρήγορα όσο γρήγορα το αεροσκάφος του σκίζει τους αιθέρες. Στο εντυπωσιακό φινάλε καταφέρνει την θλίψη για το θάνατο του φίλου του να την μετατρέψει σε πείσμα ώστε να βγάλει εις πέρα την άσκησή του. Ο ήρωας έχει βγει νικητής τόσο από την εσωτερική όσο και την εξωτερική δοκιμασία. Όλοι τον χειροκροτούν, τον επευφημούν, τον σέβονται και τον αγαπούν. Αισθήματα που πρέπει να εμπνέει και η ίδια η Αμερική, τόσο εντός όσο και εκτός χώρας, για τα στρατιωτικά της κατορθώματα.
Η ταινία έχει βγει περίπου μια δεκαετία μετά την ντροπιαστική αποχώρηση των Αμερικάνων από το Βιετνάμ. Οι μνήμες είναι ακόμα νωπές. Οι θάνατοι, οι τραυματισμοί και τα ψυχολογικά προβλήματα των στρατιωτών έχουν γεμίσει την Αμερικανική κοινωνία με αμφισβήτηση ως προς την νομιμότητα των επεμβάσεων σε ξένες χώρες. Η ταινία, χωρίς να παρουσιάζει συγκεκριμένα κάποιον εχθρό, προσπαθεί να αποκαταστήσει στα μάτια των θεατών την αίσθηση πως ”είμαστε τόσο ικανοί και με αξίες”, που είναι κρίμα να μην επεμβαίνουμε όταν χρειάζεται ενάντια στην αδικία.
Ο πατέρας του πρωταγωνιστή έχει χάσει γενναία την ζωή του σε μια τέτοια μάχη του Βιετνάμ και ο γιος του όχι μόνο δεν το έβαλε κάτω αλλά ξεπέρασε όλα τα εμπόδια ώστε να αναγεννηθεί μέσα του η δύναμη να συνεχίσει τα ιδεώδη του, όποτε και αν του ζητήσουν τις υπηρεσίες του ανά την γη. Δεν είναι τυχαίο πως σε όλη την ταινία όχι μόνο δεν προσδιορίζεται εχθρός αλλά και ότι οι πρωταγωνιστές είναι σε συνεχή άσκηση και προετοιμασία σαν να πρόκειται να έχουν πόλεμο αύριο. Εδώ θυμίζει αρκετά την φρενήρη κούρσα εξοπλισμού των δυο μεγάλων αντιπάλων του Ψυχρού Πολέμου, όπου συνέχεια κλιμάκωναν την ένταση χωρίς να συγκρουστούν άμεσα στρατιωτικά ποτέ.
Το Top Gun όπως ήταν αναμενόμενο σημείωσε μεγάλη επιτυχία στο box office αφού συνδύαζε όλα τα συστατικά που έπρεπε σε αυτές τις περιπτώσεις. Το ερωτικό τραγούδι της ταινίας σημείωσε τεράστια επιτυχία και αποτέλεσε προσωπικό τραγούδι για πολλά ζευγαράκια ανά τον πλανήτη στα μέσα και τέλη της δεκαετίας του ’80, καθώς και το πρώτο τραγούδι μπλούζ που χόρεψαν πολλά παιδάκια των εν λόγω ζευγαριών, μια δεκαετία αργότερα σε παιδικά πάρτι… και ίσως αυτή η μικρή ξεχωριστή καριέρα να ήταν το μόνο καλό στοιχείο που έδωσε η ταινία αθέλητά σε εμάς.
Τον Δεκέμβριο του 2020, θα βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες η συνέχεια του Top Gun με πρωταγωνιστή πάλι τον Τομ Κρουζ. Η ταινία ήταν να βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες αυτό το καλοκαίρι αλλά λόγω κορωνοϊού μεταφέρθηκε τον χειμώνα. Η δεύτερη ταινία από ό,τι φαίνεται στο trailer, χρησιμοποιεί την παλιά συνταγή των ταινιών δράσης με κάποιες μοντέρνες πινελιές -απαραίτητες καθότι πολλά έχουν αλλάξει από τότε.
Η νέα ταινία εξυπηρετεί τους ίδιους παλιούς σκοπούς. Η σημερινή Αμερική βυθίζεται και πάλι σε μια νέα οικονομική κρίση χωρίς να έχει περάσει από περίοδο ανάκαμψης, η ατελείωτη παρουσία των στρατιωτών της σε περιοχές όπως το Αφγανιστάν, το Ιράκ και την Συρία, χωρίς να διαφαίνεται καμία πραγματική ”νίκη” και ”ηρωικό κατόρθωμα” πίσω από αυτό, αποτελεί εδώ και χρόνια το σημείο τριβής της αμερικανικής κοινωνίας που δυσκολεύεται να βρει νόημα σε τέτοιες επιχειρήσεις.
Το αν θα καταφέρει τόσο καλά όπως στην πρώτη ταινία να επηρεάσει το κοινό υπέρ τέτοιων επεμβάσεων είναι ένα αναπάντητο ακόμα ερώτημα.