«Τοτέμ / Totem» της Λίλα Άβιλες (Μεξικό, 2023)
Ένας ευτυχισμένος θάνατος…
Πώς θρηνείς την απώλεια; Όταν είσαι παιδί; Όταν είσαι σύντροφος; Όταν αντικρίζεις καθημερινά τον αδελφό σου, τον γιο σου, τον φίλο σου να σβήνει; Να χάνεται; Να ετοιμάζεται για το ταξίδι που δεν έχει επιστροφή; Και πώς εσύ ο ίδιος προετοιμάζεσαι για αυτό το ταξίδι; Πώς αποχαιρετάς και πώς βιώνεις τους αποχαιρετισμούς των άλλων;
Σε μια γιορτή αποχαιρετισμού μας καλεί η μεξικάνα σκηνοθέτιδα Λίλα Άβιλες. Μια γιορτή που την παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια της μικρής Σολ που ξέρει ότι ο μπαμπάς της είναι βαριά άρρωστος. Δεν της το κρύβουν. Και ακριβώς γι’ αυτό η Σολ βιώνει όλα τα συναισθήματα, της λύπης, της στενοχώριας, της ελπίδας, του φόβου, της μελαγχολίας του θανάτου. Τα ερωτήματά της δεν απαντώνται, γιατί κανείς δεν μπορεί να απαντήσει στο μυστήριο και παράλογο της ζωής. Και είναι αυτή η ειλικρίνεια των ανθρώπων του περιβάλλοντός της, που διαπνέει όλη την ταινία. Μία ειλικρίνεια που απελευθερώνει τη δύναμη και την ένταση των αντιφατικών συναισθημάτων που βιώνει όχι μόνο η Σολ, αλλά και όλα τα αγαπημένα πρόσωπα του μπαμπά της. Και είναι αυτή η ελευθερία ίσως ο μόνος τρόπος, όχι να σταματήσεις να θλίβεσαι, αλλά μέσα από τη θλίψη σου να απελευθερώνεσαι, ζωντανεύοντας κάθε στιγμή που έχεις ζήσει με τον άνθρωπο που ξέρεις ότι σε λίγο θα φύγει από κοντά σου και να απομυζείς κάθε λεπτό, κάθε στιγμή που βρίσκεσαι δίπλα του.
Κλειστά κοντινά πλάνα που αντανακλούν το περιορισμένο της ανθρώπινης ύπαρξης, το αναπόδραστο του κάθε ανθρώπου από το αναπόφευκτο του θανάτου, αλλά και που αντανακλούν επίσης τη ζεστασιά της επαφής με το περιβάλλον, της μικρής απόστασης ανάμεσα στους ανθρώπους που αγγίζονται διαρκώς, που βιώνουν βουβά εσωτερικά το δράμα τους, χωρίς την έξαρση και την υπερβολή συναισθηματικών αποφορτίσεων, σαν να νιώθουν ότι κάθε υπερβολή, κάθε ηχηρή συναισθηματική τους έκρηξη, θα λειτουργήσει αρνητικά. Θα διαταράξει την ισορροπία σε ένα περιβάλλον όπου καταφέρνουν να εναρμονίζουν τη ζωή με τον θάνατο, το κωμικό με το τραγικό, την ταραχώδη συνύπαρξή τους σε ένα σπίτι που παραφορτώνεται από την ανθρώπινη παρουσία και τη ζωή που ξεχειλίζει σε αυτό – μέσα από τις φωνές, τις γκρίνιες, τις συγκρούσεις – με το σκοτάδι και τη μοναξιά του θανάτου που υπάρχει σε ένα άλλο κλειστό, σκοτεινό δωμάτιο, το δωμάτιο του άρρωστου πατέρα. Ένα περιβάλλον όπου χαρακτηρίζεται από την αντίστιξη όλων των αντιφάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης, και που σε βοηθά να ευχηθείς, όχι τόσο αναμένοντας την πραγματοποίηση μιας ευχής, που ξέρεις κατά βάθος ότι το θαύμα στο οποίο ελπίζεις δεν θα βρει την πραγμάτωσή του, αλλά να νιώσεις την ευχή σου, συνοδοιπόρο στη μετάβασή σου, από το σκοτάδι της απώλειας ενός κόσμου που χάνεται, του δικού σου κόσμου, προς το φως της ζωής που πάντα θα συνεχίζει να υπάρχει, αφήνοντας πίσω της όλα αυτά που θα ’θελες να ζήσεις με τους ανθρώπους που έφυγαν από αυτή. Να νιώσεις ότι αυτή η τελευταία σου ευχή, μπορεί να μην πραγματοποιεί το θαύμα, διατηρεί όμως ζωντανό ό,τι σου άφησε πίσω του το πέρασμα του ανθρώπου που αγάπησες πολύ. Και έτσι ο θάνατός του να είναι για εσένα, ίσως και για εκείνον, ένας «ευτυχισμένος θάνατος» που θα έλεγε και ο Καμύ…
Η ταινία απέσπασε το Βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βερολίνου (2023) και το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Πεκίνου. Για τη δε μικρή πρωταγωνίστρια, Ναΐμα Σεντίες, ο χαρακτηρισμός «εξαιρετική», νομίζω ότι δεν αρκεί για να περιγράψει ό,τι νιώθουμε παρακολουθώντας την και απολαμβάνοντάς της σε όλη τη διάρκεια της ταινίας.