Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπιγκ, στο Μιζούρι
Πρόκειται για μια ωραία ιστορία, που μάλλον αποδυναμώνεται και δεν απελευθερώνει τη δυναμική της. Μια ιστορία που αν ειχε ειπωθεί αλλιώς, ίσως θα μπορούσε να κάνει την ταινία αξέχαστη. Τώρα την έκανε καλή. Αλλά όχι τόσο καλή που θα την θυμόμαστε για χρόνια.
Κάθε χρόνο φροντίζω να έχω δει τουλάχιστον μια από τις υποψήφιες για Όσκαρ ταινίες. Αν όχι από πραγματικό ενδιαφέρον, τουλάχιστον για να μπορώ να συμμετέχω στις συζητήσεις και να διαφωνώ με την Ακαδημία. Φέτος από τις υποψήφιες, η ταινία που μου έκανε κλικ ήταν οι Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι.
Να δει κανείς ή να μη δει αυτή την ταινία με τον πρωτότυπο τίτλο; Ιδού η απορία! Θα πάρει όσκαρ;
Θεωρείται μια από τις πιο καλές ταινίες της χρονιάς, υποψήφια για 7 αγαλματίδια, μεταξύ των οποίων και αυτό για την καλύτερη ταινία. Κέρδισε τα καλά λόγια των κριτικών και έφτασε ακόμα και να θεωρηθεί μια «πολιτική» ή έστω ανατρεπτική ταινία. Σε μια σεζόν στην οποία κυριάρχησαν οι καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση στο Χόλιγουντ, μια ταινία με σχετική θεματολογία είναι απόλυτα λογικό να προσελκύσει το ενδιαφέρον.
Εκείνο που θα εντυπωσιάσει τον θεατή είναι οι ερμηνείες, το κάστινγκ και το ταίριασμα των χαρακτήρων στους ηθοποιούς που τους ενσαρκώνουν. Η σκηνοθεσία είναι καλή και σου αφήνει μια εντύπωση ότι εδώ έγινε προσεκτική δουλειά. Ωστόσο αν κάτι ξεχωρίζει κανείς για την ταινία που μεταξύ άλλων είναι υποψήφια για όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου, είναι ότι στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για κάποιο τρομερά πρωτότυπο σενάριο. Αντίθετα, πρόκειται για μια ταινία στην οποία κυριαρχούν τα στερεότυπα.
Σε κάθε –αμερικάνικη- ταινία που σέβεται τον εαυτό της υπάρχει ένας καλός κι ένας κακός μπάτσος, κι άλλος ένας που σώζει ως απο μηχανής θεός την κατάσταση. Ένας κακοποιητικός πρώην σύζυγος στα όρια του γραφικού, ένα έγκλημα, μια σοκαρισμένη –για λάθος λόγους- κοινωνία. Ένα δράμα μέσα στο δράμα. Μια υπόθεση που ξετυλίγεται αργά με κάποιες ανατροπές που κι αυτές είναι μέσα στο παιχνιδι. Μέχρι εδώ τίποτα πρωτότυπο.
Μέχρι που μπαίνει στην συζήτηση η πρωταγωνίστρια Φράνσις Μακντόρμαντ, η οποία υποδύεται καταπληκτικά την Μίλφρεντ Χέιζ, μια τυπική γυναίκα της αμερικανικής επαρχίας που μην αντέχοντας το γεγονός ότι η αστυνομία δεν έχει εντοπίσει τον δολοφόνο της κόρης της αναλαμβάνει να την εκθέσει, απευθυνόμενη στον επικεφαλής της μέσω πληρωμένων διαφημιστικών πινακίδων. Και μιλάμε για μια τόσο καλή ερμηνεία που είναι από μόνη της ικανή για να καλύψει τις όποιες αδυναμίες του σεναρίου. Εξίσου καλές είναι και οι ερμηνείες στους αντρικούς ρόλους.
Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Μάρτιν Μακντόνα αναπτύσσει την εξέλιξη της κατάστασης με τέτοιο τρόπο που μάλλον θέλει να μας δείξει πως όταν κάτι ξεφεύγει από την κανονικότητα, ακολουθεί μια σειρά απο ενδιαφέροντα γεγονότα. Στόχος του μάλλον είναι να δείξει μέσα από το δράμα μιας μάνας πως διαμορφώνονται οι ανθρώπινες σχέσεις, πως μεταβάλλονται οι άνθρωποι από κακοί σε καλοί και το αντίστροφο. Μάλλον αρκετά αισιόδοξο για να είναι αληθινό.
Εν ολίγοις πρόκειται για μια ωραία ιστορία, που μάλλον αποδυναμώνεται και δεν απελευθερώνει τη δυναμική της. Πού είναι η ανατρεπτικότητα; Κάηκε με το ντου στο αστυνομικό τμήμα; Πού είναι η δικαιολογημένη οργή μιας μάνας ή μιας κοινωνίας ολόκληρης για έναν ακόμα φόνο που πέρασε κάτω από τα ραντάρ της δημοσιότητας και ξεχάστηκε; Μάλλον επικαλύφθηκε από την κυνική απάθεια της μάνας που τα έχει χάσει όλα και επειδή δεν μπορεί να το αποδεχθεί, δεν θέλει να αφήσει τη ζωή να συνεχίζεται σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Πού είναι η συζήτηση για μια γυναίκα που βιάστηκε και σκοτώθηκε; Καλύφθηκε στην επανάληψη μιας στερεότυπης εικόνας του βιαστή ως ένα ατημέλητο και άξεστο σφίχτη.
Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί τις τρεις πινακίδες ως το κεντρικό σημείο της ταινίας. Ως την αφετηρία, την αφορμή για να ανοίξει θέματα, τα οποία όμως ανοίγει με κάποια συστολή. Οι πινακίδες παραμένουν το πρωτότυπο σημείο που επισκιάζει τα σημαινόμενα.
Πρόκειται λοιπόν για μια ιστορία που αν ειχε ειπωθεί αλλιώς, ίσως θα μπορούσε να κάνει την ταινία αξέχαστη. Τώρα την έκανε καλή. Αλλά όχι τόσο καλή που θα την θυμόμαστε για χρόνια.
Η κριτική με αριθμούς:
Σκηνοθεσία 8/10
Σεναριο 7/10
Ερμηνείες-Κάστινγκ: 9/10
Δείτε εδώ όλες τις κριτικές στο “Οσκαρικό αφιέρωμα” της Κατιούσα