Β. Ραφαηλίδης: «Θα εκτίσω την ποινή μου…γιατί είναι δική μου και την κάνω ό,τι θέλω»
Ο Β. Ραφαηλίδης πολύ συχνά με τα γραφόμενα και τα λεγόμενά του «έκοβε» τη σούπα του αστικού καθωσπρεπισμού, ποτέ χωρίς να στοιχειοθετεί με επιχειρήματα τις απόψεις του. Κι όταν έπεφτε απ’ το σκοινί της «νομιμότητας», στο οποίο κάποιες φορές ακροβατούσε, δεν κώλωνε να πληρώσει το τίμημα. Γιατί δεν του άρεσε να χρωστάει.
«Ο γνωστός κριτικός του κινηματογράφου και συνεργάτης του « Έθνους» κ. Βασίλης Ραφαηλίδης, που καταδικάστηκε χτες από το A’ Τριμελές σε φυλάκιση 40 ημερών για «εξύβριση δια του Τύπου» του σκηνοθέτη Κώστα Καραγιάννη, αρνήθηκε συνειδητά να εξαγοράσει την ποινή του και δήλωσε ότι θέλει να οδηγηθεί στη φυλακή, όπως και έγινε.
Με χειροκροτήματα από το ακροατήριο, συγχαρητήρια από τους άνδρες της φρουράς, ασπασμούς από συναδέλφους του, εκδηλώσεις εκτίμησης για τη σθεναρή στάση του και έκπληξη και αμηχανία από το δικαστήριο — που, φυσικά, δεν ανέμενε τέτοια εξέλιξη — έγινε δεκτή η ακόλουθη δήλωσή του:
«Παρά το σεβασμό που τρέφω προς το δικαστήριό σας, οφείλω να δηλώσω ότι θα εκτίσω την ποινή μου για δύο λόγους: πρώτο γιατί είναι δική μου και την κάνω ό,τι θέλω, δεύτερο γιατί με την πράξη μου αυτή θέλω να οδηγήσω αυτή την υπόθεση στα ακραία όρια της λογικής…»
Και πήρε το δρόμο για την «κλούβα», που περίμενε στη Σανταρόζα, δηλώνοντας και πάλι ότι δεν θέλει να εξαγοραστεί η ποινή του…
Ήταν η κατάληξη μιας μήνυσης, που είχε κάνει ο Κώστας Καραγιάννης, μετά από σχόλιο του κ. Ραφαηλίδη στο «Έθνος» της 17ης Οκτωβρίου 1983, για την ταινία του «Δράκος, το πρόσωπο της ημέρας», με τίτλο: «Τρεις δράκοι και μία σχιζοφρένεια» και όπου ανέλυε τις απόψεις του γύρω από την κινηματογραφική δρακολογία και ειδικά γύρω από τη συγκεκριμένη ταινία και τους στόχους της», έγραφε η εφημερίδα «Έθνος», στις 14 του Φλεβάρη 1984 και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι εμείς για να βάλουμε τον αναγνώστη στο πνεύμα της υπόθεσης (που απασχόλησε για μέρες τότε το πανελλήνιο).
Όσο βρισκόταν στη ζωή αλλά και μετά θάνατο πολλοί ήταν αυτοί που πρόσθεσαν διάφορα επίθετα μπροστά απ’ το όνομά του: αιρετικός, ιδιόρυθμος, εκκεντρικός, προκλητικός και άλλα τέτοια. Ο δημοσιογράφος – κριτικός κινηματογράφου – συγγραφέας Βασίλης Ραφαηλίδης δεν μάσαγε τα λόγια του. Πολύ συχνά με τα γραφόμενα και τα λεγόμενά του προκαλούσε θόρυβο, «κόβοντας» τη σούπα του αστικού καθωσπρεπισμού, ποτέ χωρίς να στοιχειοθετεί με επιχειρήματα τις απόψεις του. Κι όταν, όπως στην περίπτωση που παρουσιάζουμε σήμερα, έπεφτε απ’ το σκοινί της «νομιμότητας» στο οποίο κάποιες φορές ακροβατούσε, δεν κώλωνε (για να χρησιμοποιήσουμε μια λέξη που και ο ίδιος χρησιμοποιούσε) να πληρώσει το τίμημα. Γιατί, του Β. Ραφαηλίδη δεν του άρεσε να χρωστάει.
Η υπόθεση της καταδίκης του Ραφαηλίδη έδωσε τροφή στον έντυπο Τύπο της εποχής. Εφημερίδες και περιοδικά έγραψαν, και φιλοξένησαν τις απόψεις πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και του πολιτισμού που, στην πλειονότητά τους στήριξαν τον Β. Ραφαηλίδη. Ο ίδιος με κείμενό του στο περιοδικό Πολιτιστική (που έφερε τον τίτλο τον οποίο δανειστήκαμε για την ανάρτησή μας) αιτιολογεί γιατί προτίμησε να μπει στη φυλακή παρά να εξαγοράσει την ποινή του:
«Ούτε συκοφάντησα, ούτε εξύβρισα τον κ. Καραγιάννη. Απλώς έκανα έντονη κριτική σε μια πολύ συγκεκριμένη συμπεριφορά του, όταν διαμαρτυρόμενος στο Σύνταγμα για την απαγόρευση της ταινίας του «Δράκος» προσπάθησε να εμφανισθεί ως θιγμένος απ’ τη λογοκρισία δημοκράτης, τη στιγμή που δεν ήταν παρά ένας έμπορος που δεν μπόρεσε να εκμεταλλευθεί εμπορικά την περιστασιακή ταινία του.
Τότε στο Σύνταγμα ο κ. Καραγιάννης έδινε ένα σόου για λόγους διαφημιστικούς και σήμερα στο δικαστήριο επαναλαμβάνει το ίδιο σόου ενώπιον σας κ. δικαστές. Δεν νομίζω πως τον ενδιαφέρει η τυχόν μομφή, απ’ την τυχόν εξύβριση. Τον ενδιαφέρει μόνο το διαφυγόν κέρδος.
Και χαίρομαι γιατί το κείμενό μου συνετέλεσε στο να έχει διαφυγόν κέρδος, εξαιτίας της μετάδοσής του απ’ το ραδιόφωνο. Θα μπορούσε να με μηνύσει για «παρακώλυση διακινήσεως εμπορεύματος». Ωστόσο, προτίμησε μια κατηγορία τάξεως «ηθικής» και «ψυχολογικής» για να θολώσει τα νερά και από καπιταλιστής, να εμφανισθεί ως δημοκράτης. Αυτό ακριβώς θεώρησα σαν απάτη. Δηλαδή, το να διεκδικεί το διαφυγόν κέρδος εν ονόματι των συνταγματικών κτλ. δικαιωμάτων.
Αυτή η μέθοδος είναι συνηθισμένη στον καπιταλισμό και εγώ έκρινα μόνο τον καπιταλιστή – Καραγιάννη και όχι τον άνθρωπο – Καραγιάννη. Έκρινα δηλαδή έναν έμπορο που την εμπορική του οργή την εμφανίζει ως δημοκρατική οργή.
Προς επικουρίαν αναφέρω το γεγονός πως μηνύει μόνο εμένα, τον μισθωτό εργαζόμενο στην εφημερίδα και όχι και τα στελέχη της εφημερίδας που φέρουν κι αυτοί, μαζί με μένα, την ευθύνη του δημοσιεύματος. Κατά κανόνα, στα αδικήματα Τύπου κατηγορούμενος δεν είναι μόνο ο συντάκτης.
Γιατί, λοιπόν, με απομόνωσε; Προφανώς γιατί του ήταν δύσκολο να μηνύσει επίσης τον κ. Μπόμπολα και τον κ. Φιλιππόπουλο. Ενώ ήταν εύκολο να ζητήσει τη δίωξη ενός εργαζόμενου, ως καλός και συνεπής καπιταλιστής, που φοβάται τους ανθρώπους της ίδιας ή και μεγαλύτερης οικονομικής επιφάνειας και που συνήθισε να διώκει τους οικονομικά λιγότερο ισχυρούς. Τώρα, μ’ αυτή τη δίκη προσπαθεί να τρομοκρατήσει μισθωτούς δημοσιογράφους για να μην του θίξουν και στο μέλλον τα εμπορικά του συμφέροντα. Γιατί νομίζω πως μόνο αυτά τον ενδιαφέρουν. Η «τιμή και η υπόληψη» είναι το εύκολο άλλοθι.
Ο κ. Καραγιάννης ήξερε πως η απαγόρευση της ταινίας του απ’ το Υπουργείο Προεδρίας ήταν πρόσκαιρη, αφού η λογοκρισία είχε ήδη καταργηθεί. Όμως, ήθελε να εκμεταλλευθεί την επικαιρότητα της υπόθεσης Παπαχρόνη και με την παρέμβαση του υπουργείου έχασε τα εισιτήρια που θα έκαμνε τότε, πάνω στον αναβρασμό.
Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος της οργής του και όχι η «θιγμένη του τιμή». Υπάρχει, πράγματι, εδώ μια θιγμένη τιμή αλλά με την καθαρά οικονομική έννοια. Είναι η λιγοστή είσπραξη από μια ταινία που μοναδικός της σκοπός ήταν η υφαρπαγή του εισιτηρίου του θεατή. Αυτόν ακριβώς τον θεατή προσπάθησα να προστατέψω, όπως είχα χρέος.
Εν ολίγοις, δεν με ενάγει εδώ ο άνθρωπος – Καραγιάννης, με τον οποίο άλλωστε δεν έχω τίποτα, αλλά ο καπιταλιστής – Καραγιάννης, με τον οποίο έχω πολλά. Και βέβαια είναι αφέλεια να πιστεύει ότι θα με κάμψει τρομοκρατώντας με. Δεν θα σταματήσω να είμαι με τη μεριά των αδικημένων και των κοροϊδεμένων».