«Υπέροχες Μέρες / Perfect Days», του Βιμ Βέντερς
Ένα φιλοσοφικό δοκίμιο πάνω στην ανθρώπινη μοναξιά.
Ο κ. Χιραγιάμα μας γοητεύει. Και τα αίτια της γοητείας που ασκεί πάνω μας εντοπίζονται στον κινηματογράφο του Βέντερς. Γιατί, χωρίς υπερβολή, η νέα του ταινία αποτελεί ένα φιλοσοφικό δοκίμιο πάνω στη μοναξιά. Και γιατί η αφηγηματική δομή του έργου του διαρθρώνεται δημιουργώντας ένα συμπαγές πλέγμα από τις ανθρώπινες στιγμές του ήρωά του. Του κ. Χιραγιάμα. Σε μία αφήγηση που σέβεται απόλυτα αυτές τις στιγμές, καθώς και τη χρονική αλληλουχία της καθημερινότητάς του, όπου τις συναντάμε. Μιας καθημερινότητας όπου κυριαρχεί η ανυπαρξία της περιπέτειας. Αλλά μέσα από αυτή την έλλειψη του συναρπαστικού, οι λεπτομέρειες της ζωής του ήρωα αποκτούν τεράστια αξία, που το εύρος της το προσδίδει ο ίδιος σε αυτές. Και αυτή η αξία είναι που γεννά, μέσα από την ανυπαρξία της περιπέτειας, μία περιπέτεια που μας συγκλονίζει.
Ο κ. Χιραγιάμα ζει μια απλή μοναχική ζωή. Είναι καθαριστής των δημόσιων τουαλετών στο Τόκιο και κάνει κάθε μέρα την ίδια διαδρομή, στις ίδιες τουαλέτες, τις οποίες καθαρίζει με έναν εξονυχιστικό τρόπο, όπως θα καθάριζε την τουαλέτα του σπιτιού του. Απολαμβάνει το μεσημεριανό του στο πάρκο και όταν τελειώνει τη δουλειά του παίρνει το ποδήλατό του, άλλοτε περιδιαβαίνοντας απλά στους δρόμους της πρωτεύουσας, αλλά τις περισσότερες φορές πηγαίνοντας στα δημόσια λουτρά, τρώγοντας στην αγαπημένη του καντίνα και απολαμβάνοντας το ποτό στο αγαπημένο του μπαρ-εστιατόριο, η ιδιοκτήτρια του οποίου ασκεί μια ιδιαίτερη έλξη πάνω του. Το βράδυ, λίγο πριν κοιμηθεί, διαβάζει πάντα κάποιες σελίδες από τα αγαπημένα του βιβλία με τον Φόκνερ και την Πατρίσια Χάισμιθ, να προσελκύουν περισσότερο το ενδιαφέρον του.
Πιστός του σύντροφος η φωτογραφική του μηχανή Olympus με την οποία απαθανατίζει διαρκώς το παρόν του παρόντος, με μία εμμονή στη λήψη φωτογραφιών όπου επιχειρεί να συλλάβει το φαινόμενο που στα ιαπωνικά αποκαλείται «κομορέμπι» και που έχει να κάνει με τις στιγμές που το φως, καθώς τα φύλλα των δέντρων κινούνται, προσπαθεί να δραπετεύσει μέσα από αυτά. Είναι στιγμές που για να απαθανατιστούν απαιτούν ενδελεχή παρατήρηση, μία παρατήρηση όμως που προσφέρει αγαλλίαση στον ήρωά μας και αυτή την αίσθηση που προκύπτει από την άμεση σύνδεσή του με τη φύση, όπου ο ίδιος νιώθει σαν να γίνεται ένα με τις ακτίνες του φωτός, σαν να τις συναισθάνεται, γιατί και εκείνος αναζητά τρόπους απόδρασης από τον στενό αστικό κλοιό της τεχνολογικά προηγμένης πρωτεύουσας που ζει.
Το Tokyo Skytree, «Ουράνιο Δέντρο του Τόκιο», που συναντά στις καθημερινές του διαδρομές -ο πύργος τηλεπικοινωνιών και αναψυχής στην πρωτεύουσα- ωχριά εμπρός στα πραγματικά δέντρα της παρατήρησής του. Καμία γοητεία δεν ασκεί πάνω του ο φωτισμός του πανύψηλου «τεχνολογικού δέντρου» που λειτουργεί και ως τουριστική ατραξιόν. Στον δικό του κόσμο τα πάντα φωτίζονται από το φυσικό φως. Που όταν αφήνεται σε αυτό, εκείνο ξέρει να τον αγκαλιάζει, να τον χαϊδεύει, να τον γαληνεύει. Στον δικό του κόσμο, το πραγματικό δεν υποκαθίσταται από το ψεύτικο. Και στον δικό του κόσμο ό,τι τον συγκινεί προσδιορίζεται από τον ίδιο. Δεν αφήνεται στις παροχές των ψηφιακών μέσων να του υποδείξουν αυτό που θα ικανοποιήσει τις ανάγκες της στιγμής. Γιατί ο κ. Χιραγιάμα τις ζει τις στιγμές του στον δικό του βιωματικό χρόνο. Έναν χρόνο όπου το παρελθόν γίνεται παρόν μέσα από τα όνειρά του, μέσα από τα μουσικά του ακούσματα -μουσικές που λατρέψαμε και λατρεύουμε- το παρόν παραμένει παρόν μέσα από την οξυμένη παρατηρητικότητά του, και το μέλλον μετατρέπεται σε προσμονή μέσα από τη διεγερμένη φαντασία του που αντλεί από την ανάμνηση.
Ο κ. Χιραγιάμα, ονειρεύεται, θυμάται, προσέχει και προσμένει…
Περιπλανάται με ανοιχτό και καθαρό μάτι και θεάται άπληστα τον κόσμο. Και αυτό τον κάνει αυτάρκη. Του χαρίζει την εσωτερική του γαλήνη, που ακόμη και όταν διαταράσσεται από την αλληλεπίδρασή του με το εξωτερικό περιβάλλον. Όπως το αναπάντεχο φιλί της νεαρής που εκπλήσσεται η ίδια όταν διαπιστώνει ότι η φωνή της Πάτι Σμιθ μπορεί να την ταρακουνήσει και να της δημιουργήσει πρωτόγνωρα συναισθήματα, από τη συνάντησή του με την ανιψιά του, από τον ανομολόγητο έρωτά του προς τη γυναίκα που αγαπά, από τον φόβο του να ομολογήσει αυτόν τον έρωτα, τον φόβο του να υποστεί τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης απόρριψης, από τον φόβο του για τα γηρατειά και τον θάνατο που πλανάται γύρω του. Ωστόσο αυτή η εσωτερική αρμονία διαφυλάττεται, γνωρίζοντας ο ίδιος κάθε φορά ότι τίποτα δεν προεξοφλεί τη διάρκειά της. Γνωρίζοντας, όμως, και ότι οι μικρές καθημερινές αναταράξεις της είναι αυτές που φωτίζουν τη μοναχική του ζωή, για να του αποκαλύψουν το συγκλονιστικό της. Που δεν έχει να κάνει ούτε με τη χαρά ούτε με τη λύπη, αλλά με την έκσταση αυτού του φωτός, με την έκσταση του καινούριου που θα έρθει, θα χαθεί, θα δώσει τη θέση του πάλι στο καινούριο μέσα σε έναν αέναο κύκλο που όταν θα κλείσει οριστικά, ο ήρωάς μας θα ξέρει ότι τον έζησε.
Σε ένα εξαιρετικό και βαθύτατα συγκινητικό φινάλε, ούτε αισιόδοξο ούτε απαισιόδοξο, ο φιλόσοφος Βέντερς μας δίνει τον ορισμό της ζωής. Της ουσίας της: Η ζωή είναι η ζωή. Είναι η προσωπική ιστορία του καθενός, όχι όπως αυτή αποτυπώνεται προς τα έξω, αλλά όπως βιώνεται εσωτερικά από τον ίδιο, με έναν τρόπο που νοηματοδοτεί τον ερχομό της επόμενης μέρας και την καθιστά μια νέα καινούρια μέρα στη ζωή του.
Μεγάλος κινηματογραφιστής ο Βέντερς, αφαιρεί την αυθάδεια της πολυλογίας και καθιστά τις εικόνες τόσο εύγλωττες στη σιωπή τους, καδράροντας σε αυτές το πρόσωπο του συγκλονιστικού κ. Χιραγιάμα (αν δεν έχετε ήδη αγαπήσει τον Κότζι Γιακούσο από προηγούμενες ταινίες του, σε αυτήν σίγουρα θα τον λατρέψετε) που δεν μας συγκινεί απλά, αλλά μας βάζει τόσο διακριτικά στον κόσμο του, που βγαίνοντας από την αίθουσα σκεφτόμαστε τα λόγια του: «Κάποιοι κόσμοι είναι αλληλένδετοι. Κάποιοι όχι».
Τον ευχαριστούμε. Γιατί μέσα σε δύο ώρες το κατάφερε. Έφερε τους κόσμους μας, τον δικό του και τον δικό μας, πολύ κοντά. Τους νιώσαμε αλληλένδετους… Και αυτό είναι μεγάλο κινηματογραφικό επίτευγμα…
Η ταινία προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες.