Το κοινό, ο Μαγιακόφσκι και το χιούμορ του
Ένα απόσπασμα από τις αναμνήσεις που καταγράφει η σοβιετική λογοτέχνης Λίντια Σεϊφούλινα για το Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, που γεννήθηκε μια μέρα σαν και σήμερα, το 1893.
Ήταν ένας φοβερός χειμώνας. Η νεαρή Ρωσική Δημοκρατία απειλούνταν από εσωτερικούς κι εξωτερικούς εχθρούς. Η Μόσχα ήταν σε πολιορκία και δεν είχε πια ούτε ψωμί, ούτε καύσιμα. Αλλά το νεαρό σοβιετικό κράτος πολεμούσε με πείσμα. Ο λαός της Μόσχας πεινούσε και κρύωνε αλλά το ηθικό του ήταν ψηλό.
Ήμουν ανάμεσα στους δασκάλους που ήρθαν στη Μόσχα από διάφορα μέρη, στα πλαίσια του πλάνου για ανέβασμα του μορφωτικού επιπέδου του λαού. Όλοι μας αγαπούσαμε πολύ την τέχνη. Μέναμε όλοι μαζί σ’ ένα παλιό δίπατο σπίτι στη λεωφόρο Ουσατσιόφκα.
Μια μέρα, δε θυμάμαι πια πότε, είδαμε πάνω στα υπολείμματα ενός φράχτη μια αφίσα. Η αφίσα ανάγγελε μια ανοιχτή συζήτηση στο Μουσείο του Πολυτεχνείου ανάμεσα στους φουτουριστές και τους ιμαζινιστές. Ομιλητής απ’ τη μεριά των ιμαζινιστών ο Σ. Εσένιν και των φουτουριστών ο Β. Μαγιακόφσκι. Τη συζήτηση θα διευθύνει ο Β. Μπριούσοφ.
Οι καρδιές μας χτύπησαν. Η ιδέα ότι θα βλέπαμε ζωντανούς μπροστά μας να συζητούν τους δημιουργούς της νέας ρώσικης ποίησης μας ενθουσίαζε. Λίγο μας ένοιαζε αν για να φτάσουμε στο Πολυτεχνείο έπρεπε να διασχίσουμε έξι χιλιόμετρα με τα πόδια μες στην παγωνιά, γιατί τα τραμ δε λειτουργούσαν πια, και μάλιστα μετά από μια κοπιαστική μέρα. Ενόψει της βραδιάς που μας περίμενε ξεχάσαμε και πείνα και κούραση και δυστυχία.
Εμφανίστηκε ξαφνικά στις πίσω θέσεις. Είχε μπει στην αίθουσα αθόρυβα αλλά το παρουσιαστικό του ήταν τέτοιο που δεν μπορούσε ποτέ να περάσει απαρατήρητος. Δημιουργήθηκε ένας μικρός σάλος στο κοινό που τον αντιλήφθηκε. Όλοι γύρισαν να δουν τον ψηλό άντρα με την έντονη προσωπικότητα. Γύρισα κι εγώ και είδα το αλησμόνητο πρόσωπό του. Μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει πολλά επίθετα για να περιγράψει το πρόσωπο του Μαγιακόφσκι. Δυνατό, όμορφο, έξυπνο, γοητευτικό. Όμως κανένα δεν αποδίδει με ακρίβεια την πραγματικότητα. Γιατί το πιο σημαντικό στοιχείο του προσώπου του, αυτό που το χάραζε για πάντα στη μνήμη σου, ήταν η ψυχή του που έβγαινε στην επιφάνεια, η δύναμη του ταλέντου του.
Ο Μαγιακόφσκι φορούσε ένα χοντρό γκρι παλτό, μέχρι τα γόνατα και κρατούσε στο χέρι ένα συνηθισμένο γούνινο καπέλο. Δεν έκανε τίποτα για να τραβήξει την προσοχή του κοινού από αυτό που γινόταν εκείνη την ώρα στο βήμα. Εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσαμε τους αγαπημένους μας ποιητές, όμως μόλις ο Μαγιακόφσκι μπήκε στην αίθουσα, όλοι οι άλλοι επισκιάστηκαν, κανείς δεν άκουγε την ενδιαφέρουσα συζήτηση που γινόταν στο βήμα, κανείς δεν είχε αυτιά και μάτια για τίποτα άλλο εκτός από το νεοφερμένο. Ένιωθα πως αυτός ο ψηλός άντρας που στεκόταν αμίλητος στην άκρη της αίθουσας και κοίταζε μπροστά του, έβλεπε κάτι που κανείς άλλος από μας δεν μπορούσε να δει. Κι ήθελα να μας πει τι ήταν ακριβώς αυτό που έβλεπε. Έτσι ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Από τότε, δεν μπορώ να θυμηθώ τις στιγμές αυτές που πρωτόδα το Μαγιακόφσκι, χωρίς δυνατή συγκίνηση. Είναι κάτι που δε θα ξεχάσω ποτέ. Λάτρευα την ποίηση, καθώς και όλοι που βρίσκονταν εκεί μέσα. Μόλις φάνηκε ο Μαγιακόφσκι, μια αυθόρμητη κραυγή βγήκε απ’ όλα τα στόματα: “Ο Μαγιακόφσκι είναι εδώ! Θέλουμε το Μαγιακόφσκι! Ο Μαγιακόφσκι στη σκηνή!”
Η φωνή του ποιητή σκέπασε όλες τις άλλες κι έπεσε σιωπή. Καθώς περπατούσε με μεγάλα βήματα και προτού ακόμη φτάσει στο βήμα, είχε αρχίσει κιόλας να αναπτύσσει το θέμα του. Μιλούσε για τα λάθη της σύγχρονης ρώσικης ποίησης κι ότι οι Σοβιετικοί ποιητές δεν έχουν το δικαίωμα να είναι απολίτικοι.
Φυσικά, δεν μπορώ να θυμηθώ λέξη προς λέξη ό,τι είπε ο Μαγιακόφσκι εκείνο το βράδυ. Θυμάμαι όμως πως τη νύχτα, καθώς γυρίζαμε πίσω στα παγωμένα μας δωμάτια, τραγουδούσαμε όλοι μαζί:
“Ποιος βαδίζει με το δεξί;
Αριστερά!
Αριστερά!
Αριστερά!”
Ο δρόμος πίσω στο σπίτι μας φάνηκε πολύ μικρός. Ήμασταν νηστικοί κι είχε παγωνιά, αλλά εμείς νιώθαμε ζεστοί, χορτάτοι και πλούσιοι.
Η πρώτη προσωπική μου συνάντηση με το Μαγιακόφσκι ήταν εντελώς διαφορετική. Συναντηθήκαμε τυχαία στα γραφεία του εκδότη της “Ιζβέστια”. Ο Μαγιακόφσκι ήταν φιλικός, ήπιος, ευγενικός. Μου μίλησε για τη δουλειά μου:
“Μου άρεσε το διήγημά σας ‘οι ένοχοι’, μου είπε. “Δεν έχω διαβάσει τίποτα άλλο δικό σας, αλλά αυτό μου άρεσε”.
Συζητούσαμε για τις λογοτεχνικές περιοδείες που είχαμε έρθει να προγραμματίσουμε. Φιλικά παρατήρησε ότι θα ‘πρεπε ο καθένας από μας να έχει τις “πνευματικές του αποσκευές” τακτοποιημένες και έτοιμες για χρήση.
Όταν χωρίζαμε, ο Μαγιακόφσκι μου έσφιξε το χέρι και χαμογέλασε. Είχε ένα σπάνιο χαμόγελο, όχι πλατύ, μα έκανε να φωτίζει ολόκληρο το πρόσωπό του. Θέλησα να του εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου που αυτός, τόσο μεγάλος, δεν κρατούσε καμιά απόσταση από τους ανθρώπους. “Ξέρετε Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς…”, άρχισα. “Ξέρω”, με διέκοψε χαμογελώντας. “Σας αρέσω. Κι εσείς μου αρέσετε. Χαίρετε”.
Ήταν ένα μικρό, συμπαθητικό αστείο. Αλλά υπήρχε μια ζεστασιά σε αυτά τα απλά λόγια που χρησιμοποιούσαν όλοι οι άνθρωποι. που σ’ έκανε φίλο του για πάντα. Εκείνη τη μέρα ξέχασα τις φιλοδοξίες μου. Υπάρχει μια μεγάλη, σοβιετική λογοτεχνία, σκεφτόμουν. Και δημιουργείται από μεγάλους ποιητές, όπως ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι. Τι τυχερή που είμαι να ζω και να δουλεύω μαζί του!
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1927 συνάντησα το Μαγιακόφσκι στο εξωτερικό. Στην Πράγα, το Παρίσι, το Βερολίνο. Θυμάμαι ακόμα το “Αριστερό Μαρς” τραγουδισμένο από Τσέχους χωρικούς και την παράσταση του έργου του “Το μπλε πουκάμισο” στην Πράγα. Στο Βερολίνο είδα πόσο πιστός φίλος ήταν στους Σοβιετικούς που συναντήσαμε εκεί, και πόσο μεγαλόψυχος άνθρωπος.
Δεν μπορώ να μη θυμηθώ μερικά στιγμιότυπα της ζωής μας αυτόν τον λίγο καιρό που περάσαμε στο εξωτερικό. Πολλές φορές ο Μαγιακόφσκι έκανε σαν παιδί. Θυμάμαι, κάποια φορά τον είχα παρακαλέσει, βγαίνοντας από κάπου να βαδίσει πρώτος εκείνος στο αυτοκίνητο και κατόπιν μόνη μου εγώ. “Αισθάνομαι άσχημα” του είχα πει “γιατί είμαι πολύ κοντή και φοβάμαι πως οι δυο μαζί κάνουμε ένα πολύ αστείο ζευγάρι”.
Χαμογέλασε και δέχτηκε. Όμως από τότε, όποτε ήθελε να με πειράξει, όταν μ’ έβλεπε να περπατώ, ερχόταν δίπλα μου και βάδιζε για λίγο μαζί μου. Μετά το ‘σκαγε σκασμένος στα γέλια. Δεν μπορούσα να του θυμώσω.
Μια φορά μας έβγαλαν φωτογραφία σε μια εκδήλωση. Καθόμουν όπως πάντα δίπλα στο Μαγιακόφσκι. Φαίνεται πως τη στιγμή που έβγαζαν τη φωτογραφία, ο Μαγιακόφσκι ανασηκώθηκε λίγο στην καρέκλα του. Ύστερα από λίγες μέρες, όταν τυπώθηκε η φωτογραφία, με φώναξαν να με ρωτήσουν αν ο Μαγιακόφσκι είχε βγει όρθιος ή καθιστός, γιατί για καθιστός παραήταν ψηλός και για όρθιος δεν έμοιαζε. Κάτι τέτοια αστεία τα συνήθιζε και δεν έρχονταν σε αντίθεση με τη σοβαρή, βαθυστόχαστη σκέψη του.
Στο Βερολίνο, η σοβιετική πρεσβεία ήταν κάπου στα προάστια. Όταν γινόταν καμιά εκδήλωση, ο Μαγιακόφσκι ερχόταν και μ’ έπαιρνε από το σπίτι. Ήταν πάντα ακριβής στην ώρα του και γινόταν θηρίο όταν καθυστερούσα, ψάχνοντας να βρω τα κλειδιά του σπιτιού. Ήταν μυστήριο, μα κάθε φορά που τα χρειαζόμουν, είχαν εξαφανιστεί.
Μια μέρα, ο Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς ήρθε μ’ ένα μυστηριώδες ύφος και μου είπε: “Πότε έχεις τα γενέθλιά σου;” “Γιατί;” “Ας πούμε πως είναι σήμερα και σου ‘φερα ένα δώρο”. Έβγαλε ένα μάτσο κλειδιά και τα κούνησε μπροστά στη μύτη μου. “Ζήτησα από τη σπιτονοικοκυρά μου, αλλά θα το κρατήσω στην τσέπη μου, μέχρι να φύγουμε από το Βερολίνο. Είναι ένα ακριβό δώρο, αλλά όχι ευχαριστίες παρακαλώ”.
Και μου χάρισε ένα από τα υπέροχα χαμόγελά του. Κάτι τέτοια αστεία τ’ αγαπούσα. Είχαν μια ζεστασιά και μια ειλικρίνεια που σε κέρδιζαν.
Εκείνη την εποχή οι αρχές στο εξωτερικό δεν παραχωρούσαν μεγάλες αίθουσες για τους καλλιτέχνες μας. Στο Παρίσι, οι θαυμαστές του Μαγιακόφσκι εξασφάλισαν το “Καφέ Βολτέρ”. Δε θυμάμαι πού ακριβώς ήταν, μόνο ότι τα παράθυρά του κοίταζαν σε μια πλατεία. Από νωρίς στην πλατεία είχαν τοποθετηθεί αστυφύλακες και η αίθουσα είχε γεμίσει κόσμο. Η δυνατή φωνή του Μαγιακόφσκι με τη θαυμάσια άρθρωση έκανε τους στίχους να ακούγονται ολοκάθαρα από τα ανοιχτά παράθυρα ως το απέναντι πεζοδρόμιο. Ανάμεσα στο πλήθος υπήρχαν και μερικοί Ρώσοι εμιγκρέδες που μισούσαν την Επανάσταση και του ζητούσαν φορτικά να απαγγείλει παλιά ποιήματά του, που είχε γράψει πριν το 1917. Αλλά ο Μαγιακόφσκι επέμενε στα καινούρια. Θυμωμένες φωνές ακούστηκαν που όλο και δυνάμωναν. Πρώτη φορά στη ζωή μου είδα άνθρωπο να αντιμετωπίζει με τέτοια πραότητα ένα εχθρικό, μανιασμένο πλήθος. Η αντίδρασή του ήταν άμεση, έξυπνη και ήρεμη. Και η αιχμηρότητα της απάντησης ήταν ανάλογη με την αγένεια των επιτιθέμενων.
Οι άλλοι σύντροφοι καθόμασταν πίσω απ’ το Μαγιακόφσκι. Μπροστά του είχε ένα τραπεζάκι με ποτήρια και μια καράφα με νερό. Άπλωσα το χέρι μου γιατί ο λαιμός μου είχε στεγνώσει. Ο Μαγιακόφσκι πήρε την καράφα και είπε με στόμφο: “Δίνω νερό σε μια θαυμάσια σοβιετική συγγραφέα. Χειροκροτήστε την!”
Είμαι σίγουρη πως οι μόνοι άνθρωποι μέσα στην αίθουσα που γνώριζαν την ύπαρξή μου ήταν οι άνθρωποι της “Ουμανιτέ” που ετοίμαζαν να δημοσιεύσουν σε συνέχεια το έργο μου “Humus”. Μεταφράσεις των έργων μου στα γαλλικά έγιναν πολύ αργότερα. Ωστόσο η φράση του Μαγιακόφσκι ήταν τόσο επιτακτική που πολλοί άρχισαν να χειροκροτούν. Ύστερα άρχισαν να γελούν και μια γυναίκα φώναξε: “Πού είναι; Δεν την βλέπουμε! Να σηκωθεί επάνω!” “Η Σεϊφουλίνα στέκεται αρκετά ψηλά, πάνω στη στοίβα των έργων της”, απάντησε ο Μαγιακόφσκι.
Κι άλλα γέλια, φωνές και χειροκροτήματα.
Ήμουν έτοιμη να βάλω τα κλάματα. “Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς, γιατί το κάνατε αυτό;” του είπα.
“Σώπα Σεϊφουλίνα, δε βλέπεις πως μου είναι απαραίτητο;”
Του άρεσε να με λέει έτσι χαϊδευτικά, ίσως έβρισκε πως ταίριαζε με το μπόι μου. Κι είχε μια τρυφερότητα το υποκοριστικό αυτό. Όμως αυτή τη φορά τον κοίταξα με θλίψη. Αλλά όταν συνάντησα το βλέμμα του, τα ‘χασα. Σίγουρα έτσι είναι το βλέμμα ενός αετού που τον πληγώνουν. Κατάλαβα που του ήταν απαραίτητο να στρέψει την προσοχή του κόσμου σε κάποιον άλλον γιατί είχε κουραστεί. Σε λίγο οι εχθρικές φωνές χαμήλωσαν και δυνάμωσαν οι φωνές των θαυμαστών. Όταν βγήκαμε, τον περικύκλωσε ένα πλήθος θαυμαστών. Και τότε, στην πλατεία αυτή του Παρισιού, άκουσα να τραγουδούν τους στίχους που πριν χρόνια είχα τραγουδήσει κι εγώ στη Μόσχα.
“Ποιος βαδίζει με το δεξί;
Αριστερά!
Αριστερά!
Αριστερά!”
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Πολιτιστική” σε μετάφραση της Ελένης Βούρου