Κώστας Καζάκος – Το “Κ” του καλλιτέχνη συναντά το “Κ” του κομμουνιστή
Τα αρχικά του ονόματός του είναι ΚΚ. Ένα για την ιδιότητα του καλλιτέχνη και ένα για αυτήν του κομμουνιστή, που καταφέρνει να τις συνδυάζει υποδειγματικά.
Τα αρχικά του ονόματός του είναι ΚΚ. Δηλαδή όπως λέμε “κομμουνιστικό κόμμα”. Ή μάλλον ένα κάπα για τον Καλλιτέχνη και ένα για τον Κομμουνιστή και τις ιδέες που ασπάστηκε. Δυο ιδιότητες που συνδύασε αρμονικά, δηλώνοντας ευθαρσώς πως αν η τέχνη δε διδάσκει, δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Γεννήθηκε στον Πύργο, στις 29 Μαΐου του 1934, αλλά έχει μανιάτικη καταγωγή. Είχε δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια που καθόρισαν τη ζωή του και τις ιδέες του. “Εμείς περάσαμε Κατοχή μετά την Απελευθέρωση” έλεγε χαρακτηριστικά για τους δικούς του. Ο πατέρας του εξορίστηκε για τις ιδέες του στα ξερονήσια, τα “Πανεπιστήμια του Αιγαίου” όπως τα έλεγε ίδιος, και ο Καζάκος αναγκάστηκε να δουλέψει από μικρός για να συντηρήσει την οικογένειά του, που είχε έρθει στην Αθήνα, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε νυχτερινό σχολείο.
Είχε όνειρο να σπουδάσει Φιλολογία, αλλά η πόρτα του Πανεπιστημίου παρέμεινε κλειστή, ελλείψει των “σωστών” κοινωνικών φρονημάτων και του πιστοποιητικού που θα τα βεβαίωνε. Έτσι, κατά έναν παράδοξο τρόπο, η ιδεολογία του ήταν αυτή που του άνοιξε τελικά τον δρόμο για να γίνει ηθοποιός και ο ίδιος προσθέτει πως τον διάλεξε, γιατί είχε ταλαιπωρηθεί με χαμαλίκια και εξευτελισμούς και δεν μπορούσε να αντέξει την έννοια του αφεντικού…
Σπούδασε στην Σχολή Κινηματογράφου του Σταυράκου, που το βίωσε ως Λαϊκό Πανεπιστήμιο, δίπλα σε μεγάλες μορφές του χώρου. Εκεί γνώρισε και τον Κουν και τον ακολούθησε όταν αυτός ίδρυσε τη δική του δραματική σχολή. Ξεκίνησε να παίζει θέατρο και κινηματογράφο, όπου έκανε ντεμπούτο στην “Αρπαγή της Περσεφόνης”, ενώ τα επόμενα χρόνια διατέλεσε επίσης χρέη σκηνοθέτη, σεναριογράφου, ακόμα και παραγωγού. Τιμήθηκε μάλιστα με το Α’ Χρυσό Βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την άρτια μεταφορά της Λυσιστράτης του Αριστοφάνη.
Στο ενδιάμεσο γνωρίζεται με την Καρέζη και ερωτεύονται στα γυρίσματα της ταινίας “Κονσέρτο για πολυβόλα”, όπου όλα ξεκίνησαν από μια παρτίδα τάβλι! Μένουν μαζί για 26 συναπτά έτη, μέχρι τον θάνατο της Τζένης, και αποκτούν έναν γιο, τον Κωνσταντίνο Καζάκο, που έπεσε κάτω από τη μηλιά και έγινε ηθοποιός. Κουμπάρος στο γάμο τους ήταν ο ηθοποιός Άγγελος Αντωνόπουλος.
Μαζί της έκανε δεκάδες δουλειές στο θέατρο και τον κινηματογράφο, ενώ μετά το ’92 ακολούθησε αυτόνομη πορεία, έχοντας πάντα ως βάση το θέατρο, αλλά και με αρκετές δουλειές στον κινηματογράφο και την τηλεόραση -την οποία κάθε άλλο παρά αποστρέφεται. Ήταν χρόνια πυρετώδους δημιουργίας, αλλά και εξαντλητικά, χωρίς ρεπό και ανάπαυση, ενώ ο ίδιος συνδέει αυτό το “άδειασμα”, την ψυχική και οργανική εξάντληση με τον πρόωρο χαμό της Καρέζη, της Βουγιουκλάκη κ.ά. Προσθέτει, όμως, πως το ομαδικό θέαμα είναι στην ψυχή του λαού μας κι ότι πουθενά αλλού δεν υπάρχει τόσο φιλοθεάμον κοινό, ίσως γιατί εδώ γεννήθηκε το θέατρο…
Η πιο εμβληματική στιγμή ήταν το “Μεγάλο μας Τσίρκο” του Καμπανέλλη. Όπως είπε ο Καζάκος, ήταν ένα καλλιτεχνικό γεγονός, που η ιστορική συγκυρία και ο λαός το μετέτρεψαν σε πολιτικοκοινωνικό, με τους θεατές να κατακλύζουν σε κάθε παράσταση το θέατρο, που ήταν ζωσμένο από ασφαλίτες. Το κοινό ρουφούσε τα αντιδικτατορικά μηνύματα του έργου, μετατρέποντας άτυπα κάθε παράσταση σε διαδήλωση -οι μεγαλύτερες “πολιτικές συγκεντρώσεις” πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Κατά μία έννοια, άλλωστε, το “Μεγάλο μας Τσίρκο”, που ανέβηκε πρώτη φορά το καλοκαίρι του ’73 στο Αθήναιον, ακριβώς απέναντι από το Πολυτεχνείο, ανήκε στα προλεγόμενα της εξέγερσης και έγινε οργανικό της κομμάτι. Η χούντα τρόμαξε με τη μεγάλη του απήχηση και οι πρωταγωνιστές του γνώρισαν διώξεις και κυνηγητό από την Ασφάλεια, μέχρι την πτώση της δικτατορίας.
Αν το “Μεγάλο μας Τσίρκο” ήταν υπόδειγμα στρατευμένης τέχνης, που συνδέθηκε με τον παλμό και τα γεγονότα της εποχής του, ο Καζάκος υπηρέτησε τις ιδέες του στην πράξη και δεν έλειψε ποτέ από τις επάλξεις του αγώνα. Συστρατεύθηκε με το ΚΚΕ και διετέλεσε βουλευτής του για δυο χρόνια (από το 2007 ως το 2009), όπου του έκανε αρνητική εντύπωση πως πολλοί συνάδελφοί του διάβαζαν τους λόγους τους από μέσα, σε αντίθεση με όσα προβλέπει ο κανονισμός της Βουλής.
Όπως είχε πει και ο ιδιος, “στο δικό μας κόμμα, το ΚΚΕ, δεν επιλέγουμε ρόλους. Αν χρειάζεται να πας εκεί, θα πας, δεν έχει μου αρέσει, δε μου αρέσει”. Το 1999 ήταν Πρόεδρος του Λαϊκού Δικαστηρίου για την ιμπεριαλιστική επέμβαση και τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία. Ενώ το 2010 επιμελείται μια παράσταση στον Σπόρτινγκ για τα 65 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη, που τελειώνει με το μπρεχτικό απόσπασμα “Κάτι γίνεται, κάτι γίνεται” και εκφράζει την αγωνιστική ελπίδα και την αισιοδοξία της εποχής. Όταν όμως η έννοια της “ελπίδας” έγινε κούφιο προεκλογικό σύνθημα χωρίς πραγματική αξία, ο ίδιος στηλίτευσε αυτούς που την εμπορεύονταν.
Δε ζει με ελπίδες ο ζωντανός άνθρωπος. Οι πεθαμένοι ζουν με ελπίδες, περιμένουν τη Δευτέρα Παρουσία, αν θα τους στείλει στα δεντράκια ή στα καζάνια με τα μήλα. Ο ζωντανός άνθρωπος ζει μια πραγματικότητα για την οποία δεν μπορεί να αδιαφορεί.
Εξακολουθεί να παίρνει θέση, όχι μόνο με την τέχνη του, αλλά με διάφορες δημόσιες παρεμβάσεις για την επικαιρότητα, όπως το πρόσφατο άρθρο του για τον Πολιτισμό και το πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν οι καλλιτέχνες ή μια παλιότερη πρότασή του να δημιουργηθεί μια διεθνής ταξιαρχία για την Κούβα, το νησί της επανάστασης, όπως στα χρόνια του Ισπανικού Εμφυλίου.
Παρόλα αυτά, τα περισσότερα ΜΜΕ σπανίως του δίνουν βήμα για να προβάλει τις σκέψεις του και τις απόψεις του. Εξαίρεση ήταν μια αμφιλεγόμενη και μάλλον ατυχής διατύπωσή του -για τους νέους που δε μένουν εδώ να παλέψουν, αφήνουν τον τόπο τους και αυτό συνιστά προδοσία- με τον ίδιο να δίνει διευκρινίσεις πως ο όρος δεν αναφερόταν στους νέους αλλά σε αυτούς που τους αναγκάζουν να καταφύγουν στο εξωτερικό για να έχουν καλύτερο μέλλον.
Σήμερα ο Καζάκος ζει στην Κυψέλη, με τη δεύτερη σύζυγό του, την ηθοποιό Τζένη Κόλλια, με την οποία απέκτησε άλλα τρία παιδιά.