Κώστας Βάρναλης – Αη Στράτης και… σοσιαλιστικός ρεαλισμός (Νεκρικός διάλογος)
“Γιατί όλη η ζωή του κόμματός μας, όλη η ζωή της εργατικής τάξης είναι ένας συνδυασμός της πιο σκληρής, της πιο νηφάλιας δουλειάς με το μεγαλύτερο ανθρώπινο ηρωισμό και με τις πιο μεγαλειώδικες προοπτικές…”
Ο μεγάλος ποιητής μας Κώστας Βάρναλης, με το έργο του στρατεύτηκε στο πλευρό των καταπιεσμένων στο δρόμο του αγώνα για την ανατροπή του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος και το χτίσιμο της νέας, σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Γεννήθηκε στις 14 του Φλεβάρη 1884, στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας, και έφυγε από τη ζωή στις 16 του Δεκέμβρη 1974.
Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Υπήρξε κομμουνιστής με διαρκή προσφορά και συμμετοχή στους αγώνες της εργατικής τάξης.
Ο Κώστας Βάρναλης τελείωσε το σχολείο στη Φιλιππούπολη και στη συνέχεια σπούδασε Φιλολογία στην Αθήνα. Το 1908 πήρε το πτυχίο του και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση.
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
Το 1934 ταξιδεύει στη Μόσχα, όπου μαζί με τον Δημήτρη Γληνό λαμβάνει μέρος στο Α’ Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων και το 1935 συνεργάζεται με τον «Ριζοσπάστη» και τους «Νέους Πρωτοπόρους». Από τον Οκτώβρη μέχρι και τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου εξορίζεται μαζί με τον Δ. Γληνό στον Άη Στράτη και στη Λέσβο.
Το παρακάτω χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, στις 7 του Μάρτη 1936.
Αη Στράτης και… σοσιαλιστικός ρεαλισμός
(Νεκρικός διάλογος)Βδομάδες ολάκερες, αδιάκοπα ο Νοέμβρης δεν έκανε άλλη δουλειά παρά να βρέχει. Μιαν ακάθαρτη βροχή, πότε ψιλή – ψιλή και πότε νεροποντή. Σκοτάδι, λάσπη, κρύο, βρεμένα πόδια, μουσκεμένα κόκαλα, συνάχι και βήχας. Δεν είχαμε πού και πώς να σωθούμε. Τα σπίτια μας τρέχανε νερά. Παντού υγρασία και μούχλα. Είμαστε αιχμάλωτοι του νερού. Αυτή είναι η μοίρα των Ροβινσώνων. Η ευτυχία τους και η δυστυχία τους εξαρτιούνται από τα καπρίτσια του φυσικού περιβάλλοντος.
Βρήκαμε καταφύγιο στο καφενείο του Μπαρμπα-Θύμιου με την ταράτσα του απάνου στη θάλασσα. Πίναμε ζεστά, κουβεντιάζαμε βαριεστημένα ή… σοφά, διαβάζαμε και… περιμέναμε! Τι περιμέναμε; Αμνηστία; Γι’ αυτήν είχαμε απελπιστεί. Περιμέναμε πότε θ’ ανοίξει ο ουρανός!
Ο Μπαρμπα-Θύμιος πηγαινοερχότανε σέρνοντας αργά τα κουντούρια του απάνω στο σανιδένιο πάτωμα, όπου βροντούσανε όλο παράπονο. Ο δυστυχισμένος πάσχει από ρευματισμούς. Και με αυτόν τον καιρό οι ρευματισμοί του είχανε αρχίσει να πονάνε πολύ.
Την πρώτη του Δεκέμβρη, μέρα Κυριακή, η ώρα οχτώ το πρωί (τέτοιες ημερομηνίες και τέτοιες ώρες δεν ξεχνιούνται εύκολα!), καθώς είμαστε στριμωγμένοι στο καφενείο, κάποιος πάτησε ξαφνικά ένα χαρούμενο ξεφωνητό:
– Ηλιος!…
Ο αλαλαγμός «θάλαττα! θάλαττα!» των μυρίων του Ξενοφώντα και «γη! γη!» των θαλασσοπόρων του Κολόμβου, δεν ήτανε περισσότερο θριαμβευτικός ή… σπαραχτικός!
Ολοι τρέξαμε στα παράθυρα και κολλήσαμε τ’ αξούριστα μουσούδια μας στα τζάμια. Φως θαμπωτικό, φως… ολοκαίνουργιο στρωμένο απάνου στη θάλασσα, στην αμμουδιά, στα σπίτια… Πόσες μέρες είχαμε να δούμε αυτό το θάμα! Λέγαμε πως ο γενναίος καραβανάς και τυχοδιώχτης, που καθότανε στο σβέρκο της Ελλάδας, τον είχε εξορίσει τον ήλιο από τον ουρανό μας. Αφού είναι… πηγή του φωτός. Και το φως είναι εχθρός της κοινωνικής ευταξίας! Με τέτοιο αγύριστο κεφάλι, δε θα μπορούσε να πάρει κανείς ποτές… αμνηστία.
Μόλις αντικρίσαμε το φως, οι καρδιές μας ανοίξανε, οι πόρτες ανοίξανε κι όλοι πεταχτήκαμε όξω. Ο Μπαρμπα-Θύμιος έβγαλε κι αράδιασε στην ταράτσα μέσα στον ήλιο τραπεζάκια και καρέκλες. Οι γλώσσες μας λυθήκανε. Τα δεσμά μας λυθήκανε. Δεν είμαστε πια αιχμάλωτοι!
Τέτοιες μέρες ολάκερο το νησί σηκώνεται στο ποδάρι. Και βουίζει από κίνηση και ζωή. Οι ψαρόβαρκες ρίχνονται από τα χαράματα στο γιαλό, όταν ακόμα ο νυχτερινός ίσκιος σέρνεται απάνου στην ολόστρωτη άπλα της, που ανατριχιάζει κάθε τόσο με τις αλαφρές ριπές του ανέμου και παίρνει όλους τους τόνους του γαλάζιου και του ρόδινου. Ορθοί στην πλώρη μ’ ένα μακρύ καμάκι σαν κοντάρι στο χέρι οι ψαράδες κυνηγάνε τα χταπόδια στο περίγιαλο. Οι πάπιες αφήνουνε το βουρκάρι τους και πέφτουνε κι αυτές στην ήσυχη θάλασσα, κοπαδιαστές, καμαρωμένες… σημαιοστολισμένες!
Με τον ήλιο που ανηφορίζει, η πρωινή άχνα μαζεύεται στις άκρες του ορίζοντα, όσο να χαθεί ολότελα. Κι όλα αποθεώνονται μέσα στο χρυσό φως: σχήματα, όγκοι, απλωσιές και ψηλώματα, σπίτια, δέντρα, πλαγιές, μύλοι και… τάφοι. Τα νερά αστράφτουνε. Τα τζάμια αστράφτουνε. Οι πέτρες κι ο αέρας αστράφτουνε. Ακόμα και τα σωριασμένα στο περιγιάλι σκουπίδια και φύκια, ακόμα και τα… ράκη μας αστράφτουνε, σαν κουπόνια της «Εστίας».
Στον Ταρσανά, που είναι κι η μοναδική πλατεία του νησιού, ανάμεσα στο καφενείο του Μπαρμπα-Θύμιου και στο λόφο του Μπούμπουνα, τα συρμένα καΐκια, μικρά και μεγάλα, μήνες ακίνητα και ναρκωμένα, ανασταίνονται και βάζουνε τα χρυσά τους. Κάτω από την απάνεμη και προσηλιακή κοιλιά τους οι κότες και τα κοκόρια κοιμούνται χωμένα μέσα στον άμμο με φουσκωμένα τα φτερά, για να στεγνώσουνε. Κι από τα ξάρτια ενός βενζινόπλοιου, που ίσως ποτές του δεν θα ξαναβουτήξει στο νερό, ένα αεροκρεμασμένο σωσίβιο παίρνει σήμερα τη σημασία χαρούμενου συμβόλου. Μα ποιος πρώτα να σωθεί μ’ αυτό! Ολοι!…
Αριστερά, στον καθαυτό κόρφο του νησιού, ανάμεσα στο καφενείο του Μπαρμπα-Θύμιου και τον γκρεμό του Αγίου Αντωνίου (το καφενείο του Μπαρμπα-Θύμιου σ’ όλην αυτήν τη γεωγραφία παίζει το ρόλο του… ισημερινού του Ουενστμίνστερ!) οι τράτες δουλεύουνε. Η αμμουδιά είναι γεμάτη ξυπόλυτους ανθρώπους και ξυπόλυτα παιδιά. Κάσες, πανέρια, δίχτυα, βάρκες, φωνές και πειράγματα. Ολη η αμμουδιά κινιέται, όπως το δάσος της Βιρνάμης του «Μάκβεθ». Οι μόνοι που δεν κινούνται είναι οι τεμπέληδες. Αυτοί είναι οι καλοφαγάδες και οι… διανοούμενοι. Κάθονται και περιμένουν με αληθινόν έρωτα τα «ελέη», που θα βγάλει η θάλασσα.
Τέτοιες μέρες η… φράξια των κολυμπιστών: ο Στρατηγόπουλος, ο Μπόγρης, ο Κατζιλιέρης, ο Φλόκος κι ο υποφαινόμενος, πάμε στη γωνιά του Λένιν κατά τις 11 το πρωί και ριχνόμαστε στη θάλασσα. Εκεί μουσκεύουμε τον… επαναστατικό μας δυναμίτη κι ύστερα τον στεγνώνουμε στον ήλιο.
*Την πρώτη του Δεκέμβρη (πρώτη αλκυονίδα ημέρα) το απόγευμα η ζέστη έχει φουντώσει. Με τα παλτά στο μπράτσο και με τις πικροδάφνες μας (τα μπαστούνια μας) στο χέρι, κάνουμε με το Στρατηγόπουλο την ηρωική μας έξοδο στον ήλιο. Εγώ περπατώντας κι ο Στρατηγόπουλος… πηδώντας. Πηδώντας ακόμα και στην άμμο που βουλιάζει. Γιατί αυτός ο χριστιανός δεν περπατάει ποτές του, μα πηδάει, όπως η αυτοκρατόρισσα Ελισάβετ του Χρηστομάνου «δεν περπατούσε μα… πρόβαινε».
Ανεβήκαμε τον γκρεμό του Αγίου Αντωνίου που στη ρίζα του σχηματίζεται η «γωνιά του Λένιν» και στην πούντα του από κάτου μέσα στη θάλασσα η «γαϊδουροσπηλιά». Ετσι την ονομάσανε τούτη τη σπηλιά, γιατί, λέει, κάποτες ένας γάιδαρος βόσκοντας άκρη-άκρη στο γκρεμό, γλίστρησε κι έπεσε σ’ εκείνο το μέρος και πνίγηκε ο ζάβαλης. Πνίγηκε ή σκοτώθηκε, δεν είναι βεβαιωμένο. Κείνα τα χρόνια δεν γινόντανε ιατροδικαστικές εκθέσεις. Ενώ σήμερα χάρη σ’ αυτές είμαστε βέβαιοι πως ο αρτεργάτης που τον σκοτώσανε από το ξύλο στην αστυνομία, πέθανε… «εκ συγκινήσεως»! Οπως κι αν έχει το πράμα, ένας γάιδαρος έδωσε τ’ όνομά του σ’ αυτήν τη σπηλιά, όπως η Ελλη έδωσε το δικό της στον Ελλήσποντο.
Ανεβήκαμε ψηλά και ξαπλωθήκαμε σε κάτι πλάκες. Για να βιγλίζουμε το πέλαγο κατά τη Λήμνο, πότε θα φανεί το βαπόρι. Γιατί σήμερα, Κυριακή, περιμέναμε το βαπόρι. Ολες οι χαρές κι όλες οι αγωνίες μαζεμένες.
Γύρω μας άχνιζε η νοτισμένη γη. Τα ραδίκια, οι μολόχες αστροβολούσανε γεμάτες δάκρυα. Αντίκρυ μας, σύρριζα στο λόφο του Προφήτη Ηλία, έτρεχε ήσυχα ένα ρυάκι λαγαρό, γιατί η λάσπη του είχε κατασταλάξει στο βυθό. Απάνου στο ρέμα πλήθος ζουζούνια είχανε υψωθεί στον αέρα και τα φτεράκια τους λαμποκοπούσανε. Μια ακρίδα άρχισε να πηδά ανάμεσα στα ξερά αγκάθια. Δύο κοριτσόπουλα που είχανε ξεμακρύνει από τις στράτες προς τη «γωνιά του Λένιν» κοιτόντανε ξαπλωμένα στον άμμο. Τα φουστάνια τους είχανε τραβηχτεί ίσαμε το γόνατο. Κι οι γάμπες, γερές, καλοδεμένες και λέφτερες αστράφτανε κι αυτές όλο νιάτα ανάμεσα στεριάς, ουρανού και πελάου! Τίποτες άλλο. Το γραφείο μας απαγορεύει αυστηρά κάθε «τίποτες». Ολα κι όλα. Η αισθηματική ζωή των συντρόφων, όπως κι όλη τους η ζωή, είναι πειθαρχημένη!…
Ψηλά από το μετερίζι μας χαιρόμαστε κατάντικρά μας τ’ ολόφωτο εξαϋλωμένο όραμα του χωριού, κρεμασμένο από το λόφο του, απάνου στη θάλασσα. Αφού έχουμε κόψει το τσιγάρο για λόγους… υγείας, φλυαρούμε περί ανέμων και υδάτων. Και περί Τέχνης. Δύο αναστημένοι νεκροί.
– Ολο αυτό το χωριό τι εξαίσιο θέαμα φαίνεται, άμα το κοιτάς σαν ένας εστέτ. Οταν όμως θυμηθείς τα υγρά, τα σκοτεινά, τα φονικά στενοσόκακα, τα γεμάτα από όλες τις ακαθαρσίες· όταν θυμηθείς τη φτώχεια και την αθλιότητα της ζωής των ανθρώπων, το πνευματικό τους σκοτάδι, την εγκατάλειψή τους στη μοίρα τους· όταν θυμηθείς πως είναι τα θύματα μιας κοινωνικής βίας κι εκμετάλλευσης, που αφού τους πιει το αίμα, τους βουλιάζει όσο βαθύτερα μπορεί στην άγνοια, τότες η ομορφιά του οράματος χάνεται και αναδύεται το πραγματικό «νόημα» του τοπίου. Η ψυχή του. Ενας καλλιτέχνης που δε βλέπει αυτή την ψυχή θα αποδώσει μια ομορφιά όσο θέλει εντυπωσιακή, μα πάντα επιφανειακή, στατική, ψεύτικη. Το έργο του μπορεί να αρέσει, μα ποτές δεν θα κινήσει τη σκέψη μας. Τη ναρκώνει. Κι αν το έργο του είναι ρεαλιστικό, ο ρεαλισμός του θα είναι αφαιρεμένος, άδειος, χωρίς περιεχόμενο. Η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο ρεαλισμό, που έχει για σκοπό του την πιστότητα της αντιγραφής (ή αναδημιουργίας) των φυσικών και ανθρωπίνων «αντικειμένων» και στο ρεαλισμό που ζητάει να συνειδητοποιήσει την κοινωνική σημασία τους είναι η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο νεκρό «σκήνωμα» και στο «πνεύμα» (οι όροι συμβατικοί). Αυτή η διαφορά καθορίζει από τη μια μεριά τη ματαιότητα του αισθητικού και κριτικού ρεαλισμού και από την άλλη την επαναστατικότητα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
– Αυτό το αποτέλεσμα το πετυχαίνουν οι εικαστικές τέχνες ίσαμε ένα βαθμό. Ο Βελάσκεθ, ο Κουρμπέ, η γοτθική τέχνη, η ολαντέζικη σχολή, μας δώσανε υπέροχα ρεαλιστικά κομμάτια από τη ζωή. Αυτοί μας γνωρίσανε την εποχή τους· όλοι οι άλλοι μας δώσανε το… άπειρο! Για κείνους τους καιρούς, που δεν υπήρχε συνείδηση κοινωνικού αγώνα, μα Θεός πατήρ των πάντων, ο αισθητικός αυτός ρεαλισμός ήτανε μεγάλο κατόρθωμα. Σήμερα όμως ο κοινωνικός αγώνας είναι στην πρώτη γραμμή των αξιών. Αυτό πήρε τη θέση τού Υπέρτατου Οντος. Ο άνθρωπος έγινε κύριος της Τέχνης του. Η αστική τέχνη, είτε ρομαντική, είτε ρεαλιστική, είτε κλασική, απομονώνει το άτομο (το άτομο που δεν δουλεύει) και το βάζει αντιμέτωπο σ’ όλη την κοινωνία. Και όταν ο ρεαλισμός είναι κριτικός, περιορίζεται στο να δείξει τα κακά, την αδικία, την απανθρωπιά του καθεστώτος, μα δε δίνει καμία λύση στο πρόβλημα. Ζητάει να διορθώσει όλα τούτα τα στραβά μέσα στα πλαίσια του συστήματος και με την καλή θέληση ή τη μόρφωση των ατόμων, χωρίς να θίξει τη βάση του συστήματος. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός κάμνει ήρωά του τον άνθρωπο της δουλειάς, αυτόν, που αγωνίζεται με πίστη και αισιοδοξία μαζί με όλην την κοινωνία για τη δημιουργία του σοσιαλιστικού πολιτισμού. Ετσι ο καλλιτέχνης μεταβάλλεται από ναρκωτής των ψυχών σε «αρχιτέκτονα των ψυχών». Νομίζω πως αυτό το αποτέλεσμα το πετυχαίνουνε πλατύτερα οι τέχνες του λόγου, γιατί διαθέτουν περισσότερο από τις εικαστικές τέχνες το μεγάλο μέσο της δράσης και της περιγραφής.
– Δεν υπάρχει αμφιβολία. Αυτό όμως δε θα πει πως οι εικαστικές τέχνες απαλλάσσονται από το χρέος να δημιουργούνε απάνου σ’ αυτή τη γραμμή. Και το παραμικρότερο κομματάκι από τις βιομηχανικές τέχνες παίρνει την κοινωνική του σημασία, άμα ο δημιουργός του τη νιώθει και ξέρει να τη δώσει. Αυτή η μουσική, που εκφράζεται με το πιο πνευματικό μέσο, μπορεί μια χαρά να κάνει αυτό το χρέος. Μην ξεχνάμε πως και το ρομαντικό ακόμα στοιχείο δεν είναι ασυμβίβαστο με το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, όπως είπε ο Ζντάνωφ. Γίνεται κι αυτό επαναστατικό εργαλείο, γιατί όλη η ζωή του κόμματός μας, όλη η ζωή της εργατικής τάξης είναι ένας συνδυασμός της πιο σκληρής, της πιο νηφάλιας δουλειάς με το μεγαλύτερο ανθρώπινο ηρωισμό και με τις πιο μεγαλειώδικες προοπτικές».
– Για μας όμως, που κάνουμε τέχνη επαναστατική μέσα στα καπιταλιστικά καθεστώτα, αυτό το χρέος είναι κάπως διαφορετικό. Εμείς δεν αγωνιζόμαστε να οικοδομήσουμε το σοσιαλιστικό πολιτισμό, μα να ρίξουμε το αστικό κοινωνικό σύστημα. Συναντιόμαστε όμως με τους Ρώσους σε ένα σημείο. Οτι, όπως κι αυτοί, έτσι και μεις προσπαθούμε να αισθητοποιήσουμε το «αύριο» του κόσμου. Κι αυτό το «αύριο», με το να μην είναι ουτοπία, μα ιστορική αναγκαιότητα, αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή της έμπνευσής μας και τη μεγαλύτερη ζωντάνια και δύναμη της τέχνης μας – εννοώ εκείνων που έχουνε ταλέντο.
Ο ήλιος άρχισε να γέρνει. Μια λεπτή ψύχρα άρχισε να μας ζώνει. Το βαπόρι δεν ήρθε. Κατεβήκαμε στο χωριό όπως ήρθαμε. Για να παραδοθούμε στο μεγαλύτερο οχτρό μας, την κρύα νύχτα του Αϊ-Στράτη.
Και τώρα να με συμπαθήσει ο φίλος Στρατηγόπουλος αν δεν αποδίδω τα λόγια του σωστά. Περιττό να διαμαρτυρηθεί. Πώς να τα θυμούμαι καταλεπτώς όλα τα λόγια ενός… νεκρού από τον… «άλλο κόσμο»!