Λάκης Λαζόπουλος: Υπηρέτης δύο αφεντάδων
Ο Λαζόπουλος υπηρέτησε στη διαδρομή του δύο αφεντάδες. Αρχικά την πολιτική σάτιρα και ακολούθως τον μεγαλύτερο εχθρό της: την εξουσία.
Κάθε τέχνη παίρνει θέση και είναι πολιτική -ακόμα κι αν δε θέλει να το παραδεχτεί. Η σάτιρα είναι εύστοχη, μόνο όταν παίρνει θέση ενάντια στην εξουσία και τα κακώς κείμενα. Και ο Λάκης Λαζόπουλος είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα που αποδεικνύει τα παραπάνω, από την καλή αλλά και από την ανάποδη.
Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 6 Μάη του 1956 στη Λάρισα και το βαφτιστικό του όνομα είναι Απόστολος -από το οποίο προήλθε το χαϊδευτικό του. Σπούδασε Νομική στο Δημοκρίτειο της Θράκης, όπου άρχισε να γράφει τα πρώτα θεατρικά του κείμενα. Συνδέθηκε στην Αθήνα με την “Ελεύθερη Σκηνή”, τη μετεξέλιξη του “Ελεύθερου Θεάτρου”, και με το είδος της επιθεώρησης, που τον καταξίωσε μες στη δεκαετία του ’80, μολονότι δεν πέρασε ποτέ από Δραματική Σχολή.
Στην παραπάνω εικόνα (πηγή: Θεατρικό Πρόγραμμα) μπορεί να δει κανείς πολλά από τα ονόματα που έλαμψαν τις επόμενες δεκαετίες, και μαζί τους τον Μίμη Φωτόπουλο, αλλά και τον Παντελή Βούλγαρη με τον οποίο συνεργάστηκε ο Λαζόπουλος.
Το επόμενο διάστημα, ο Λαζόπουλος τράβηξε πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας για διάφορους λόγους. Το ’86 ανεβάζει την Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, με τον ίδιο στον πρωταγωνιστικό ρόλο, και ψυχραίνεται με την Βουγιουκλάκη που ανέβασε το ίδιο έργο. Έναν χρόνο μετά όμως η Αλίκη προσφέρθηκε οικειοθελώς να καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισης του Λαζόπουλου, που συνελήφθη μαζί με την Άννα Παναγιωτοπούλου, συμπρωταγωνίστριά του στην παράσταση “τι είδε ο Γιαπωνέζος”, καθώς θεωρήθηκε πως εξύβριζε τον Σαρτζετάκη (που ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας) και προκάλεσε εισαγγελική παρέμβαση! Στο τέλος της ίδιας χρονιάς, αναγκάστηκε να υπηρετήσει για έξι μήνες στον στρατό, αν και είχε προσπαθήσει να αποφύγει να καταταχθεί, προφασιζόμενος ψυχολογικούς λόγους.
Η απογείωση στην κορυφή θα ερχόταν το 1990 με την παράσταση “Ήταν ένα μικρό καράβι”, με τον Θάνο Μικρούτσικο να υπογράφει τη μουσική. Το έργο φιλοξενήθηκε και στη συχνότητα του MEGA, ανοίγοντας τον δρόμο για τη συνεργασία με το κανάλι και τους “10 Μικρούς Μήτσους”, που θα τον καθιέρωναν στο ευρύ κοινό.
Στους Μήτσους ο Λαζόπουλος υποδύεται μια σειρά διαφορετικούς χαρακτήρες (που με τον καιρό ξεπέρασαν κατά πολύ τους δέκα) και ξεδιπλώνει το υποκριτικό του ταλέντο, παράλληλα με τη συγγραφή των κειμένων για τις σκηνές που θυμίζουν σκετς επιθεώρησης. Η σειρά θεωρείται δικαίως από τις κορυφαίες στιγμές του, από τα καλύτερα δείγματα κοινωνικής – πολιτικής σάτιρας, που ανέβασε όμως τον πήχη σε ύψη που ο ίδιος δεν έφτασε ποτέ, ούτε καν όταν προσπάθησε να αναβιώσει τηλεοπτικά τους “Μήτσους” στον ΑΝΤ-1.
Το 2000 η γνωστή υπόθεση με το κότερο φέρνει αναπόφευκτα ένα πισωγύρισμα στην καριέρα του. Ουσιαστικά ο Λαζόπουλος καταφέρνει να αφήσει πίσω του τα απόνερά της μόλις μερικά χρόνια αργότερα, με την επιτυχία που γνωρίζει το Αλ Τσαντίρι Νιουζ, όπου υπάρχει άμεση διάδραση με το κοινό του, όπως ακριβώς στο θέατρο.
Αρχικά ο Λαζόπουλος έδωσε και διαφορετικά δείγματα, φιλοξενώντας ενάντια στο ρεύμα και το άνυδρο τηλεοπτικό τοπίο φωνές από το μαζικό κίνημα -όπως τους φοιτητές την περίοδο του κινήματος για την υπεράσπιση του Συνταγματικού Άρθρου 16.
Σταδιακά η συνταγή άλλαξε και ο Λαζόπουλος κατέφυγε σε ευκολίες, τηλεοπτικό σχολιασμό, και φτηνά αστεία (όπως με τις περιβόητες κλανιές). Η εκπομπή του και η σάτιρά του έχαναν σε ποιότητα ό,τι κέρδιζαν σε τηλεθέαση και αυτό μόνο άσχετο δεν ήταν με την πολιτική του τοποθέτηση, καθώς έφτασε στο σημείο να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εκλογικά εργαλεία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και απολογητής του ΠΑΣΟΚ νωρίτερα. Δύσκολα μπορεί να ξεχάσει κανείς πώς θόλωνε τα νερά ακόμα και την άνοιξη του ’10 για τον ΓΑΠ που έχει την ευκαιρία να έρθει με τον λαό, ή ένα φαιδρό σκετς και το καραβάνι με τις καμήλες που λοξοδρομεί, αλλά βρίσκει τελικά τον προορισμό του -υψηλός συμβολισμός για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Όλα αυτά συνοδεύονταν με αρκετά χολερικά σχόλια για το ΚΚΕ, “που είναι συντηρητικό κόμμα” και “στηρίζει τη δεξιά”, ενώ “έχει κλείσει η κεντρική αντιπροσωπία”, που μόνο ένας ακροδεξιός θα έλεγε με τέτοια συχνότητα. Τα χυδαία σχόλιά του έφτασαν μάλιστα σε σημείο που ανάγκασε τη δική μας Ελένη Γερασιμίδου, με την οποία ήταν κάποτε στενοί φίλοι, να δηλώσει δημόσια πως δεν πρόκειται να πάει ποτέ ξανά σε δική του εκπομπή. Και όμως, ο Λαζόπουλος πέρασε από την ΚΝΕ όταν ήταν φοιτητής στην Κομοτηνή και θεωρητικά παρέμενε αριστερός. Όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ ίσως…
Από τα κατά καιρούς κριτικά σημειώματα του Ριζοσπάστη για τον Λαζόπουλο παραθέτουμε τα εξής:
“Γράμμα” στον Λάκη Λαζόπουλο, του Νίκου Σοφιανού από το 2008.
Όταν μπερδεύεται η υποκριτική με την υποκρισία, από το προεκλογικό φθινόπωρο του 2014.
Καταλάβαμε, από το 2018, για όσα άθλια είπε σε μια συνέντευξή του στην ΕΦΣΥΝ.
Κάποιοι μπορεί να πουν ότι ο Λαζόπουλος ήταν πάντα ΠΑΣΟΚ -από όταν έφυγε από την ΚΝΕ- αλλά κάθε εποχή έχει το ΠΑΣΟΚ -και τον Λαζόπουλο- που της ταιριάζει. Παλιότερα ήταν πιο ριζοσπαστικός και με περισσότερες αιχμές, σήμερα απολογητής της ροζ, μνημονιακής Αριστεράς και του συστήματος.
Σε κάθε περίπτωση, το βασικό που απέδειξε με τη διαδρομή του είναι το συμπέρασμα που αναφέραμε και εισαγωγικά: όταν η τέχνη γίνεται ένα με την εξουσία, παίρνει πολιτική θέση μεν, παύει να είναι πετυχημένη ως σάτιρα δε. Για να θυμηθούμε και ένα γνωστό θεατρικό έργο, ο Λαζόπουλος έγινε στη διαδρομή του υπηρέτης δύο αφεντάδων. Αρχικά υπηρέτησε την πολιτική σάτιρα και αργότερα τον μεγαλύτερο εχθρό της: την εξουσία…
Αναλυτικά βιογραφικά στοιχεία, μπορεί να δει κανείς στην επίσημη σελίδα του, καθώς επίσης και εδώ.