Λίνα Μενδώνη – “Οι καλλιτέχνες χρειάζονται επιχειρηματική καθοδήγηση για να μην έχουν πάντα ανάγκη κάποιον άλλον”
Η Λίνα Μενδώνη ισχυρίστηκε πως ο καλλιτέχνης θα “πρέπει να πατάει στα δικά του πόδια” για να μην είναι ευάλωτος σε χειραγώγηση (!).
Εξαιρετικά αποκαλυπτικά σχετικά με το πώς βλέπει το υπουργείο πολιτισμού και συνολικά η κυβέρνηση του ρόλου του καλλιτέχνη ήταν τα όσα είπε στην ομιλία της στη βουλή η Λίνα Μενδώνη, στη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου για το “Κέντρο Πολιτισμού και Δημιουργίας ΑΚΡΟΠΟΛ” στο χώρο του ομώνυμου ιστορικού ξενοδοχείου της Αθήνας.
Η υπουργός πολιτισμού, αν και αρνήθηκε τις αιτιάσεις ότι με την ίδρυση του νέου φορέα η κυβέρνηση εμπορευματοποιεί παραπέρα το χώρο της τέχνης, ουσιαστικά έδωσε ρεσιτάλ ακριβώς υπέρ της μετατροπής των καλλιτεχνών “σε μάνατζερ και διαχειριστές”, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της. Η ίδια επεσήμανε πως “ο πολιτισμός, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, αναγνωρίζεται σαφώς ως ‘διακριτός τομέας της οικονομίας, που χρησιμοποιεί πόρους, παράγει προϊόντα και υπηρεσίες, δημιουργεί εισόδημα και θέσεις εργασίας, δημιουργεί μετρήσιμες θετικές εξωτερικές οικονομίες λόγω της διασύνδεσης του με ποικίλους κλάδους και υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες, οι οποίες αποτελούν – κατά την UNESCO και όλους τους διεθνείς Οργανισμούς – τον πλέον ανερχόμενο οικονομικά τομέα διεθνώς’.” Η υπουργός είναι σαφές ότι αντιλαμβάνεται τον πολιτισμό όχι ως δικαίωμα των πολιτών, αλλά ως ένα ακόμα δυνητικό πεδίο κερδοφορίας, με πολλά υποσχόμενες προοπτικές για όσους ενδιαφέρονται να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά στον τομέα. Πρόσθεσε το νομοσχέδιο δέχεται κριτική επειδή “σκοπεύει μεταξύ άλλων να καλλιεργήσει δεξιότητες και να παράσχει στους καλλιτέχνες εργαλεία και τεχνογνωσία για την αξιοποίηση ευκαιριών και την εξεύρεση πόρων”, ουσιαστικά δηλαδή να τους μετατρέψει – περισσότερο από ό,τι ήδη γίνεται – σε επιχειρηματίες ή σε κυνηγούς χορηγών, αντί να είναι αφοσιωμένοι στο έργο τους και τη γενικότερη προσφορά τους στο κοινωνικό σύνολο. Για να ενισχύσει μάλιστα το επιχείρημά της, η Λίνα Μενδώνη υποστήριξε πως “Πάνε πολλά χρόνια που οι καλλιτέχνες προσπαθούν να λειτουργήσουν με συμπράξεις, είτε πρόκειται για θιάσους, είτε πρόκειται για συνεργατικά μουσικά σχήματα, είτε πρόκειται για κοινές εκθέσεις τέχνης, άρα βάσιμα τους ενδιαφέρει το να μπορούν να εκπροσωπούν αποτελεσματικά τις καλλιτεχνικές τους δομές και να τις διασυνδέουν με το ευρύτερο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι”, παρουσιάζοντας δηλαδή σχήματα που γίνονται λόγω ανάγκης μέσα στα χρόνια της κρίσης ως ένδειξη του κρυφού “επιχειρηματικού δαιμονίου” των καλλιτεχνών.
Το αποκορύφωμα ωστόσο ήταν όταν η Λίνα Μενδώνη ισχυρίστηκε πως ο καλλιτέχνης θα “πρέπει να πατάει στα δικά του πόδια” για να μην είναι ευάλωτος σε χειραγώγηση (!), παραδεχόμενη πως η πρόταση του υπουργείου “εμπεριέχει την παραδοχή ότι οι καλλιτέχνες, πράγματι, χρειάζονται επιχειρηματική καθοδήγηση για να μην έχουν πάντα ανάγκη κάποιον άλλον”. Η υπουργός δηλαδή υποστηρίζει ούτε λίγο ούτε πολύ ότι δεν υφίσταται χειραγώγηση όταν ο καλλιτέχνης είναι εξαρτημένος από κάποιον επιχειρηματία ή όταν ο ίδιος λειτουργεί με τη λογική του κέρδους.
Απόλυτα δικαιολογημένη λοιπόν είναι εκτίμηση του ειδικού αγορητή του ΚΚΕ, Γιάννη Δελή, σχετικά με το νομοσχέδιο, ότι δηλαδή “η δεσπόζουσα θέση του είναι η εμπορευματική αντίληψη για την τέχνη και τον πολιτισμό”. Πρόσθεσε επίσης πως”η εισαγωγή της αιτιολογικής έκθεσης θυμίζει διάλεξη σε οικονομικό πανεπιστήμιο περισσότερο, παρά σε νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού”, ενώ τόνισε πως: “Στόχος σας, είναι μέσα και από τη δραστηριότητα του Κέντρου να μειωθούν οι πολλές μικρές επιχειρήσεις, οι μεμονωμένοι αυτοαπασχολούμενοι καλλιτέχνες, για να συγκεντρωθεί η καλλιτεχνική παραγωγή σε μεγαλύτερες”. Αναδεικνύοντας τη βαθύτερη στόχευση του νομοσχεδίου ο Γιάννης Δελής επεσήμανε ακόμα πως “στο Κέντρο αυτό και με μοχλό την επιχειρηματική του λειτουργία, θα επιχειρηθεί βαθύτερος έλεγχος των ιδεολογικών κατευθύνσεων της τέχνης στη χώρα μας, με την επιλεκτική ανάδειξη και επιδότηση καλλιτεχνικών αντιλήψεων και καλλιτεχνών. Θα επιχειρηθεί, δηλαδή, η ακόμη μεγαλύτερη, η πιο συνειδητή στράτευση της τέχνης στις σάπιες αξίες του βάρβαρου συστήματος που ζούμε”.