Μάνος Κατράκης – Ο βουβός κινηματογράφος, οι μεγάλοι ρόλοι, η ένταξη στο ΚΚΕ, η Μακρόνησος: «Πορεύτηκα μάλλον έντιμα στη ζωή μου…»
Επιβλητική φυσιογνωμία, ψηλός, ευθυτενής, με χαρακτηριστική ηχηρή φωνή και έναν αέρα αριστοκρατικότητας, υποδυόταν συνήθως χαρακτήρες στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας (βασιλείς, γαιοκτήμονες-τσιφλικάδες, εφοπλιστές, βιομηχάνους, πολιτικούς κλπ).
Ο Μάνος Κατράκης (14 Αυγούστου 1908-2 Σεπτεμβρίου 1984) ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Στο θέατρο συνεργάστηκε με ιερά τέρατα όπως ο Μυράτ και η Κοτοπούλη κερδίζοντας τον θαυμασμό και των πιο απαιτητικών κριτικών, ενώ μέσω του κινηματογράφου έγινε γνωστός και αγαπητός σε όλους τους Έλληνες. Επιβλητική φυσιογνωμία, ψηλός, ευθυτενής, με χαρακτηριστική ηχηρή φωνή και έναν αέρα αριστοκρατικότητας, υποδυόταν συνήθως χαρακτήρες στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας (βασιλείς, γαιοκτήμονες-τσιφλικάδες, εφοπλιστές, βιομηχάνους, πολιτικούς κλπ).
Γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1908 στο Καστέλι Κισσάμου, στην Κρήτη. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης. Πριν συμπληρώσει τα 10 του χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, καθώς οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαιναν και τόσο καλά και θεώρησαν πως η πρωτεύουσα θα προσέφερε περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες από τη Μεγαλόνησο.
“…Εγώ βέβαια δεν ξεκίνησα για ηθοποιός. Δεν ήξερα καλά-καλά τι θα πει θέατρο. Ξεκίνησα για μια πιο θετική δουλειά. Δηλαδή στην αρχή ήμουνα αφιονισμένος με τη θάλασσα, ήθελα να γίνω ναυτικός. Κάναμε ένα γαμπρό που ανακατευόταν με τις οικοδομές, ήθελε να με κάνει μηχανικό οικοδομών, πήγα στο μικρό Πολυτεχνείο, δεν το τελείωσα, τελικά, συμπτωματικά τελείως, βρέθηκα στο θέατρο. Αυτά σας τα λέω τώρα με άλματα μεγάλα, τεράστια άλματα. Τελείως συμπτωματικά βρέθηκα στο θέατρο, σ’ ένα χώρο που δεν είχα καμιά οικείωση και μπορώ να πω ότι ακόμα δεν την έχω. Θέλω να πω ότι η νοοτροπία του θεάτρου δεν μ’ έχει αιχμαλωτίσει, δεν μ’ έχει πάρει με το μέρος της εντελώς. Όπως είναι οι τρόποι που μεταχειρίζονται οι άνθρωποι στο θέατρο. Όχι ότι είναι τρόποι ανεπίτρεπτοι, όχι, αλλά χρειάζεται κάποια ευελιξία, κάποια ανοχή πολλές φορές, ίσως, κάποια ένταξη σε κάποιο ρεύμα ή σε μια αυλή ενός ισχυρού θεατρικού παράγοντα…”
Τον μικρό Μάνο γοήτευε το ποδόσφαιρο. Έπαιζε αρχικά στην ομάδα του «Κεραυνού» και μετά στον «Αθηναϊκό». Κάποια στιγμή σε νεαρή ηλικία αναγκάζεται να γίνει ο προστάτης της οικογένειας, καθώς ο πατέρας του λείπει πια συνεχώς και ο μεγαλύτερος αδελφός του Γιάννης είναι ήδη ξενιτεμένος στην Αμερική.
Γρήγορα πάντως το ταλέντο του θα ανακαλυφθεί. Εμφανίζεται για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή στην Αθήνα το 1927. Ο σκηνοθέτης Κώστας Λελούδας θα ενθουσιαστεί από το μπρίο και τη δυναμικότητα του νεαρού και έτσι ένα χρόνο αμέσως μετά θα παίξει στην πρώτη βουβή ταινία «Το λάβαρο του ’21» (1928). Ταυτόχρονα σχεδόν συμμετέχει σε θεατρικές παραστάσεις τοπικών θιάσων, όπως του «Θιάσου Νέων» του Ανδρέα Παντόπουλου και του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, μέχρις ότου καταφέρνει να μπει στο Εθνικό Θέατρο (1931).
“…Δύσκολα χρόνια, πολύ δύσκολα. Πέρασα πάρα πολύ δύσκολες στιγμές. Ήρθαν στιγμές που ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω, μάλιστα σε μια περίοδο τελείως καθοριστική της παραπέρα πορείας μου και της εξέλιξής μου. Ήτανε το 1946. Στο θέατρο «Ρεξ» έγινε ένας μικρός πειραματικός θίασος, παράρτημα του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, με την επωνυμία «Αυλαία», και με την εμπνευσμένη διεύθυνση του Τάκη Μουζενίδη, ενός σκηνοθέτη που έμελλε να γίνει ο μόνιμος σχεδόν συνεργάτης μου στα κατοπινά χρόνια, όταν έκαμα το «Λαϊκό Θέατρο». Οφείλω πολλά στη συνεργασία μου, του «Λαϊκού Θεάτρου», με τον Μουζενίδη. Τότε λοιπόν ανεβάσαμε 4 έργα: τον «Δον Κάρλος» του Σίλερ, ένα έργο επαναστατικό, το έργο του Τσβάιχ, «Του φτωχού τ’ αρνί», επίσης προοδευτικό έργο, το επαναστατικό έργο είναι «Άνθρωπος του διαβόλου» του Μπέρναρντ Σω και το κορύφωμα, το επιστέγασμα της χρονιάς εκείνης ήτανε το εγχείρημα να ανεβάσουμε την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ, που περιέχει έναν τεράστιο ρόλο, το ρόλο του Πρόσπερου, που είχε ανατεθεί σε μένα.
Εγώ ήμουνα βέβαια το βασικό στέλεχος της δουλειάς αυτής μαζί με άλλα αξιόλογα στελέχη, τον Νίκο Χατζίσκο, τον Νίκο Τζόγια, τον Γιώργο Δρακόπουλο, τον Κώστα Παππά και διάφορους άλλους. Ο ρόλος όμως έσπαγε κόκαλα, ήθελε πολλή πείρα, πολλή ωριμότητα και πολλά άλλα στοιχεία που έπρεπε να έχει ένας ηθοποιός. Με βασάνισε τόσο πολύ που κάποτε ορκίστηκα στον εαυτό μου και στο «θεό του θεάτρου» ―διότι ο «θεός του θεάτρου» είναι ξεχωριστός απ’ τους άλλους θεούς― ότι, αν αποτύχω, θα φύγω απ’ το θέατρο. Και πράγματι, βασανίστηκα πάρα πολύ για να βγάλω τον ρόλο. Το αποτέλεσμα ήταν, δυστυχώς, ευνοϊκό για τις τότε προσδοκίες μου. Γιατί λέω «δυστυχώς»; Είναι άλλο θέμα αυτό, δεν θα επεκταθώ. Θα το εξηγήσω με δυο λόγια μοναχά. Πέτυχα λοιπόν στον Πρόσπερο και φυσικά δεν έφυγα απ’ το θέατρο…”
Από κει και πέρα όλα άλλαξαν ραγδαία για τον Κατράκη. Η δεκαετία του ’30 έφερε την καταξίωσή του στο θεατρικό σανίδι, τη γνωριμία του με εξέχουσες προσωπικότητες του καιρού (όπως ήταν η φιλία του με τον μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο) αλλά και τον πρώτο του γάμο, σε ηλικία 25 ετών, με την επίσης ηθοποιό, Άννα Λώρη. Από το 1933 έπαιξε κατά σειρά με τους θιάσους Λουδοβίκου Λούη, Μήτσου Μυράτ, Βασίλη Αργυρόπουλου και Μαρίκας Κοτοπούλη μέχρι το 1935, όταν επαναπροσλήφθηκε από το Εθνικό θέατρο.
Ο γάμος του τέλειωσε σύντομα και γρήγορα ήρθε ο πόλεμος κι η κατοχή. Συμμετείχε στο μέτωπο και πολέμησε γενναία αλλά δραματικά γεγονότα στιγμάτισαν την τότε ζωή του: ένας δεύτερος γάμος που κι αυτός δεν ορθοπόδησε, ο χαμός κατά τη γέννα των μοναδικών δίδυμων παιδιών του. Το 1943, όταν ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού θεάτρου Θεσσαλονίκης.
Ο Κατράκης εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της Κατοχής, και πολέμησε στην Εθνική Αντίσταση. Η πεισματική άρνησή του να υπογράψει “δήλωση μετανοίας και αποκήρυξης των κομμουνιστικών ιδεών” οδήγησε σε διώξεις, βασανιστήρια και εξορία στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη για σχεδόν επτά χρόνια. Η φιλία του και η κοινή πορεία με συναγωνιστές του, όπως ο Γιάννης Ρίτσος και ο Γιάννης Χοντζέας, τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει τις δραματικές αυτές στιγμές. Ταυτόχρονα είχε τη δύναμη να εμψυχώνει όποιον σύντροφό του συναντούσε στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη.
“…Παρά τους βασανισμούς, παρά τα μαρτύρια, παρά τις κακουχίες, πιστέψτε με, είχαμε κάποιες στιγμές που αναπνέαμε καθαρό αέρα, με καταλαβαίνεις; Εδώ δεν τις έχουμε ούτε αυτές τις στιγμές. Αυτό που σου λέω είναι γεγονός. Μπορεί στη Μακρόνησο να με λιανίσανε στο ξύλο, αλλά όταν την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησα και πήρα μια βαθιά ανάσα, ανάπνευσα ιώδιο, αέρα καθαρό, και ο αέρας ο καθαρός και το ιώδιο, πίστεψέ με, ήταν τα γιατρικά και τα φάρμακά μας την εποχή εκείνη…”
Όταν πια στις αρχές της δεκαετίας του ’50 επιστρέφει στην Αθήνα οριστικά, το μετεμφυλιακό κλίμα είναι βαρύ. Λίγες πόρτες ανοιχτές, λίγες δουλειές. Αναγκάζεται να εργαστεί ευκαιριακά (στο ραδιόφωνο στην αρχή) αλλά σιγά-σιγά κατορθώνει να πάρει μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Το 1951 – 1952 διοργανώνει «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Το 1952 πρωταγωνίστησε στον «Προμηθέα» του Αισχύλου με τον Θυμελικό θίασο του Καρζή σε Δελφούς και Αθήνα, όπου μετά την παράσταση δέχεται την έκφραση συγχαρητηρίων από τους Βασιλείς. Ακολούθως πρωταγωνίστησε στον θίασο της Κοτοπούλη και το 1953 οργάνωσε δικό του θίασο. Από το 1954 είναι πρωταγωνιστής του «Θεάτρου Αθηνών» και από το επόμενο έτος του «Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου», στο οποίο ανέβαιναν συνεχώς παραστάσεις και με μεγάλη επιτυχία.
“…Πριν από τριάντα χρόνια αντίκρισα για πρώτη φορά τα φώτα της ράμπας από τη μικρή κι αξέχαστη σκηνούλα του θεάτρου των «Νέων του Παγκρατιού». Ήταν μια νύχτα του Ιουνίου του 1928. Γιάννης Ξανθάκης λεγόταν ο άνθρωπος που με πήρε απ’ το χέρι και με πήγε στο «Ντελίς», στην πρόβα του θιάσου, που έπαιζε κείνη την εποχή στο Παγκράτι υπό τους Παντόπουλο και Νικολόπουλο. Σήμερα, ύστερα από τρεις δεκαετηρίδες, έχω τη μεγάλη ευτυχία να διευθύνω το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο…”
Στα 1954 θα γνωρίσει την πιο σημαντική σύντροφο της ζωής του και μετέπειτα σύζυγό του (τρίτη και τελευταία), τη Λίντα Άλμα μετά από μία θεατρική πρεμιέρα. Από κείνη τη μέρα και μετά δε θα τους χωρίσει τίποτα, μονάχα ο θάνατος του μεγάλου ηθοποιού, τριάντα χρόνια αργότερα.
Η επόμενη περίοδος ήταν η πιο λαμπρή για τον Κατράκη, τον καθιέρωσε και τον καταξίωσε ως μεγάλο άνθρωπο της τέχνης στη συνείδηση όλων.
Οι μεγάλες αγάπες του Μάνου Κατράκη ήταν, εκτός από το θέατρο και την τέχνη (σκιτσάριζε και έγραφε ποίηση), οι γυναίκες και ο ιππόδρομος. Πολλά έχουν ειπωθεί για αυτά του τα πάθη, ωστόσο το μόνο αναμφισβήτητο είναι το αστείρευτο και φυσικό του ταλέντο, η υπέροχη φωνή του (π.χ. όταν απαγγέλλει το «Άξιον Εστί» του Ελύτη ή το «Πέντε η ώρα που βραδιάζει» από τον Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας του Λόρκα), τα αδιαπραγμάτευτα ιδανικά του.
“…Όταν ήμουν στο Εθνικό Θέατρο οι σκηνοθέτες μεταξύ τους είχαν αντιζηλίες, ο ένας είχε τη μία του αυλή, ο άλλος την άλλη του αυλή, οι διευθυντές είχαν τα σαλόνια τους με τις αυλές τους κλπ. Εγώ δεν ήμουνα ποτέ ικανός να ενταχθώ πουθενά. Και καταλαβαίνετε ότι όλη αυτή η ιστορία μου δημιούργησε κάποιες δυσκολίες. Μιλώντας για τον εαυτό μου και συνοψίζοντας αυτά πού σας λέω και με πολλά άλλα γεγονότα που για να τα πούμε χρειάζονται ίσως μέρες και όχι ώρες, εκείνο που μπορώ να πω για τον εαυτό μου υπεύθυνα ―χαίρομαι που είμαι σε θέση στα 75 μου χρόνια να το διαπιστώνω και να το λέω― είναι ότι η ζωή μου υπήρξε μια ζωή φαινομενικά ήρεμη, ουσιαστικά όμως φοβερά ανήσυχη, φαινομενικά ίσως λίγο άτονη, ουσιαστικά φοβερά έντονη και αγωνιστική…”
Η συνεχής καταπόνηση του οργανισμού του δημιούργησε με τον καιρό προβλήματα και η υγεία του εξασθένησε. Μανιώδης καπνιστής, σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του, αρνήθηκε να ακολουθήσει αυστηρό πρόγραμμα θεραπείας. Έτσι, λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας, στην οποία πρωταγωνίστησε -το Ταξίδι στα Κύθηρα με σκηνοθέτη τον Θόδωρο Αγγελόπουλο- άφησε την τελευταία του πνοή στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, σε ηλικία 76 ετών,μετά από μάχη, με τον καρκίνο του πνεύμονα. Μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν μέλος του ΚΚΕ. Κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
“…Το συμπέρασμά μου είναι ότι πορεύτηκα μάλλον έντιμα στη ζωή μου, και στην πολιτική και στην ιδιωτική, και στην επαγγελματική μου ζωή. Και κει ίσως οφείλω ένα πάρα πολύ μεγάλο μέρος της σημερινής τοποθέτησης που έχει κάνει ο κόσμος στη δουλειά μου: στην εντιμότητά μου, στο ότι δεν είμαι άνθρωπος των παραχωρήσεων, των υποχωρήσεων…”
Επιλεκτική ταινιογραφία
Το λάβαρο του ’21 (1929) …. Δήμος
Έτσι κανείς, σαν αγαπήσει (1931)
Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας (1932)
Καταδρομή στο Αιγαίο (1946) …. Ραΐδης
Μαρίνος Κονταράς (1948) …. Μαρίνος Κονταράς
Εύα (1953)
Μαγική πόλις (1954)
Ο δρόμος με τις ακακίες (1956) …. Χρήστος Βρανάς
Φλογέρα και αίμα (1961)
Αντιγόνη (1961) …. Κρέων
Συνοικία το όνειρο (1961) …. νεκροφόρα
Ηλέκτρα (1962)… παιδαγωγός
Τα κόκκινα φανάρια (1963) …. καπετάν Νικόλας
Ένας ντελικανής (1963) …. πατέρας
Ο αδελφός Άννα (1963) …. πάτερ Βασίλειος
Αθώα ή ένοχη (1963)
Ενωμένοι στη ζωή και στο θάνατο (1964) …. καπετάν Στράτος
Προδοσία (1964) …. Βίκτωρ Καστριώτης
Διωγμός (1964) …. παπάς
Οι επικίνδυνοι (1964)
Ιστορία μιας ζωής (1965) …. Μικές Παπαδήμας
Σπαραγμός (1965) …. Δημήτρης Νταλίκης
Το μπλόκο (1965) …. Ηλίας
Το χώμα βάφτηκε κόκκινο (1965)… Χορμόβας
Η έξοδος του Μεσολογγίου (1965)
Κατηγορώ τους ανθρώπους (1966) …. δικηγόρος, Ελευθέριος Δημητρόπουλος
Ο κατατρεγμένος (1966) …. Λάμπρος Σαριόγλου
Έρωτας στην καυτή άμμο (1966) …. Νικόλας
Τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή (1966)
Δάκρυα για την Ηλέκτρα (1966) …. Τάσος Πετρίδης
Αιχμάλωτοι του πεπρωμένου (1966) …. Χρήστος
Έχω δικαίωμα να σ’ αγαπώ (1966)
Σκλάβοι της μοίρας (1966)
Κοντσέρτο για πολυβόλα (1967)…. υποστράτηγος Γ. Καραγιαννόπουλος “Δαρείος”
Ο δραπέτης (1967) …. Νικόλας
Ο Λαμπίρης εναντίον παρανόμων (1967)
Ξεριζωμένη γενιά (1968) …. Μάνθος
Θα κάνω πέτρα την καρδιά μου (1968) …. Παντελής
Η λυγερή (1968) …. Κωνσταντής Ματρόζος
Ας με κρίνουν οι γυναίκες (1968) …. Άγγελος Μπαρτής
Το κανόνι και τ’ αηδόνι (1968)
Η καρδιά ενός αλήτη (1968) …. Μάνος Σαρρής
Τόσα όνειρα στους δρόμους (1968)
Η λεωφόρους του μίσους (1968)
Φίλησέ με πριν φύγης για πάντα (1968)
Η λεωφόρος της προδοσίας (1969) …. Γερακάρης
Κυνηγημένη προσφυγοπούλα (1969) …. Αργύρης
Κακός, ψυχρός κι ανάποδος (1969) …. Αλέκος Βαλίρης
Ο πρόσφυγας (1969) …. Αθανάσιος Δαούτης
Για την τιμή και τον έρωτα (1969) …. Παύλος Κλαδάς
Η σφραγίδα του Θεού (1969)… καπετάν Γιάννης
Η ζούγκλα των πόλεων (1970) …. Λυσίας Σέκερης
Ορατότης Μηδέν (1970) …. Χορστ Ρίχτερ
Κατηγορώ τους δυνατούς (1970) …. Λάμπρος Κονταρίνης
Εσένα μόνο αγαπώ (1970) …. Βύρων Δέρκος
Αυτοί που μίλησαν με τον θάνατο (1970)
Κατάχρησις εξουσίας (1971)… Κανέλλος Βασιλόπουλος
Με φόβον και πάθος (1972) …. Αλέξανδρος Βιάσκος
Αντάρτες των πόλεων (1972) …. πατέρας Φώτη
Η Αλίκη δικτάτωρ (1972) ….(Ελευθέριος)
Η δίκη των δικαστών (1974) …. Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Κραυγή γυναικών (1978) …. Κρέων
Ο ήλιος του θανάτου [1978]]
Ελευθέριος Βενιζέλος: 1910-1927 (1980) …. Πέτρος
Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο (1980) …. Νικόλαος Πλαστήρας
Τα χρόνια της θύελλας (1984) ….
Ταξίδι στα Κύθηρα (1984) …. Σπύρος
— Τα βιογραφικά στοιχεία προέρχονται από την ιστοσελίδα της Ανωτέρας Δραματικής Σχολής Ίασμος του Βασίλη Διαμαντόπουλου (εδώ).
— Τα ένθετα αποσπάσματα είναι από συνέντευξη του Μάνου Κατράκη που παρουσίασε η Κατιούσα (εδώ).
Δες ακόμα:
Μάνος Κατράκης: «Οι καλύτερες διακοπές μου ήταν η περίοδος της πεντάχρονης εξορίας μου»