Αποχαιρετισμός στο φαρμακοποιό του “Ρετιρέ” – Ή μήπως στο ανθρωπάκι της Μονόπολης;
Οι αναμνήσεις από το παρελθόν φαντάζουν ασφαλές καταφύγιο, ακόμα και αντίδοτο για ένα ασπρόμαυρο παρόν με αβέβαιες προοπτικές για το μέλλον.
Προχτές πέθανε σε ηλικία 90 ετών ο ηθοποιός Νίκος Κούρος. Αν κάποιος ακούσει το όνομα, χωρίς να έχει την εικόνα του, πιθανόν να μην καταλάβει για ποιον πρόκειται. Αλλά αν του πεις πως ήταν αυτός που έπαιζε στο “Ρετιρέ” το φαρμακοποιό και το αμόρε της Κατερίνας Γιουλάκη, λογικά κάτι θα λάμψει μέσα του και στην όψη του: Α ναι!…
Η μανιέρα και οι χαρακτηριστικοί, αναγνωρίσιμοι ρόλοι, είναι κατά μία έννοια ευλογία και τρόπος επιβίωσης για τους ηθοποιούς. Κάποιοι όμως τους αποφεύγουν σαν κατάρα, για να γλιτώσουν την τυποποίηση και μια διαχρονική ταύτιση που θα τους περιορίζει καλλιτεχνικά σε ένα στενό καλούπι. Τελικά όμως δεν είναι δική τους επιλογή πώς θα τους θυμάται ο κόσμος.
Ο Νίκος Κούρος είναι καταδικασμένος να τον θυμόμαστε σαν το φαρμακοποιό του “Ρετιρέ”. Ή εναλλακτικά, σαν μια ενσάρκωση απ’το ανθρωπάκι της Μονόπολης – μέχρι που αυτό ταυτίστηκε με τη μορφή του Βούτση. Άντε οι ποιο μυημένοι να μνημονεύσουν και το ρόλο του κοινωνιολόγου στο πάνελ απ’τα “Τσακάλια”, όπου ανέλυε τις αιτίες της εξάπλωσης των ναρκωτικών. Από δαλιανίδικη σκοπιά, βέβαια, δηλαδή εντελώς ρηχή, όχι όμως χωρίς ψήγματα αλήθειας, έστω και με κοινοτοπίες. Μπορεί ο Κούρος να έκανε αξιόλογες δουλειές στο θέατρο, να ήταν ακόμα και πολιτικός σχολιαστής, όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του, σε μια κατάμαυρη πολιτική περίοδο πάντως, αλλά η μοίρα της υστεροφημίας του είναι προδιαγεγραμμένη και συνδεμένη με το “Ρετιρέ” και με την αδελφή του Αμαλία (η “ξινή”) που θα μπορούσε από κεκτημένη ταχύτητα να συμπεριλαμβάνεται στους…τεθλιμμένους συγγενείς.
Μια σειρά που χαρακτηρίστηκε πολύ εύστοχα “πίσω από την εποχή της”, αφού βγήκε αρχές δεκαετίας του ’90, αλλά ήταν βαθύ ΠΑΣΟΚ των 80ς και της “Αλλαγής” που μας βγήκε μία από τα ίδια (με τις ταινίες του).
Δεν αγαπήθηκε από κανέναν, αλλά έπαιζε συνέχεια σε επανάληψη, κι όταν σταμάτησε να προβάλλεται για ένα διάστημα, δημιουργήθηκε από το πουθενά σύνδρομο στέρησης στο εθισμένο κοινό κι έτσι η σειρά είχε μια θριαμβευτική, τηλεοπτική επιστροφή για ένα τελευταίο χειροκρότημα, με ένα τρέηλερ όπου κάποιος τραγουδούσε εκστασιασμένος τη μουσική από το σήμα έναρξης, κάνοντας “τούρου τούρου”.
Κατάφερε να θεωρείται καλτ, με αναλύσεις για το αν εκφράζει κοινωνικά ανώτερα στρώματα από τους “μικρομεσαίους” που τη διαδέχτηκαν, προκαλώντας γέλιο με τις σεναριακές ευκολίες και τις απίθανες συμππτώσεις που υποτιμούσαν τη νοημοσύνη του τηλεθεατή – πέρα απ’το καλό του γούστο. Τέτοια καλτ στοιχεία ήταν η επαναλαμβανόμενη θεματολογία στα σκετσάκια (όπως το χαμένο λαχείο, που πλύθηκε στο πλυντήριο κι η κληρονομιά κάποιου πάμπλουτου θείου που άφηνε μόνο χρέη), οι κομμένες ανάσεις της Γιουλάκη ανάμεσα από τις ατάκες της, όπου ακουγόταν σαν να τραγουδάει ο Καρράς και να παθαίνει έμφραγμα, και γενικώς πράγματα που ήταν αστεία, ακριβώς επειδή δεν ήταν αστεία – το λεγόμενο μέτριο χιούμορ – όπως η έμφαση στην καταληκτική ατάκα κάθε σκηνής, που ο πρωταγωνιστής την έλεγε πάντα δυο φορές προς εμπέδωση:
– Ε μα πια, ε μα πια!
Ο θάνατος του Νίκου Κούρου, ο δεύτερος ηθοποιός της σειράς που φεύγει μετά τη Θάλεια Ματίκα και φυσικά μετά τον ίδιο το Δαλιανίδη, αποκτά ιδιαίτερη σημειολογία, καθώς συμπίπτει σχεδόν με τον επικείμενο θάνατο του Μέγκα, το οποίο ως κανάλι είναι κλινικά νεκρό εδώ και χρόνια, αλλά μένει ζωντανό, χάρη στις παλιές σειρές του, που παίζουν ακόμα σε επανάληψη και ως τηλεοπτικό θέαμα φαντάζουν πολύ πιο ελκυστικές από διάφορες καινούριες παραγωγές – όταν υπάρχουν κι αυτές. Οι αναμνήσεις από το παρελθόν φαντάζουν ασφαλές καταφύγιο, ακόμα και αντίδοτο για ένα ασπρόμαυρο παρόν με αβέβαιες προοπτικές για το μέλλον.
Κι αυτό εξηγεί γιατί μπορεί να συγκινούνται στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Νίκου Κούρου άτομα που δεν γνώριζαν την καριέρα του, δεν αγαπούσαν το “Ρετιρέ”, ούτε το Μέγκα ως κανάλι, αλλά νιώθουν παρόλαυτα να αποχαιρετούν ένα κομμάτι του εαυτού τους και των παιδικών τους χρόνων.