Better call Saul – Για μένα ο δρόμος είναι δρόμος, τι πάει να πει είναι στραβός…
Έχει πάψει προ πολλού να θεωρείται “ιεροσυλία” η διαπίστωση πως σε μια σπάνια για τους κανόνες του θεάματος εξαίρεση, το συγκεκριμένο spin off, είναι εξίσου ή και περισσότερο πετυχημένο από το πρωτότυπο.
Προσοχή σπόιλερ
Κάθε συζήτηση γύρω από το Better call Saul, είναι καταδικασμένη να γίνει κάτω από τη βαριά σκιά της σειράς που μας σύστησε για πρώτη φορά τον larger than life διεφθαρμένο δικηγόρο Saul Goodman, ο οποίος, πέρα από κάθε προσδοκία των ίδιων των Vince Gilligan και Peter Gould, κέρδισε γρήγορα τις καρδιές των θεατών, καθιστώντας το αντικειμενικά ριψοκίνδυνο επιχείρημα ενός spin off αρκετά δελεαστικό. Πέντε χρόνια και ισάριθμους κύκλους αργότερα, μπορούμε να πούμε με σχετική σιγουριά ότι το BCS δεν πρόκειται να αφήσει το αποτύπωμά του στην ποπ κουλτούρα όπως το Breaking Bad, κάτι που μάλλον δύσκολα θα αλλάξει, όσο συναρπαστική κι αν είναι η έκτη και τελευταία σαιζόν της σειράς.
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι σε όλους αρέσει περισσότερο το πρώτο. Έχει πάψει προ πολλού να θεωρείται “ιεροσυλία” η διαπίστωση πως σε μια σπάνια για τους κανόνες του θεάματος εξαίρεση, το συγκεκριμένο spin off, είναι εξίσου ή και περισσότερο πετυχημένο από το πρωτότυπο. Πριν δυο χρόνια, ο διάσημος σκηνοθέτης Γκιγέρμο ντελ Τόρο, είχε εκφράσει ανοιχτά την προτίμησή του στο BCS, καθώς “το άμεσο διακύβευμα μοιάζει μικρότερο, αλλά η ηθική κατάπτωση [του πρωταγωνιστή], μου έκανε βαθύτερη, πιο αιχμηρή εντύπωση”. Πράγματι η μεταμόρφωση του πικραμένου από τη ζωή και τους ανθρώπους καθηγητή χημείας Walter White στο βαρώνο της μεθαμφεταμίνης Χάιζενμπεργκ γίνεται σχεδόν με καταιγιστικούς ρυθμούς: Πριν τελειώσει η μισή πρώτη σαιζόν, ο White έχει ήδη βάψει τα χέρια του στο αίμα, ενώ μέχρι το τέλος έχει αφήσει πίσω του, άμεσα ή έμμεσα, δεκάδες πτώματα και μια απόπειρα δηλητηρίασης παιδιού.
Ομολογουμένως, ούτε ο Τζέιμς ΜακΓκιλ, όπως υποδηλώνει και το νεανικό του παρατσούκλι “slippin’ Jimmy”, μας παρουσιάστηκε ποτέ ως αγγελούδι. Από μικρός είχε δείξει τη ροπή του στο εύκολο χρήμα, το ψέμα και την εξαπάτηση, ωστόσο, ακόμα και στην πέμπτη σαιζόν, που έχει πια υιοθετήσει την ταυτότητα του Saul και εμπλέκεται ολοένα και πιο γερά με τα καρτέλ του Αλμπουκέρκι, δε θυμίζει ακόμα απόλυτα τον απόλυτα αμοραλιστή συνήγορο και σύνεργο του Heisenberg. Ο Τζίμι που βλέπουμε στο BCS είναι κατά βάση καλόκαρδος και διατεθειμένος να αξιοποιήσει τη δεύτερη ευκαιρία μετά τις νεανικές δικαστικές του περιπέτειες. Ο Saul του Breaking Bad εμφανίζεται να μην έχει κανένα συναισθηματικό δεσμό με οποιονδήποτε, σε αντίθεση με τον Tζίμι του BCS, που δείχνει όχι μόνο αισθήματα συμπάθειας σε αρκετές περιπτώσεις, αλλά βαθιά αγάπη σε τουλάχιστον δύο ανθρώπους τον αδερφό του Τσακ και φυσικά την Κιμ Γουέξλερ. Θα χρειαστούν τόνοι περιφρόνησης, υπονόμευσης, για να μην πούμε καθαρού μίσους από την πλευρά του Τσαρλς ΜακΓκιλ για να αρχίσει να ψυχραίνεται ο Τζίμι. Το πόσο τον στοιχειώνει εξάλλου η μνήμη του Τσακ, φαίνεται καθαρά κι από το συγκλονιστικό “Bagman” στον πιο πρόσφατο κύκλο, στη σκηνή με την κουβέρτα αλουμινίου. Όσο περισσότερο χειραφετείται βέβαια από την επίδραση του αδερφού του, τόσο περισσότερο επιταχύνεται και η μετάβασή του από Τζίμι σε Saul. Αυτό είχε φανεί ξεκάθαρα εξάλλου στην τέταρτη σαιζόν που ακολούθησε τη γνωστή κατάληξη του Τσακ, όταν χωρίς αυτόν, η σειρά κι ο πρωταγωνιστής έμοιαζαν να βρίσκονται σε μια μετέωρη κατάσταση,αφαιρώντας νεύρο και βηματισμό από την πλοκή. Ευτυχώς που η συνέχεια μας αποζημίωσε και από το παραπάνω.
Ερχόμενοι στο κεφάλαιο Κιμ Γουέξλερ, δεν κομίζουμε γλαύκες αναγνωρίζοντας ότι ο χαρακτήρας της υπήρξε η μεγαλύτερη έκπληξη της σειράς. Αυτό οφείλεται φυσικά, κατά ομολογία των ίδιων των δημιουργών της σειράς, στην καθόλα συγκλονιστική ερμηνεία της Rhea Seehorn, πείθοντάς τους να μετατρέψουν ένα περιθωριακό ρόλο λίγων γραμμών στον πρώτο κύκλο σε ισότιμη πρωταγωνίστρια. Σχεδόν μοιάζει να κλέβει την παράσταση από τον πάντα εξαιρετικό Bob Odenkirk, χωρίς όμως τελικά να επισκιάζει ο ένας τον άλλον, χάρη στην σχεδόν χειροπιαστή τους χημεία. Πολλοί είναι εκείνοι που μετά τον πρόσφατο κύκλο και το τελευταίο του επεισόδιο ταράχτηκαν για την “ηθική κατάπτωση” της Κιμ, ανησυχώντας για το τι προμηνύει ο “ξεπεσμός” της για το μέλλον. Κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να εικάζουν ότι όχι απλά δεν παρασύρθηκε η Κιμ από την κακή επίδραση του – πλέον – συζύγου της, αλλά είναι εκείνη που θα του δώσει την τελική ώθηση στην άβυσσο του αμοραλισμού. Αν και δεν μπορώ να προβλέψω το μέλλον, θέλω να πιστεύω ότι οι δημιουργοί θα αποφύγουν τις παγίδες των εύκολων και συνάμα σεξιστικών κλισέ, είτε της “κορασίδας που παρασύρθηκε” είτε της μοιραίας γυναίκας που έσπειρε τον όλεθρο. Παρακολουθώντας την εξέλιξη της Κιμ μέσα στα χρόνια, ήταν ολοένα και πιο φοβερό ότι από τη μια ελκύονταν, λιγότερο ή περισσότερο φανερά, από τη χαλαρή σχέση του Τζίμι με νόμους και κανόνες, από την άλλη ότι φτάνει μέχρις εσχάτων για να τον προστατεύσει από τις συνέπειες των επιλογών του. Αλλά κι αν ακόμα η σχέση της με το Τζιμ την έχει κάνει πιο “μακιαβελική”, τα κίνητρά της εξακολουθούν να βρίσκονται στον αντίποδα εκείνων του άντρα της. Το σχέδιό της ενάντια στο Χάουαρντ δεν εκκινείται από φιλοχρήματη διάθεση, ίσα – ίσα που η ίδια παραιτήθηκε από προσοδοφόρες δουλειές που δεν τη γέμιζαν, αλλά από μια διάθεση “να σώσει τον κόσμο”, ή έστω τους φτωχούς κατηγορούμενους, που δε θα μπορούσαν ποτέ να λάβουν τη νομική εκπροσώπηση όσων έχουν βαρύ πορτοφόλι. Η δική μου υποψία είναι ότι αυτό που θα δούμε στον επόμενο κύκλο είναι μια ακόμα απόδειξη ότι το άτομο δεν μπορεί να αλλάξει μόνο του την κοινωνία, τουλάχιστον ως έμμεσο συμπέρασμα, κι όχι ως άμεση στόχευση, αφού η σειρά – όπως ακριβώς κι αυτή που προηγήθηκε – ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για την εξερεύνηση χαρακτήρων παρά για την ανατομία των κοινωνικών συνθηκών. Το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου παραμένει βέβαια το πώς και γιατί η Κιμ εξαφανίζεται – από τη ζωή του Saul Goodman, αν όχι από τη ζωή γενικώς και κούφια η ώρα που το ακούει.
Το δεύτερο μυστήριο που καλείται να απαντήσει η έκτη και τελευταία σαιζόν, είναι τι απέγινε με τον “Τζιν Τάκαβικ” την περσόνα δηλαδή που του δημιούργησε ο “εξαφανιστής” Ed για να διαφύγει από το Αλμπουκέρκι στην Όμαχα της Νεμπράσκα μετά το Breaking Bad. Ως τώρα οι ασπρόμαυρες σκηνές στην αρχή κάθε κύκλου ήταν σιωπηλές και απλά μας μετέδιδαν τη σιωπηλή δυστυχία του πρωταγωνιστή ως υπεύθυνου καταστήματος cinnabon. Στον πέμπτο κύκλο προστέθηκε διάλογος, αλλά όχι για καλό, αφού ο “Τζιν” αναγνωρίζεται από κάποιον ταξιτζή (ο ρόλος του οποίου, μαζί με εκείνον του παγερά σιωπηρού συνοδού του μένει να διευκρινιστεί) και στη συνέχεια καλεί πανικόβλητος τον Ed (στην οριστικά τελευταία εμφάνιση του αείμνηστου πια Ρόμπερτ Φόστερ) για να ζητήσει νέα αλλαγή ταυτότητας, μόνο και μόνο για να αλλάξει γνώμη και να αποφασίσει “να το κανονίσει μόνος του”. Δε χρειάζεται κληρονομικό χάρισμα για να καταλάβουμε ότι το μέλλον του Τζιν τέως Saul πρώην Τζίμι μόνο ρόδινο δεν προδιαγράφεται.
Υπάρχουν φυσικά χαρακτήρες που ξέρουμε ήδη την τύχη τους, όπως ο τελειότερος κακός όλων των εποχών Gus Fring και ο τραγικός εκτελεστής Mike Ehrmantraut. Για τον πρώτο, το αίνιγμα παραμένει σχετικά με το παρελθόν του, και ιδιαίτερα τις φημολογούμενες σχέσεις του με το καθεστώς Πινοτσέτ. Ξεκαθαρίζεται η υποψία για τις ομοφυλοφιλικές του προτιμήσεις, και εμβαθύνεται ακόμα περισσότερο η προϊστορία μίσους του με τον Έκτορ Σαλαμάνκα. Όσο για τον Ehrmantraut, φωτίζονται περισσότερο οι συνθήκες που τον έκαναν αυτό που είναι. Κατά μία έννοια η ιστορία του αντικατοπτρίζει εκείνη του Saul, ενώ οι συμβουλές που δίνει σε εκείνον για τις “κακές επιλογές που οδηγούν σε κακούς δρόμους που οδηγούν σε κακούς τόπους”, είναι τόσο απόσταγμα προσωπικής εμπειρίας όσο και πρόβλεψη για το μέλλον του συνεργάτη του. Όσο για τους χαρακτήρες που θα μας απασχολήσουν στην επόμενη σαιζόν, τα φώτα στρέφονται προφανώς στους Λάλο και Νάτσο Σαλαμάνκα, δυο χαρακτήρες που εκ των υστέρων θα θέλαμε να είχαμε δει και στο Breaking Bad, όπου ως γνωστόν αναφέρονται ως απλά ονόματα από το Saul Goodman.
Η αναμονή για όλα αυτά θα είναι πιθανότατα μεγαλύτερη από το συνηθισμένο, με τον κόσμο του θεάματος ως βασικό θύμα της πανδημίας. Οι ως τώρα ενδείξεις τουλάχιστον μας καθησυχάζουν ότι θα αξίζει τον κόπο.