Binge watching στην καραντίνα μέρος Ι – True detective 3ος κύκλος
Όταν προσπαθείς υπερβολικά σκληρά να μοιάσεις στο πρωτότυπο…
Είναι δύσκολο να υποτιμηθεί η σημασία των ονλάιν σειρών – και ταινιών – αυτές τις δύσκολες ώρες της απομόνωσης, γιατί καλή η δια ζώσης επικοινωνία με τους δικούς σου ανθρώπους αν είστε στο ίδιο σπίτι ή διαδικτυακά αν είστε μακριά, καλά και άγια τα βιβλία και η ατομική άθληση – που αρκετοί κοροϊδεύουν αυτή την περίοδο, οι ίδιοι που πριν ενθουσιάζονταν με τους μαραθώνιους που κόντευαν να γίνονται σε εβδομαδιαία βάση πριν την πανδημία- αλλά κάποιες φορές έχεις ανάγκη από μια αγνή και άδολη αποφόρτιση.
Ευκαιρία λοιπόν να δει κανείς σειρές που είχε αφήσει στη μέση, ή που δεν παρακολούθησε την εξέλιξή τους μετά την ολοκλήρωση κάποιου κύκλου. Στην περίπτωση μου, η επιλογή έπεσε στην τρίτη σαιζόν του True Detective, το οποίο δεν είχα δει στην περσινή του προβολή. Γεγονός καθαρά τυχαίο, σε αντίθεση με κάποιους εκ προοιμίου επιφυλακτικούς, λόγω της απογοητευτικής για εκείνους 2ης σαιζόν. Δεν είναι το θέμα μας εδώ, αλλά να πω παρεμπιπτόντως ότι ανήκω στη μειοψηφία που εκτίμησε ιδιαίτερα τόσο την “μπερδεμένη” πλοκή, όσο και τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών, ακόμα και του διαβόητα μονοδιάστατου Κόλιν Φάρελ. Εκείνο που νομίζω τελικά ότι ενόχλησε τους περισσότερους είναι ότι ο δεύτερος κύκλος ήταν διαφορετικός από τον πρώτο. Από αυτή την άποψη, οι συντελεστές της σειράς και φυσικά πρώτα και κύρια ο Nic Pizzolato, πήραν το μάθημά τους και στην τρίτη έκδοση της σχεδόν θρυλικής πια ανθολογίας του ΗΒΟ κινήθηκαν όσο πιο κοντά μπορούσαν στον αρχικό κύκλο, χωρίς να τον αντιγράφουν, αλλά και χωρίς να προσφέρουν αυτό το “κάτι” που καθιέρωσε την υστεροφημία του εντυπωσιακού – αν και με επιμέρους ισχυρές αδυναμίες – ντεμπούτου των Αληθινών Ντετέκτιβ.
Επιστροφή λοιπόν στον αμερικανικό νότο, αυτή τη φορά στο Άρκανσας ή Άρκενσο για τους πουρίστες, όπου δυο ντετέκτιβ, ο Γουέιν Χέις και ο Ρόλαντ Γουέστ ερευνούν την εξαφάνιση δυο αδερφών – αγόρι και κορίτσι – το 1980. Οι ανώτεροί τους βιάζονται να κλείσουν την υπόθεση με τον πρώτο βολικό ύποπτο, το δίδυμο ωστόσο και ιδιαίτερα ο Χέις, επιμένουν ότι να βρουν την αλήθεια, δέκα, ακόμα και 35 χρόνια μετά, όταν πια η μνήμη του παλιού βετεράνου του Βιετάνμ Χέις έχει αρχίσει να τον προδίδει. Το νήμα ξετυλίγεται αργά – πολύ αργά σε κάποια επεισόδια – μέσα από τρία χρονικά επίπεδα, που εναλλάσσονται με μη γραμμικό τρόπο, όπως στην πρώτη σαιζόν και με την ίδια σκοτεινή και ασφυκτική ατμόσφαιρα ενός κακού βέβαιου, όσο και απροσδιόριστου. Όπως σε όλη την ανθολογία, η υποψία μιας ευρύτερης συνωμοσίας με ισχυρούς πρωταγωνιστές και πρόθυμους προστάτες σε θέσεις εξουσίας ενισχύεται σε κάθε επεισόδιο, αν και η λύση του βασικού μυστηρίου είναι μάλλον εύκολη το αργότερο στο έκτο επεισόδιο. Για το λόγο αυτό υπάρχει και το περίπου υποχρεωτικό plot twist, που αποτελεί και το πιο αδύναμο σημείο της σειράς. Όχι μόνο λόγω του περιεχομένου του, αλλά κυρίως λόγω του τραγικά ανέμπνευστου και περίπου “μεταφυσικού” τρόπου με τον οποίο αποκαλύπτεται στο θεατή.
Ακόμα και ως σπουδή χαρακτήρων και ανθρώπινων σχέσεων, το αποτέλεσμα μένει τελικά μετέωρο. Το φόκους παραμένει πάντα στον Χέις, χωρίς τελικά να μας αφήσει να δούμε και πολλά πίσω από την ψυχρή επιφάνεια ως μόνιμα τραυματισμένου ψυχικά βετεράνου. Οι στιγμές που “σπάει” το προσεκτικά διατηρημένο περίβλημα είναι από τις καλύτερες στη σειρά, τελικά όμως το αίνιγμα για το ποιος ήταν πραγματικά ο Χέις παραμένει. Ακόμα περισσότερο για τον παρτεναίρ του, που ποτέ δεν καταλαβαίνουμε για ποιον ακριβώς λόγο καταλήγει από πετυχημένος αστυνομικός σε αλκοολικό μαγκούφη που μιλάει κυρίως στα σκυλιά του. Ακόμα και η μεταξύ τους σχέση ποτέ δεν αναπτύσσεται με τον τρόπο που αυτό είχε γίνει μεταξύ του πρωταγωνιστικού διδύμου του πρώτου κύκλου, χωρίς να θεωρώ κακό των περιορισμό των αμπελοφιλοσοφιών που αντάλλασσαν Χέις και Γουέστ σε σχέση με το πρωτότυπο. H Αμέλια (Carmen Ejogo), σύζυγος του Χέις και συγγραφέας βιβλίου για την υπόθεση εξαφάνισης, αν και ενδιαφέρον χαρακτήρας και με αξιόλογη χημεία με το συμπρωταγωνιστή της, αδικείται συστηματικά από το σενάριο, που την περιορίζει συνήθως στο ρόλο του από μηχανής θεού όταν η πλοκή δεν “τσουλούσε” πια από μόνη της.
Οι εξαιρετικές ερμηνείες, ακόμα κι από δευτερεύοντες χαρακτήρες, όπως του Τομ Περσέλ (Scoot McNairy) αποτελούν το βασικό ατού της σειράς, πέρα από τη γνώριμη στην ανθολογία κινηματογραφική αισθητική. Συνολικά ωστόσο το αποτέλεσμα, παρά κάποια επιμέρους πολύ καλά δομημένα επεισόδια, αφήνει μια μάλλον γλυφή γεύση στο θεατή. Εξακολουθεί όμως ακόμα κι έτσι να είναι καλύτερο από την πλειονότητα των προχειροτήτων που ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια, διεκδικώντας μερίδιο σε μια αγορά που μοιάζει ολοένα και περισσότερο με σύγχρονο “όπιο των λαών”.