El Camino. A Breaking Bad movie – Ένα σίκουελ που κανείς δεν είχε ανάγκη
Τίποτε από όσα συμβαίνουν στην ταινία δεν είναι κάτι το οποίο δε θα μπορούσε να φανταστεί ή να μαντέψει οποιοσδήποτε θεατής χωρίς να χάσει δύο ώρες από τη ζωή του.
Όταν στο τελευταίο επεισόδιο του Breaking Bad ο Τζέσι Πίνκμαν έτρεχε μην πιστεύοντας στην τύχη του προς την ελευθερία, έχοντας μόλις πει το τελευταίο αντίο στο μέντορα και διαφθορέα του Γουόλτερ Γουάιτ, ήταν λίγοι όσοι δε συμμερίστηκαν την έξαλλη χαρά του. O αιώνιος λούζερ που έγινε δεξί χέρι του μεγαλύτερου κατασκευαστή μεθαμφεταμίνης του Νέου Μεξικού προβάλλονταν συστηματικά ως ο πιο «ανθρώπινος» κι «ευαίσθητος» χαρακτήρας μιας σειράς που καθιέρωσε για τα καλά το πρότυπο του «περίπλοκου» αντιήρωα, που εν πολλοίς κυριαρχεί στο διεθνές τηλεοπτικό στερέωμα ως σήμερα. Η ύπαρξη ενός σίκουελ δεν ήταν έκπληξη για κανέναν, ιδιαίτερα εφόσον είχαν ήδη προηγηθεί τέσσερις σαιζόν του spin – off «Βetter call Saul», γύρω από το διασκεδαστικά εγκληματικό δικηγόρο του ΒΒ. Spin-off που, παρεμπιπτόντως, ξεκίνησε αρκετά εντυπωσιακά, για να χάσει κάπως το νεύρο και τον προσανατολισμό του στη συνέχεια.
Το «El Camino. A Breaking Bad movie», ωστόσο, εξαρχής δε φαίνεται να έχει τίποτε από τα δύο. Στην πραγματικότητα, τίποτε από όσα συμβαίνουν στην ταινία δεν είναι κάτι το οποίο δε θα μπορούσε να φανταστεί ή να μαντέψει οποιοσδήποτε θεατής χωρίς να χάσει δύο ώρες από τη ζωή του. Δύο ώρες που για να γεμίσουν δεν αρκούν εντυπωσιακά πλάνα της ερήμου ή και πιο βόρειων περιοχών προς το τέλος, ούτε ατελείωτα φλας μπακ που προσπαθούν να καλύψουν την απολύτως υποτυπώδη πλοκή στο παρόν, που συνοψίζεται στην εξής φράση “Ο Τζέσι προσπαθεί απεγνωσμένα να κάνει μια νέα αρχή, αλλά οι δαίμονες του παρελθόντος μαζί με όλη την αστυνομία του Αλμπουκέρκι τον κυνηγούν”. Δεν υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος για τον οποίο πρέπει να ξαναθυμηθούμε τις ώρες αιχμαλωσίας του Τζέσι στα χέρια των νεοναζί του Τοντ, μακράν του πιο αδιάφορου «κακού» από όλες τις σαιζόν της αρχικής σειράς. Δεν προσφέρουν απολύτως τίποτε στην πλοκή οι δραματουργικές «νεκραναστάσεις» του Γουόλτερ Γουάιτ και της Τζέιν Μαργκόλις, παρά μόνο την υπενθύμιση για το πόσο μόνος και χωρίς καμία σοβαρή ανθρώπινη σχέση είναι πια ο Τζέσι, κάτι που επισφραγίζεται και από την εξέλιξη της επικοινωνίας με τους γονείς του στην ταινία. A ναι, υπάρχουν και οι παλιόφιλοί του, τα συμπαθή ρεμάλια Σκίνι Πιτ και Μπάτζερ, που παρότι εξηγούνται σπαθί στο Τζέσι, εκείνος στο τέλος αποφασίζει πως μόνο ένα άτομο στον κόσμο αξίζει να μάθει τα νεάκια του και μαντέψτε, δεν είναι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Μόνο το εναρκτήριο φλας μπακ με τον Mike Ehrmantraut έχει κάποιο αφηγηματικό ενδιαφέρον, εν είδει προοικονομίας για την τελική σκηνή και πολυ απλά γιατί ο Ehrmantraut μας είχε λείψει, ακόμα και σε όσους είχαμε παρακολουθήσει αναλυτικά τις περιπέτειές του στο Better Call Saul, όπου είχε σαφώς πιο πρωταγωνιστικό ρόλο από το Breaking Bad.
Στην υπόλοιπη ταινία, ασχολούμαστε – δηλαδή ο Τζέσι ασχολείται θέλοντας και μη – με έναν ασήμαντο κακούργο οξυγονοκολλητή και τους φίλους του και το Ρόμπερτ Φόρστερ, ο θάνατος του οποίου όπως ξέρουμε έγινε γνωστός τη μέρα που έκανε πρεμιέρα η ταινία. Αν και εντελώς τριτεύων χαρακτήρας στη σειρά, ο Ed Galbraith καταλαμβάνει σημαντικό μέρος του χρόνου της ταινίας, ευτυχώς δηλαδή, γιατί πράγματι και η χημεία του με το Τζέσι είναι καλή και οι σκηνές του από τις λίγες πραγματικά που προσελκύουν αβίαστα το ενδιαφέρον του θεατή. Κλέβει έτσι την παράσταση από τον Aaron Paul, που ομολογουμένως πάλεψε φιλότιμα με το ισχνό υλικό που του δόθηκε, προσδίδοντας βάθος σε ένα χαρακτήρα που δεν είχε πια τίποτε ιδιαίτερο να μας πει, όπως ολόκληρη η ταινία εξάλλου. O δημιουργός Vince Gilligan σαφώς παραμένει ένας από τους πιο ταλαντούχους της γενιάς του, ο νεονουάρ γουέστερν κόσμος του Breaking Bad όμως έχει εκμετρήσει οριστικά το ζην του καλλιτεχνικά και πλέον είναι καιρός για μια αρχή από το μηδέν, σαν αυτή που επιδιώκει ο πρωταγωνιστής.