It’s a Sin – Μια “άλλη” πανδημία στις ράγες της ομοφοβίας και του νεοεφιλελευθερισμού
Αποτελεί ταυτόχρονα ρέκβιεμ και ωδή στην πρώτη “χαμένη” γενιά που χτυπήθηκε από το AIDS, μια υπενθύμιση του δρόμου που έχουμε επιστημονικά και κοινωνικά διανύσει από τότε, αλλά και του πόσο ακόμα έχουμε μπροστά μας.
Χωρίς σπόιλερ
Μπορεί να είναι ψυχαγωγική, με την πλήρη σημασία της λέξης, μια σειρά που περιστρέφεται γύρω από την απαρχή της μαζικής διάδοσης του AIDS; Όχι, αν πιστέψει κανείς τους υπεύθυνους του BBC και των ιδιωτικών βρετανικών καναλιών, στα οποία ο δημιουργός της σειράς Russel T. Davies προσπαθούσε από το 2015 να πουλήσει την ιδέα, λαμβάνοντας απαντήσεις όπως ότι το θέμα είναι “απίστευτα χοντροκομμένο”, ή ότι “δεν είναι έτοιμοι να προβάλουν μια τέτοια σειρά”, κι όλα αυτά σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά την επιβεβαίωση των πρώτων κρουσμάτων της “μάστιγας του αιώνα” στη Μεγάλη Βρετανία το 1981.
Εντέλει, το Channel 4 ανέλαβε το έργο, υπό τον όρο τα οχτώ σχεδιαζόμενα επεισόδια να περιοριστούν σε πέντε, και τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Οκτώβρη του 2019, χωρίς να υποψιάζεται κανείς ότι σύντομα θα ξεσπούσε μια πανδημία, πολύ διαφορετική, αλλά σε κάποια πράγματα αρκετά παρόμοια, ως προς τις αρχικές αντιδράσεις που προκάλεσε, με εκείνη που ταλάνισε και παρά τις μεγάλες προόδους εξακολουθεί να ταλανίζει την ανθρωπότητα ως σήμερα.
H σειρά, που βασίζεται σε πραγματικές εμπειρίες του δημιουργού και προσώπων του φιλικού του κύκλου, παρακολουθεί επί μια δεκαετία μια παρέα νέων γκέι αντρών, που ζουν ή έρχονται στο Λονδίνο το 1981, την ώρα που οι φήμες για έναν “καρκίνο” ή “γρίπη των γκέι”, που σαρώνει στη Νέα Υόρκη, δεν αποτελούν παρά υποσημείωση κυρίως σε ΛΟΑΤΚΙ έντυπα. Ο Ρίτσι, που έρχεται για σπουδές στην πρωτεύουσα από ένα χωριό στο νησί του Ουάιτ, προέρχεται από μια οικογένεια με εξαιρετικά συντηρητικά ήθη, στην οποία με δυσκολία εξομολογείται ότι έχει εγκαταλείψει τη νομική για να κυνηγήσει το όνειρό του στο θέατρο, πολλώ δε μάλλον ότι τον ελκύουν οι άντρες. Ο Κόλιν είναι ένα μαζεμένο παιδί μονογονεϊκής οικογένειας από την Ουαλία, που δεν προσδοκά κάτι πέρα από μια σταθερή δουλειά στο ραφτάδικο όπου πάει ως μαθητευόμενος και μια ήσυχη ζωή. Ο Ρόσκοου το σκάει από το σπίτι του όταν η οικογένειά του προσπαθεί με θρησκευτικές τελετές να εξορκίσει τον ομοφυλοφιλικό “δαίμονα” από μέσα του κι απειλεί να τον στείλει πίσω στη Νιγηρία αν δε συμμορφωθεί. Το “ανσάμπλ” συμπληρώνει ο ινδικής καταγωγής Ας, ο πρώτος που μυεί το Ρίτσι στον “αθηναϊκό” έρωτα, ένας χαρακτήρας που δυστυχώς δεν παίρνει το χρόνο που θα του άξιζε στη σειρά, και κυρίως η Τζιλ, η συμφοιτήτρια και καλύτερη φίλη του Ρίτσι, που γίνεται φύλακας – άγγελος της ομάδας στα δύσκολα χρόνια που είναι μπροστά τους χωρίς να το ξέρουν.
Η ίδια είναι εξάλλου εκείνη που αντιλαμβάνεται πρώτη την έκταση της απειλής μιας ασθένειας για την οποία επί αρκετά χρόνια δεν υπήρχε καν σταθερή ονομασία, πολλώ δε μάλλον ακριβής κατανόηση της αιτίας και του τρόπου μετάδοσής της. Οι έρευνές της αρχικά περιορίζονται σε περιοδικά που ο Κόλιν φέρνει από τις ΗΠΑ, αφού ο γιατρός στον οποίο απευθύνεται θεωρεί προσβλητικές τις ερωτήσεις της, καθώς υπονοούν ότι ο ίδιος θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε ανάμειξη με αναξιοπρεπείς ομάδες όπως οι ομοφυλόφιλοι. Οι φίλοι της ως επί το πλείστον δεν είναι διατεθειμένοι να την ακούσουν, είτε κυνηγώντας τα επαγγελματικά τους όνειρα, είτε ζώντας την κάθε στιγμή με ατέλειωτα πάρτι και εναλλαγές συντρόφων. Ιδιαίτερα ο Ρίτσι αναλαμβάνει στο δεύτερο επεισόδιο να συμπυκνώσει σε μία σκηνή όλα τα επιχειρήματα των “αρνητών” του AIDS, φέρνοντας προφανώς αυτόματα στο νου τα όσα ζούμε με τους αντίστοιχους συνωμοσιολόγους του σήμερα, από το ότι είναι απόπειρα θυματοποίησης των γκέι, μέχρι ότι προκαλείται από τη χρήση εισπνεόμενων ψυχοτρόπων σε σπρέι (poppers).
H τραγωδία όμως δεν αργεί να χτυπήσει την πόρτα αρχικά του περίγυρου και μετά των ίδιων των πρωταγωνιστών, σε μια εποχή που μια θετική διάγνωση για HIV σήμαινε πρακτικά την αναπότρεπτη εξέλιξη του φορέα σε ασθενή AIDS κι έναν αργό και βασανιστικό θάνατο. Πέρα όμως από τις ελλιπείς ιατρικές γνώσεις και θεραπείες, τα θύματα έχουν να αντιμετωπίσουν και μια βαθιά ριζωμένη ομοφοβία, που αφορά ένα ευρύ φάσμα: από μεγάλο μέρος του υγειονομικού προσωπικού, μέχρι τις περισσότερες οικογένειες, που με λίγες εξαιρέσεις ούτε μπορούν, ούτε και θέλουν να αντιμετωπίσουν κατάματα την αλήθεια για τα παιδιά τους. Φυσικά, όμως, λαμβάνει και θεσμικό χαρακτήρα, σε μια εποχή παντοδυναμίας της Θάτσερ και αποδόμησης του δημόσιου συστήματος υγείας. Το μόνο που έχει να προσφέρει η βρετανική κυβέρνηση στα θύματα είναι η στοχοποίηση και απομόνωσή τους ως “δημόσιος κίνδυνος” μέσω του διατάγματος δημόσιας υγείας του 1984 (το οποίο παραμένει σε ισχύ και αποτέλεσε τη θεσμική βάση για τα μέτρα περιορισμού του κορονοϊού από την κυβέρνηση Τζόνσον), αλλά και ο παραπέρα στιγματισμός όλης της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, μέσω του “Section 28”, ενός νόμου του 1988 που παρέμενε σε ισχύ στη Βρετανία ως και τις αρχές της δεκαετίας του 2000(!), μέσω του οποίου απαγορευόταν “η σκόπιμη προώθηση της ομοφυλοφιλίας ή η δημοσίευση υλικού με την πρόθεση προώθησης της ομοφυλοφιλίας”. Όσο για τη διεκδίκηση στήριξης στους πάσχοντες από AIDS, αντιμετωπίζονταν πρακτικά όπως και κάθε άλλη κοινωνική διεκδίκηση στη Βρετανία και αλλού μέχρι τις μέρες μας, δηλαδή με τα γκλομπ των αστυνομικών.
Η σειρά ισορροπεί διαρκώς σε ένα τεντωμένο σκοινί μεταξύ της προσπάθειας να αποδοθεί η ανεμελιά και η ευωχία των νέων ανδρών που ζούσαν για πρώτη φορά σχετικά ελεύθερα τη σεξουαλικότητά τους, κι από την άλλη να αποδοθεί γλαφυρά η τραγωδία από την οποία αρκετοί δεν επέζησαν. Συνήθως τα καταφέρνει καλά σε αυτή τη ριψοκίνδυνη δραματουργικά ακροβασία, με λίγες μόνο μελό ακρότητες, και κάποιες δόσεις διδακτισμού, κυρίως στο τελευταίο επεισόδιο, με το μονόλογο – “κατηγορώ” της Τζιλ προς τη μητέρα ενός εκ των πρωταγωνιστών.
Οι ήρωες της σειράς δεν παρουσιάζονται όμως μόνο ως θύματα των περιστάσεων, ούτε ως εξιδανικευμένες αγγελικές μορφές. Πέρα από την κοινή τους αγάπη για τη ζωή, έχουν και προσωπικά πάθη και ελαττώματα, που γίνονται ολοένα και πιο φανερά όσο προχωρά η σειρά και τα οποία, στο βαθμό που τους αγγίζει προσωπικά η ασθένεια, απλώς μοιάζουν να χειροτερεύουν. Στο άλλο άκρο ωστόσο βρίσκεται η μορφή της Τζιλ, βασισμένη σε πραγματικό πρόσωπο που αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των οροθετικών, που όντως σκιαγραφείται απλά ως μια αλτρουιστική και αφοσιωμένη φιγούρα, χωρίς κανενός άλλου είδους προσωπική ή ερωτική ζωή για την οποία να γίνεται λόγος, πέραν του ότι το πρώτο επεισόδιο καθιστά σαφές ότι η ίδια είναι στρέιτ. Η μη πλήρης ανάπτυξη όλων των χαρακτήρων ίσως να οφείλεται βέβαια και στη σύμπηξη των αρχικών επεισοδίων στο μισό, κάτι που φαίνεται και στο ρυθμό της σειράς, που ενίοτε παραείναι καταιγιστικός, περνώντας μήνες και χρόνια σε δευτερόλεπτα, χωρίς να αφήνει ανάσες στο θεατή. Επιπλέον, ένα μικρό προσωπικό παράπονο που έχω από τους συντελεστές, είναι ότι κατά τη γνώμη μου δεν πέτυχαν πολύ καλά στην απόδοση της εποχής από εικαστικής-αισθητικής πλευράς, με εξαίρεση τη μουσική, όπου πραγματικά είναι δύσκολο να κάνει κανείς λάθος. Η μόδα, τα χτενίσματα και γενικότερα οι χώροι της σειράς είναι απλά γενικά κι αόριστα παλιομοδίτικοι, θυμίζοντας οτιδήποτε από δεκαετία του ’60 μέχρι αρχές του ’90.
Αυτά όμως είναι πταίσματα μπροστά στο σημαντικό, δηλαδή ότι το It’s a sin είναι μια από τις λίγες σειρές των τελευταίων ετών που έχει πραγματικά κάτι να μας πει, όχι μόνο για το τότε, αλλά και για το σήμερα. Αποτελεί ταυτόχρονα ρέκβιεμ και ωδή στην πρώτη “χαμένη” γενιά που χτυπήθηκε από το AIDS, μια υπενθύμιση του δρόμου που έχουμε επιστημονικά και κοινωνικά διανύσει από τότε, αλλά και του πόσο ακόμα έχουμε μπροστά μας.
Κι αυτό είναι κάτι που σίγουρα αξίζει τις πέντε παρά κάτι ώρες από το χρόνο σας.