“Maid” – Η κατάσταση της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ
Στο “Maid”, παρουσιάζεται μια πιο “γήινη” εκδοχή του αμερικανικού ονείρου, όπου η ανέλιξη από τη φτώχεια δεν είναι μετεωρική και δεν οδηγεί σε βίλες και ακριβά αμάξια, αλλά από την αγωνία για την καθημερινή επιβίωση στην ελπίδα της μελλοντικής εισόδου στη μεσαία τάξη.
“Rags to riches”, από τα κουρέλια στα πλούτη δηλαδή, είναι η έκφραση που συνοψίζει καλύτερα το ιδεολογικό ιερό δισκοπότηρο του καπιταλισμού, το όνειρο δηλαδή της ανέλιξης από την απόλυτη ένδεια στο χρήμα και – συνήθως ταυτόχρονα – τη δόξα, μέσα από ένα συνδυασμό σκληρής δουλειάς, ταλέντου και τύχης. Στο “Maid”, μια από τις πρόσφατες κυκλοφορίες του Netflix, βασισμένης στο αυτοβιογραφικό μπεστ – σέλερ της Στέφανι Λαντ “Maid: Hard Work, Low Pay and a Mother’s Will to Survive”, παρουσιάζεται μια πιο “γήινη” εκδοχή του αμερικανικού ονείρου, όπου η ανέλιξη από τη φτώχεια δεν είναι μετεωρική και δεν οδηγεί σε βίλες και ακριβά αμάξια, αλλά απλά από την αγωνία για την καθημερινή επιβίωση σε μια μεγαλύτερη σταθερότητα και την ελπίδα της μελλοντικής εισόδου στη μεσαία τάξη. Από αυτή την άποψη, ακριβώς επειδή το κεντρικό μήνυμα της σειράς μοιάζει πολύ πιο οικείο και “relatable” στη μεγάλη πλειονότητα των θεατών, είναι πιο ύπουλο και αποτελεσματικό στην εδραίωση της πεποίθησης πως στον καπιταλισμό κανένας άξιος και δουλευταράς δε χάνεται.
Τα πρώτα επεισόδια ξεκινάνε καθηλωτικά, παρότι η ιστορία μοιάζει κλισέ και χιλιοειπωμένη: Η 25χρονη Άλεξ το σκάει μέσα στη νύχτα με τη δίχρονη κόρη της Μάντι στην αγκαλιά, λίγο αφότου ο αλκοολικός σύντροφός της Σον, ανοίγει μετά από καβγά μια τρύπα στον τοίχο, αποφασισμένη “να μην ξαναβγάλει ποτέ κομμάτια γυαλί από τα μαλλιά της”. Προκειμένου να επιβιώσει, πιάνει δουλειά σε εργολαβική εταιρεία ως καθαρίστρια. Η απεικόνιση της αφεντικίνας, που ξεκίνησε κι η ίδια ως καθαρίστρια, είναι μια εξαιρετικά ρεαλιστική απεικόνιση της γνωστής μαρξικής ρήσης πως “το είναι καθορίζει τη συνείδηση”. Η Γιολάντα επικαλείται τις καταβολές της μόνο για να πείσει τις εργαζόμενές της να αποδεχτούν ευκολότερα την καταπίεση και αυθαιρεσία της στις πληρωμές και τα ωράρια που επιβάλει. Η σειρά δέχτηκε κριτική ότι δεν προβάλλει αρκετά την εξοντωτική φύση της δουλειάς που καλείται να κάνει η Άλεξ. Δε συμφωνώ με αυτή την οπτική, γιατί δε θεωρώ ότι αριθμός λεκανών που τρίβει είναι αυτός που κάνει τη διαφορά εν προκειμένω. Η κούραση, η χρονική πίεση, η μέγγενη των εξόδων στα οποία ποτέ δεν μπορεί να ανταποκριθεί εμφανίζονται επαρκώς και αρκετά γλαφυρά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις προσωπικές και θεσμικές ταπεινώσεις που καλείται να αντιμετωπίσει για να λάβει τα μονίμως ανεπαρκή οικονομικά κρατικά βοηθήματα, για να βρει διαμέρισμα ή για να μπορεί να κρατήσει τους πελάτες της Γιολάντα ευχαριστημένους.
Καθώς προχωρά η ιστορία μας όμως, μια από τις πελάτισσες, η ζάμπλουτη πλην δυστυχισμένη στο γάμο της Ρετζίνα (που υποφέρει κι αυτή μια και όλοι το ίδιο είμαστε σε τούτο τον κοσμάκη) μεταμορφώνεται από σκύλα σε καλή νεράιδα της Άλεξ και σωσίβιο στην πιο δύσκολη στιγμή. Γιατί υπάρχουν καλύτερα αφεντικά και τα θέλουμε. Από εκεί και πέρα, η πλοκή γίνεται ολοένα και πιο γλυκανάλατη, ως το αναμενόμενο happy end, ή μάλλον όχι ακριβώς τέλος, αλλά αρχή μιας καλύτερης ζωής για την Άλεξ και τη Μάντι.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σειρά ως οικογενειακό δράμα, παρά ως κοινωνική καταγγελία. Πράγματι, μερικές από τις πιο δυνατές σκηνές διαδραματίζονται μεταξύ της Άλεξ και της διπολικής μητέρας της Πόλα, την οποία ερμηνεύει η Άντι Μακντάουελ, μητέρα της πρωταγωνίστριας Μάργκαρετ Κουόλι και στην πραγματική ζωή. Mια σχέση βασισμένη στην αμοιβαία αγάπη, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που προκαλεί η αδιάγνωστη ψυχική διαταραχή της Πόλα και η τάση της να εμπλέκεται με τους πιο ακατάλληλους άνδρες. Ανάμεσά τους και ο πατέρας της Άλεξ, Χανκ, που επιστρέφει μετά από δεκαετίες αποξένωσης στην κόρη του, προσπαθώντας – και τελικά αποτυγχάνοντας – να αποτινάξει τις σκιές του κακοποιητικού του παρελθόντος. Στον αντίποδα, ο πατέρας της Μάντι ακολουθεί μια πορεία προς – κάτι σαν – εξιλέωση, με πολλά σκαμπανεβάσματα, τόσο γνώριμα σε όσους παλεύουν με εξαρτήσεις κάθε είδους. Η σειρά τηρεί μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην απαρέγκλιτη καταδίκη της ενδοοικογενειακής βίας, επιμένοντας ιδιαίτερα στην παραμελημένη συνήθως ψυχολογική εκδοχή της, και την προσπάθεια να αναδείξει τους ψυχολογικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες που οδηγούν σε κακοποιητικές συμπεριφορές, αλλά και το πώς μπορούν αυτές να ξεπεραστούν.
Το βασικό όμως που κρατά το ενδιαφέρον του Maid ως το 10ο επεισόδιο, είναι οι δυνατές ερμηνείες, ιδιαίτερα της Κουόλι, που ζωντανεύει έναν από τους πιο συμπαθητικούς χαρακτήρες της μικρής οθόνης των τελευταίων χρόνων, σε μια εποχή που παραμένουν του συρμού οι “ηθικά περίπλοκοι” χαρακτήρες, ευφημισμός που συνήθως μεταφράζεται σε κανονικοποίηση του αμοραλισμού και του άκρατου κυνισμού στο όνομα του “ρεαλισμού”. Για την πάντα γοητευτική Άντι ΜακΝτάουελ δε χρειάζεται να πει κανείς πολλά, αφού για άλλη μια φορά καταφέρνει να ανταποκριθεί εξαιρετικά πετυχημένα σε ένα ρόλο που εύκολα θα μπορούσε να ξεφύγει σε άλλα χέρια προς το γκροτέσκο ή την καρικατούρα. Ειδική μνεία αξίζει να γίνει και τη μικρή Μάντι, που απλά κλέβει καρδιές και γίνεται οργανικό μέρος της αφήγησης.
Παρότι λοιπόν συνολικά η σειρά μπορεί να κομίζει γλαύκας εις Αθήνας και να μην ξεπερνά ούτε ως ιδέα τα ιδεολογικά στεγανά ενός ακόμα σαξές στόρι των “αρίστων” (εν προκειμένω η φλέβα αριστείας αφορά το συγγραφικό ταλέντο της Άλεξ), κυλάει ευχάριστα και σε τελική ανάλυση ίσως και να μη διαφέρει και τόσο από τις φαινομενικά αντικαπιταλιστικές δυστοπίες χωρίς προσφορά διεξόδου που τόσο αφθονούν στη σύγχρονη βιομηχανία του θεάματος.