“Μείνε πεινασμένος”: ιστορίες πολυεθνικής τρέλας
Η σάτιρα του Corporate δεν παρουσιάζει την εργασία ως κακή ή ηθική ή ανιαρή αλλά ως παράλογη. Παράλογη οργάνωση, συμπεριφορά, απαιτήσεις, ωράρια, συνθήκες εργασίας.
Πρόσφατα σε μια συζήτηση για την αμερικανική ποπ κουλτούρα (από αυτές που γίνονται σε ταβέρνες με φίλους), κάναμε μια σημαντική διαπίστωση. Όλο και πιο συχνά παρατηρούμε σε σειρές ένα χαρακτηριστικό ηθικό μοτίβο, το οποίο διέπει τους πρωταγωνιστές και μπορεί να συμπυκνωθεί στη φράση: “I have to do my job”. Προκειται για ένα εύκολο μυθοπλαστικό τέχνασμα, το οποίο έχει την ικανότητα να παρακάμπτει ηθικά διλήμματα και σεναριακά αδιέξοδα. Όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα, ο πρωταγωνιστής αναφωνεί “πρέπει να συνεχίσω τη δουλειά μου”, είτε πρόκειται για στρατιωτικό που αφήνει τη γυναίκα του για να σώσει τον κόσμο, είτε για γιατρό που ταλαιπωρείται από την εξωσυζυγική του σχέση, είτε για μεγαλέμπορο ναρκωτικών που βλέπει την αυτοκρατορία του να διαλύεται. Το πρόταγμα δίνει έμφαση στην πράξη, σε αυτό που γνωρίζει καλά ο πρωταγωνιστής και συντηρεί την ύπαρξη του. Όλα τα υπόλοιπα έχουν μικρή σημασία: η ηθική, η κακή ψυχολογική κατάσταση, οι αντικειμενικές συνθήκες. Παρακολουθώντας αυτή τη στάση ζωής να γίνεται δομικό στοιχείο των αμερικανικών σειρών και ταινιών, αναρωτιέμαι δύο πράγματα. Γιατί οι ήρωες ή αντι-ήρωες της ποπ κουλτούρας πρέπει να κινούνται από μια αίσθηση καθήκοντος ακόμα και όταν δεν υπάρχει καμία αξιακή ή ηθική βάση γι’ αυτό (όπως οι ναρκέμποροι, διεφθαρμένοι μπάτσοι ή ψυχροί εκτελεστές); Μια εύκολη απάντηση θα ήταν να επικαλεστούμε τις βαθιές ρίζες της προτεσταντικής ηθικής στην κουλτούρα των Η.Π.Α αλλά και στην ίδια τη λογική του κεφαλαίου (The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism, Max Weber), απάντηση που ομολογώ δεν με αφήνει απολύτως ικανοποιημένο. Η δεύτερη ερώτηση είναι η εξής: Πώς στοχάζεται κανείς για τη δουλειά του, όταν αυτή είναι το μοναδικό καταφύγιο και ταυτόχρονα εφαλτήριο προσδιορισμού της προσωπικότητάς του; Εν τέλει μπορούμε να μιλάμε για την εργασία μας ή απλά να τη φέρουμε εις πέρας;
Προσπάθησα λοιπόν να αναζητήσω την τελευταία φορά που αντιμετώπισα αμφισβήτηση της “δουλειάς” σε παράγωγο της δημοφιλούς κουλτούρας. Ομολογώ πως δεν βρήκα πολλά παραδείγματα, τουλάχιστον πρόσφατα. Μερικές μέρες μετά την εν λόγω κουβέντα, έπεσα πάνω σε μια σειρά, μαύρη κωμωδία για την ακρίβεια, η οποία τοποθετεί στο επίκεντρο της σάτιρας την εργασία σε μια πολυεθνική εταιρεία. Η σειρά ονομάζεται Corporate, ξεκίνησε να προβάλλεται το 2018 από το κανάλι Comedy Central. Η σάτιρα του Corporate δεν παρουσιάζει την εργασία ως κακή ή ηθική ή ανιαρή (το τελευταίο το βλέπουμε συχνά σε σειρές και ταινίες) αλλά ως παράλογη. Παράλογη οργάνωση, συμπεριφορά, απαιτήσεις, ωράρια, συνθήκες εργασίας. Η σειρά πετυχαίνει αφενός να βάλει στο επίκεντρο το μάνατζμεντ ως μια παθητικά επιθετική (passive aggressive) εταιρική τακτική, η αντιφατική φύση της οποίας παράγει γελοίες αλλά ταυτόχρονα οριακά αληθινές στιγμές. Αφετέρου η σειρά στα πρώτα επεισόδια της βομβαρδίζει με έξυπνο τρόπο όχι μόνο τις εργασιακές δομές ή τις προσωπικές συμπεριφορές (όπως έχουμε συνηθίσει σε σειρές που αφορούν εργασιακούς χώρους) αλλά βάζει δυναμικά με σπαρταριστό τρόπο στην πλοκή το κράτος, τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις κ.α.
Δεν προσπαθώ να παρουσιάσω το Corporate ως μια πολιτικά ορθή ή διαφωτιστική/αποκαλυπτική σειρά. Αποτελεί όμως μια φωτεινή εξαίρεση κριτικής στα προφανή, είδος που το χολιγουντιανό παράδειγμα είχε καταστήσει περιθωριακό εδώ και δεκαετίες (ας θυμηθούμε τον Michael Moore). Ίσως πάλι να μην είναι και τίποτα το τρομερό, αλλά πόσες φορές έχετε ακούσει αστείο για την ασφάλιση υγείας (health benefits), πράγμα διόλου δεδομένο στις Η.Π.Α.. Πόσες φορές έχετε ακούσει να παρουσιάζουν τους μάνατζερ ως ενδιάμεσα στρώματα που λειτουργούν με την αρχή: “Αν πω σε κάποιον να κάνει κάτι, τότε είναι σαν να το έκανα εγώ”; Πόσες φορές έχετε δει σάτιρα για τα εξοντωτικά ωράρια εργασίας, με τον πρωταγωνιστή να κοιμάται στην τουαλέτα και τον προϊστάμενό του να τον παρακολουθεί από τη χαραμάδα λέγοντας: “Νομιζα πως είσαι νεκρός αλλά κοιμάσαι στη τουαλέτα και αυτό είναι χειρότερο”;