Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα – Ένας παιδικός έρωτας

Μια παιχνιδιάρικη νομιμοποίηση της “ευρωπαϊκής ιδέας”, ένα στοιχείο του εποικοδομήματος, για να στηρίξει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και μια πλάγια προώθηση της νέας, ευρωπαϊκής “εθνικής μας συνείδησης” με πρωθιέρεια τη Δάφνη Μπόκοτα…

Θυμάμαι στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, σκεφτόμουν έναν από τους ανεκπλήρωτους γυμνασιακούς έρωτες κι έκανα όνειρα πώς θα ήταν αν ήμασταν μαζί ζευγάρι. Θα ήμασταν λέει σπίτι, θα είχαμε παραγγείλει κάτι απέξω, στην τηλεόραση θα έπαιζε “Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα” και εμείς θα τα σχολιάζαμε. Και μετά… βασικά αυτό. Δεν είχα τότε τις γνώσεις ούτε το απαιτούμενο θάρρος για τα παρακάτω. Ήταν όμως πολύ ωραία κι ολοκληρωμένη “φαντασίωση”, γιατί είχε Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα -χώρια τα πιτόγυρα.

Ναι αλλά τι τύπος ήταν γραμματικά το “θα ήμασταν”; Δυνητική Οριστική, θα μου πεις, αλλά εμείς δε μάθαμε ποτέ τέτοιον τύπο της δημοτικής στο Δημοτικό. Και αν είναι έτσι, όταν λέμε “να είχαμε να λέγαμε…” τι τύπος είναι; Μη μου πεις, δυνητική υποτακτική, αυτό δεν υπάρχει σε καμία εκδοχή των ελληνικών. Και επίσης, τι ήταν τα “Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα” (ΠΧΣ); Και γιατί έπαψαν να υπάρχουν; Δε θα ήταν πολύ ωραία να έπαιζαν ακόμα; Και τι τύπος ήταν το “να έπαιζαν”; Τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής…

Ας πιάσουμε όμως το βασικό ερώτημα: τι ήταν τα ΠΧΣ; Μια σύντομη δική μου, ετεροχρονισμένη απάντηση -πασπαλισμένη με την Κνίτικη πείρα, που δεν υπήρχε τότε, στα χρόνια της εφηβείας- είναι πως αποτελούσαν μια παιχνιδιάρικη νομιμοποίηση της “ευρωπαϊκής ιδέας” -που ήταν η σύγχρονη “Μεγάλη Ιδέα” του έθνους- και του κοινοτικού ιδεώδους. Ένα στοιχείο του εποικοδομήματος, για να στηρίξει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα -το κοινό μας σπίτι, όπως έλεγε ο Γκορμπατσόφ. Και μια πλάγια προώθηση της νέας, ευρωπαϊκής “εθνικής μας συνείδησης” -και ας ανταγωνίζονταν μεταξύ τους οι διάφορες ευρωπαϊκές “επαρχίες”- που έπρεπε να εμπεδωθεί με κάθε μέσο και με πρωθιέρεια τη Δάφνη Μπόκοτα…

{Ανοίγει ιστορική αγκύλη – κεντροαριστερή παρένθεση.

Η Δάφνη Μπόκοτα… Ένα όνομα, ένα ραντεβού με την ιστορία, μια ΠΑΣΟΚάρα. Μπορεί την αφορμή για την αφιερωματική αναφορά να μας την δίνει ο πρόσφατος, πρόωρος θάνατος του Κώστα Σγόντζου, αλλά η Δάφνη ήταν μια κατηγορία και μια EBU μόνη της. Σε βαθμό που όταν συστήθηκε στον Αίσωπο (Φίλιππα Σοφιανό), σε μία από τις πιο καλτ στιγμές των τηλεοπτικών χρονικών, είπε απλά το επίθετό της. Μπόκοτα (James Μπόκοτα)! Δε χρειάζονται περσότερα…

Η Μπόκοτα συνδέθηκε βέβαια και με την παρουσίαση της Γιουροβίζιον. Κάτι που μας δίνει την ευκαιρία να σχολιάσουμε πως το ΠΑΣΟΚ της εποχής φορούσε παλαιστινιακή μαντίλα και ενσάρκωνε με μεγάλη πειστικότητα το ρόλο του φίλου του Αραφάτ, ενώ το σημερινό κακέκτυπό του είναι από τους καλύτερους συμμάχους του Ισραήλ και δε σκέφτηκε ποτέ να μη στείλει τραγουδιστή για τον επόμενο διαγωνισμό στο Τελ Αβίβ. Το οποίο μας δείχνει ότι κάθε εποχή έχει το ΠΑΣΟΚ και τις παρουσιάστριες που του αξίζουν. Και εμείς σήμερα δεν αξίζουμε τη Δάφνη την Μπόκοτα.

Η ιστορία θα γράψει ειρωνικά πως η Μπόκοτα παρουσίαζε τη Γιουροβίζιον ανελλιπώς -από τότε που ήταν μια μικρή εμποροπανήγυρη, με αμελητέα εμβέλεια- μέχρι το 04′ και πως η Ελλάδα πήρε την πρώτη θέση την αμέσως επόμενη χρονιά. Σαν τον μπασκετικό Ολυμπιακό του Ίβκοβιτς, που τα πήρε όλα το 97′ και σήκωσε το Ευρωπαϊκό, με την ομάδα που είχε χτίσει ο Ιωαννίδης. Λίγοι μπορούσαν να φανταστούν όμως τότε πως αυτή ήταν η αρχή της παρακμής και πως τρεφόμασταν απλώς με τη Δάφνη του παρελθόντος…}

Ακόμα κι έτσι πάντως, παρά τον άχαρο ρόλο του καλλωπισμού της ευρωπαϊκής σαβούρας και του γηρασμένου οράματος που πήγε πρώτος να υλοποιήσει ο Χίτλερ, τα “Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα” παρέμεναν ένα ευχάριστο θέαμα. Πολύ πιο ευχάριστο πχ από το “Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα” του χυδαίου Κούλογλου -με πασπαλίσματα “αριστερής ευαισθησίας”- που ήταν κι αυτός φόλα “ευρωπαϊστής”, αλλά δεν είχε τόση πλάκα -κι ας είναι για να γελάει κανείς με πολλά από αυτά που γράφει κατά καιρούς.

Βασικά όμως τα ΠΧΣ ήταν κάτι παραπάνω από την πολιτική τους διάσταση. Απευθύνονταν σε μικρά και μεγάλα παιδιά, με συνειδήσεις που δεν ωρίμασαν ποτέ (πολιτικά και γενικώς), μένοντας προσκολλημένες στο παιχνίδι -που έχει εξάλλου την ίδια ετυμολογική ρίζα με το παιδί. Κάθε επεισόδιο ήταν η κάπως σαν πραγμάτωση ενός παιδικού ονείρου. Σα να βλέπεις το δωμάτιό σου και όλα τα παιχνίδια σου στρωμένα, χωρίς τον κίνδυνο να έρθει η μαμά να τα μαζέψει και να στο χαλάσει. Προφανώς και εδώ, στο τέλος, αποσυναρμολογούσαν τις κατασκευές που φιλοξενούσαν τα παιχνίδια σε κάθε έδρα, αλλά αυτό κοβόταν στο μοντάζ και δεν το βλέπαμε ποτέ. Κι έτσι πέρασαν αρκετά χρόνια, για να νιώσω το ίδιο ξενέρωμα, όταν έπρεπε να ξεστήσουμε τη μικρή Πολιτεία του Φεστιβάλ που τελείωνε. Κι αν τα αφήναμε έτσι, μαμά; Ποιον πειράζει;

Κι αυτός ο κόσμος του παραμυθιού έδενε με μαγικά στοιχεία, που χαράζουν τη μνήμη σου και οι χαρακιές σε ακολουθούν μια ζωή.

-Τρομερά σκηνικά, μεταξύ θεάτρου και σινεμά -που στο ελληνικό επεισόδιο με τον Αίσωπο (αυτόν δίπλα στην Μπόκοτα), πρέπει να τα είχε σχεδιάσει ο Ορνεράκης. Χρωματιστές στολές, βίντεο-καρτποστάλ από κάθε μέρος -για να μάθουμε κάθε σλοβενική κωμόπολη- σαν μάθημα ευρωπαϊκής πατριδογνωσίας, για “τα σημάδια που άφησε το καθεστώς” σε Ουγγαρία και Τσεχία και τα πολλά γυμναστήρια που είχε κάθε πόλη -αλλά αυτά δεν περιλαμβάνονταν προφανώς στα σημάδια… Παιχνίδια εμπνευσμένα από τους μύθους και τις παραδόσεις κάθε χώρας, για να μαθαίνεις παίζοντας -χρυσός παιδαγωγικός κανόνας. Ο βαθμολογικός πίνακας, οι ανατροπές και η σχετική αγωνία στο τέλος.

-Ο Ντενί Πετιό, σε ρόλο διαιτητή, με το ημίψηλο καπέλο και το κλασικό μουστάκι της Μεταπολίτευσης -κι ας μην την είχε ζήσει ο ίδιος, όπως η Μπόκοτα. Καταγράφεται πάντως ως ένα από πλέον συμπαθή “κοράκια” της ιστορίας, και ας μας έδινε διάφορες κοινοτικές ντιρεκτίβες, με υποχρεωτικό χαρακτήρα, που μας εξοικείωναν σταδιακά με τα μνημόνια. Κι αυτό δεν είναι υπερβολή, αν σκεφτεί κανείς πως τελικά τα ΠΧΣ κόπηκαν γιατί θεωρήθηκαν πολύ ακριβή παραγωγή, σε μια εποχή που “λεφτά υπήρχαν” -όπως και τώρα δηλαδή, απλά ξοδεύονταν ίσως πιο εύκολα σε τηλεοπτικές παραγωγές. Το “κοράκι” πάντως δεν είχε δύσκολες φάσεις να βγάλει, ούτε οπαδούς ομάδων να αντιμετωπίσει κι έτσι είχε σχετικά εύκολη υστεροφημία. Ας ερχόταν ως ξένος διαιτητής να σφυρίξει πχ το περσινό ΠΑΟΚ-ΑΕΚ, και θα το ξανασυζητούσαμε.

-Κι ο Τζόκερ, που η μισή Ελλάδα τον έμαθε από την μπιρίμπα, η άλλη μισή από το διάδοχο παιχνίδι του Λόττο, και κάποιοι άλλοι τον ήξεραν ήδη από τον Μπάτμαν. Στα ΠΧΣ σου επέτρεπε να διπλασιάσεις τους πόντους σου, ποντάροντας στο παιχνίδι που πίστευες πως μπορεί να τα πας καλύτερα. Κι εκεί αναδείξαμε το “ελληνικό δαιμόνιο” στον τζόγο, που θα έλαμπε λίγα χρόνια αργότερα στο χρηματιστήριο, λαμβάνοντας διαστάσεις “εθνικής τραγωδίας” -γιατί κάθε Μεγάλη Ιδέα καταλήγει σε μια τέτοια.

Συνήθως ο αρχηγός της αποστολής επέλεγε το παιχνίδι που του φαινόταν πιο εύκολο. Αλλά για αυτό ακριβώς το είχαν σταμπάρει και άλλες αποστολές, οπότε συνωστίζονταν τρεις-τέσσερις τζόκερ, και ήταν μαθηματικά βέβαιο πως δε θα τα πάνε όλοι όσο καλά νόμιζαν και κάποιες ομάδες θα διπλασίαζαν λίγους πόντους στο τέλος. Πολύ συχνά οι “κάποιες ομάδες” φορούσαν μπλε κι εμείς μέναμε με την απορία: “αν αυτό ήταν το καλό μας παιχνίδι, πώς θα τα πάμε στα άλλα δηλαδή;”. Κι η απάντηση ερχόταν σύντομα επί της οθόνης.

Ένας από τους βασικούς λόγους της δημοφιλίας των Παιχνιδιών Χωρίς Σύνορα ήταν νομίζω πως παρωδούσαν ακούσια (τότε δεν ξέραμε το “τρολάρω”) το σημιτικό ιδεολόγημα της εποχής για την “Ισχυρή Ελλάδα” που θριαμβεύει και αναπτύσσεται στας Ευρώπας -ένα γλυκό που ήρθε κι έδεσε σε αθλητικό επίπεδο, με τη βιομηχανία μεταλλίων και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τα ΠΧΣ ήταν μια μικρογραφία Ολυμπιακών Αγώνων, χωρίς χορηγούς και αναβολικά, χωρίς καν το μαγικό ζωμό του “Αστερίκιου εν Ολυμπία”, αλλά με διάφορες γκοσινικές καταστάσεις. Οι δικές μας αποστολές βούλιαζαν συνήθως στον πάτο του βαθμολογικού πίνακα ή κάποιας πισίνας, στα παιχνίδια που περιείχαν το υγρό στοιχείο, σε μια άτυπη άμιλλα με τους Μαλτέζους, κατά κανόνα, για την κατάκτηση της τίμιας και καταϊδρωμένης τελευταίας θέσης. Κι ήταν διασκεδαστικό -αν μη τι άλλο- να βλέπεις τους δικούς μας να θαλασσοδέρνονται ως τον τερματισμό, τιμώντας τη ναυτική μας παράδοση, ενώ θριάμβευαν κάτι… παραδοσιακές δυνάμεις της θάλασσας, όπως η Ελβετία -που έχει πολλές λίμνες μες στα βουνά- και η Ουγγαρία, που έχει πάντως και πολύ δυνατή υδατοσφαίριση, κι ας είναι εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά η πιο κοντική θάλασσα.

Υπήρξαν τελικά τρεις ελληνικές ομάδες (Πάτρα, Ρόδος, Κομοτηνή) που κατέκτησαν την πρώτη θέση σε επιμέρους επεισόδια -γιατί στο τέλος της χρονιάς υπήρχε ο τελικός με τους νικητές, για να βγει ο καλύτερος. Αυτό ήταν όμως η εξαίρεση στον κανόνα, κάνοντας πιο σημαντικές τις επιτυχίες. Σε γενικές γραμμές, οι αποστολές στα “Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα” ήταν η “χαρά της συμμετοχής, σε ένα τελείως ερασιτεχνικό κλίμα, από μικρούς δήμους και παρέες που πήγαιναν χωρίς ιδιαίτερη προπόνηση, για να σπάσουν πλάκα. Και όπως λέει και το κλισέ για τα γυρίσματα, “αυτό περνούσε και προς τα έξω”, και ας γινόταν καμιά φορά για τους λάθος λόγους, όταν ψάχναμε ναυαγούς στην πισίνα ή παίκτες κρεμασμένους στα δίχτυα, που περίμεναν την πυροσβεστική να τους απεγκλωβίσει.

Πολλά χρόνια αργότερα, έγινε μια απόπειρα αναβίωσης φτηνή απομίμηση των Παιχνιδιών, με παρουσιάστρια τη Νάντια Μπουλέ, που ήταν λίγη για να μπει στο ρόλο, τα παπούτσια και την πασοκο-εϊτίλα της Μπόκοτα, και διευρυμένη γεωγραφική σύνθεση, πιάνοντας τις παρυφές των BRICs, με Ρωσία και Κίνα.

Η βασική διαφορά είναι πως οι ομάδες ήταν γυμνασμένες, είχαν προπονητές (πχ τον Αλέξανδρο Τερζιάν για την ελληνική αποστολή) και είχαν κανονικούς αθλητές, ντούκια τύπου Survivor και χτισμένα σώματα, με τους οποίους δύσκολα ταυτίζονταν οι “Κοινοί Θνητοί”. Και θα ήμουν έτοιμος να γράψω πως για αυτό ακριβώς πήγε μάλλον άπατη η εκπομπή, αν δεν είχε πιάσει, χωρίς λογική εξήγηση, το Survivor, λίγα χρόνια αργότερα, με παρεμφερές σκεπτικό.

Κι αν η αρχική επιτυχία οφειλόταν ακριβώς στον αναπόφευκτο συνειρμό με τα ΠΧΣ, η σύντομη πτώση της ήταν ίσως η απόδειξη πως δεν μπορείς να παίρνεις τις αναμνήσεις, έξω από τα συμφραζόμενα της εποχής τους -τις συγκεκριμένες συνθήκες που θα λέγαμε μαρξιστικά- και να τις αναβιώσεις τεχνητά. Είναι η επανάληψη της ιστορίας σα φάρσα, που είναι καταδικασμένη να καταλήξει σε κακέκτυπα ή χρεοκοπία.

Μπορεί κάποια πράγματα να τα ωραιοποιεί -ως συνήθως- η μνήμη και η νοσταλγία. Μπορεί τεχνικά μιλώντας να υπήρχαν καλύτερα σόου και εκπομπές με παιχνίδια. Μπορεί ο σ/φος αναγνώστης να προτιμούσε το “Γυάλινο Κόσμο”, το “Φορτ Ρουαγιάλ” ή το “Wipe-Out” -όπου ο Ζαραλίκος προσπαθούσε μάταια να το σώσει, κατά τη γνώμη μου. Μπορεί απλά να είχε άλλα παιδικά-εφηβικά χρόνια και κατά συνέπεια διαφορετικές αναμνήσεις.

Εδώ αυτό που συγκρίνουμε όμως είναι ο αντίκτυπος που είχαν τα ΠΧΣ στην εποχή τους. Ή τουλάχιστον στις αναμνήσεις όσων τα έζησαν ως παιδιά-έφηβοι. Και για αυτούς, δε βγήκε ποτέ ξανά, τίποτα παρόμοιο, που να μπορεί να συγκριθεί μαζί τους. Αν μιλούσαμε με φιλοσοφικούς, ιστορικούς όρους, θα εντοπίζαμε μια τομή, με την “πρώιμη” και την “ύστερη” εποχή αυτών των παιχνιδιών. Ή τέλος πάντων μια παρακμή -κι ας θεωρούμε σήμερα ως εποχή της -αισθητικής και γενικώς- παρακμής εκείνα τα χρόνια, λες και τα κρίνουμε σήμερα από το ύψος κάποιας αξιοσημείωτης πολιτιστικής ακμής: “200 στη στροφή και μου φωνάζουν μαμά…”.
-Μαμά, να αφήσουμε τα παιχνίδια έξω, τι λες;

Στην πραγματικότητα, ο βασικός παιδικός έρωτας δεν ήταν εκείνη η κοπέλα -πώς την λέγανε άραγε;- αλλά τα Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα και η ανάμνησή τους. Χωρίς φιλιά -και τα άλλα που δεν ήξερα τότε- ακόμα και χωρίς πιτόγυρα (βαρύ). Σε τελική ανάλυση, κοπέλες θα βρίσκονταν -και βρέθηκαν- και άλλες (ναι αλλά τι τύπος είναι το “θα βρίσκονταν”). Εκπομπή σαν τα Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα όμως, δε βρέθηκε καμιά.

Υγ: Ο Κώστας Σγόντζος είχε γίνει γνωστός, επειδή παρουσίαζε τον “Υπέρηχο” και το “Μουσικό Καλειδοσκόπιο”. Αλλά τη μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα την κέρδισε αργότερα. Μπορεί να είναι άδικο να τον θυμούνται όλοι για αυτό, ως παρουσιαστή των “Παιχνιδιών Χωρίς Σύνορα”, αλλά αν το σκεφτούμε, ακόμα και πολλοί καλλιτέχνες γίνονται συνήθως γνωστοί για τα σουξέ τους, και όχι για τις καλύτερες, ποιοτικές δουλειές τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: