19 Γενάρη 1984 – Συννεφιασμένη μέρα για το λαϊκό τραγούδι
Βασίλης Τσιτσάνης: «Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου, διότι κι αυτό το θεωρούσα χρέος. Εγραψα για την Ελλάδα, για τη φτώχεια, για τη γυναίκα, για την εργατιά, για τον πόνο, για την αδικία, για το χαμό, για τη φυγή, για τη λευτεριά, για τον πόθο, για το ανικανοποίητο. Και πού δε φτερούγισε η φαντασία μου όλα αυτά τα χρόνια…»
Εκείνος που μας χάρισε τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», που άγγιζε τις καρδιές μας με τραγούδια της αγάπης, της ελπίδας και του πόνου, που όρθωσε το ανάστημά του στην ελληνική μουσική σκηνή, άφησε για πάντα το πάλκο. Ο Βασίλης Τσιτσάνης δε ζει πια. Αφησε την τελευταία του πνοή χτες το απόγευμα στο νοσοκομείο «Μπρόντον» του Λονδίνου, όπου είχε εγχειρηθεί την περασμένη Παρασκευή (…)
«Μαζί με τον ελληνικό λαό, δήλωσε ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ σ. Χαρίλαος Φλωράκης, θρηνούμε σήμερα το βάρδο της λαϊκής μας μουσικής, Βασίλη Τσιτσάνη.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης σε δύσκολους καιρούς αντιστάθηκε στα ευτελή και ξενόφερτα γούστα που καλλιεργούσε η ολιγαρχία και έκφρασε τις λαχτάρες και τους καημούς του λαού μας.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, με τα τραγούδια του, βοήθησε στο να σμιλευτεί το πρόσωπο μιας άλλης Ελλάδας, της Ελλάδας των εργαζομένων.
Η μνήμη του, τα αθάνατα τραγούδια του θα συντροφεύουν το λαό μας στους αγώνες του, στις καθημερινές χαρές και τη λύπη του».
Ο βουλευτής του ΚΚΕ Μίκης Θεοδωράκης είπε για το θάνατο του μεγάλου λαϊκού τροβαδούρου: «Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν ο μεγαλύτερος δημιουργός λαϊκών τραγουδιών στη χώρα μας. Τα τραγούδια του ταυτίστηκαν με την ψυχή, τις μνήμες και τις λαχτάρες του λαού μας.
Εγιναν μια από τις κύριες εκφράσεις της σύγχρονης καλλιτεχνικής μεγαλοφυΐας του.
Χωρίς τον Τσιτσάνη, η σημερινή Ελλάδα θα ήταν διαφορετική, θα ήταν φτωχότερη. Τώρα που τον χάσαμε για πάντα, η αλήθεια αυτή γίνεται κάθε μέρα και περισσότερο αληθινή.
Σε εποχή συγχύσεων, παρακρούσεων, παραμορφώσεων και νεφελωμάτων, το τραγούδι του Τσιτσάνη μάς δίνει μέτρο, το φως, την ευγένεια και το ήθος της μεγάλης ψυχής του λαού μας (…)».
Ο Βασίλης Τσιτσάνης έμελλε ν’ αφήσει τη στερνή πνοή στα ξένα, στο Λονδίνο, που είχε πάει για μια θεραπεία στους πνεύμονες (έπασχε από φλεγμονή). Αλλά το μοιραίο που του πήρε τη ζωή, προκλήθηκε από ανακοπή στις 3.40 ακριβώς το μεσημέρι (ώρα Ελλάδας).
Τούτες τις ώρες που συννέφιασε το τραγούδι, που ο κόσμος τον θρηνεί και που η «ορφάνια στη λαϊκή μας μουσική είναι συγκλονιστικά μεγάλη», αλλά και τούτο τον καιρό που το λαϊκό τραγούδι υπονομευτικά κηδεύεται, τούτες τις ώρες, τις μέρες, ο θάνατος του Τσιτσάνη μπορεί να βάζει το υστερόγραφό του σε μια ολόκληρη εποχή, αλλά αφήνει και μια παρακαταθήκη δημιουργίας, αστείρευτης έμπνευσης, πορείας και αγώνα για τη συνέχεια. Για μια συνέχεια που θα κρατήσει και θα μεγενθύνει τα χαρίσματα του Τσιτσάνη, που θα διατηρήσει τη μοναδικότητα, τη λαϊκή αυθεντικότητα, την ταυτόχρονη επικοινωνία με το λαό στο συναίσθημα, στη λαχτάρα, στην ακρόαση όλων, ακόμα και των πιο λεπτών και κρυφών παλμών του, αλλά που δε θα περάσει μέσα από τις οδύνες του τοκετού εκείνης της εποχής. Γι’ αυτό τούτες τις ώρες του πόνου η «Συννεφιασμένη Κυριακή» ζητάει περισσότερο από άλλοτε το ξαστέρωμά της. Αυτό δεν επιθυμούσε περισσότερο από οτιδήποτε ο μεγάλος δάσκαλος, κι αυτός δε θάναι ο συγκλονιστικότερος και ο μεγαλόπρεπος χαρμόσυνος «επικήδειος» που έγινε ποτέ στο λαϊκό τραγούδι;
«Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου, διότι κι αυτό το θεωρούσα χρέος. Εγραψα για την Ελλάδα, για τη φτώχεια, για τη γυναίκα, για την εργατιά, για τον πόνο, για την αδικία, για το χαμό, για τη φυγή, για τη λευτεριά, για τον πόθο, για το ανικανοποίητο. Και πού δε φτερούγισε η φαντασία μου όλα αυτά τα χρόνια…».
Με αυτά τα λόγια, ο ίδιος ο Βασίλης Τσιτσάνης, που «έφυγε» σαν χτες (18/1/1984), αποτύπωσε το εύρος του μουσικού του έργου, με το οποίο άνοιξε νέους ορίζοντες στο λαϊκό τραγούδι, αναδεικνύοντας μέσα από τα τραγούδια του τη ζωή, τους καημούς και τις ελπίδες του λαού μας.
Ο λαϊκός συνθέτης γεννήθηκε στα Τρίκαλα, στις 18 Γενάρη 1915. Ο θάνατος του πατέρα του τον σημάδεψε. Το πρώτο μπουζούκι που πρωτόπιασε ήταν αυτό του πατέρα του. Παράλληλα, αρχίζει να μαθαίνει και βιολί και γρήγορα έγινε δεξιοτέχνης και στα δύο όργανα. Τον μαγεύουν οι μελωδίες του Μάρκου Βαμβακάρη.
Στα τέλη του 1936 έφυγε από τα Τρίκαλα για την Αθήνα, για να σπουδάσει νομική. Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δούλεψε σε διάφορες ταβέρνες. Σε μια απ’ αυτές γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε σε μια δισκογραφική εταιρεία. Αρχίζει να φωνογραφεί τα πρώτα του τραγούδια, ανάμεσά τους και την «Αρχόντισσα», που είναι και το πιο γνωστό απ’ αυτά που ηχογράφησε πριν τον Πόλεμο. Τραγούδια αυτής της περιόδου ερμήνευσαν οι Στράτος Παγιουμτζής, Στελλάκης Περπινιάδης, Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Τα χρόνια της Κατοχής τα πέρασε στη Θεσσαλονίκη, όπου δούλεψε σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια έγραψε πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφήθηκαν όμως μεταπολεμικά, όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων: «Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές» και πολλά άλλα. Και βέβαια, αυτή η μεγάλη δεκαετία εκφράστηκε με αριστουργηματικό τρόπο στη δικιά του, «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Το 1946, ο Τσιτσάνης εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και δούλεψε σε διάφορα μαγαζιά μαζί με φωνές που έγιναν θρύλοι του λαϊκού μας τραγουδιού, όπως η Σωτηρία Μπέλλου και η Μαρίκα Νίνου. Τα επόμενα χρόνια ήταν τα πλέον δημιουργικά και εκείνα που γνώρισε την πλατιά καταξίωση. «Είμαστε αλάνια», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Τρελός Τσιγγάνος», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Ομορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Φάμπρικες», «Πέφτεις σε λάθη», «Κάθε βράδυ λυπημένη», «Ξημερώνει και βραδιάζει» είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι’ αυτή την περίοδο.
Το 1954 στην αίθουσα του «Παρνασσού», ο Τσιτσάνης και η Νίνου ηχογράφησαν για λογαριασμό της «Philips» τον πρώτο μεγάλο δίσκο που γράφτηκε στην Ελλάδα και κυκλοφόρησε στο εξωτερικό.
Η μεγάλη πορεία του Βασίλη Τσιτσάνη έφθασε στο απόγειό της στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ενώ το 1980 κυκλοφόρησε ο δίσκος «Χάραμα» από τους σημαντικότερους της ιστορίας του λαϊκού μας τραγουδιού.
Το έργο του Τσιτσάνη περιλαμβάνει περίπου 2.000 τραγούδια, με πολλά απ’ αυτά να παραμένουν αγαπημένα και να τραγουδιούνται καθημερινά…
Ριζοσπάστης, 19 Γενάρη 1984
Βλ. περισσότερα: Νέαρχος Γεωργιάδης, «Το φαινόμενο Τσιτσάνης», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2001