“Αξέχαστος”: 100 χρόνια από τη γέννηση του Nat King Cole
Όπως συνέβαινε και με άλλους Αφροαμερικανούς καλλιτέχνες, η μεγάλη του επιτυχία δε στάθηκε εμπόδιο στο να γνωρίσει ρατσιστικές διακρίσεις, παρότι ο ίδιος διστακτικά μόνο και με μεγάλη καθυστέρηση συμμετείχε στο κίνημα χειραφέτησης των μαύρων στις ΗΠΑ.
Ένας αιώνας συμπληρώνεται σήμερα από τη γέννηση του Nat King Cole, ενός μουσικού θρύλου που έφερε επανάσταση στη τζαζ και που κατά πολλούς έθεσε τα θεμέλια της ροκ εν ρολ μουσικής, με τραγούδια του όπως “Straighten up” και “Fly right”. Όπως συνέβαινε και με άλλους Αφροαμερικανούς καλλιτέχνες, η μεγάλη του επιτυχία δε στάθηκε εμπόδιο στο να γνωρίσει ρατσιστικές διακρίσεις, παρότι ο ίδιος διστακτικά μόνο και με μεγάλη καθυστέρηση συμμετείχε στο κίνημα χειραφέτησης των μαύρων στις ΗΠΑ.
Ήρθε στον κόσμο στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, αλλά μεγάλωσε στο Σικάγο. Ο πατέρας του ήταν Βαπτιστής ιερέας και η μητέρα του διευθύντρια της εκκλησιαστικής ορχήστρας. Ο Νat άρχισε να παίζει πιάνο σε ηλικία τεσσάρων ετών, ενώ ως έφηβος έφτιαξε τα πρώτα του τζαζ συγκροτήματα. Είχε μεγάλο ταλέντο και στον αθλητισμό, ιδιαίτερα στο μπέιζμπολ, ενώ αργότερα δήλωνε αστειευόμενος πως “το μόνο άθλημα που δε μου αρέσει είναι οι ιπποδρομίες, κι αυτό επειδή δε γνωρίζομαι προσωπικά με τα άλογα”. Η μουσική του πορεία όμως ήταν προδιαγεγραμμένη κι έτσι άρχισε να εμφανίζεται από τα 16 ως επαγγελματίας πιανίστας, εγκαταλείποντας το σχολείο.
Σημαντική χρονιά για την καριέρα του ήταν το 1939, όταν σχηματίστηκε το Nat – King – Cole – Trio στο Λος Άντζελες, μαζί με τον μπασίστα Ουέσλεϊ Πρινς, τον κιθαρίστα Όσκαρ Μουρ και τον ντράμερ Λι Γιανγκ. Οι ηχογραφήσεις του τρίο άφησαν εποχή, ενώ η πρώτη επιτυχία στα τσαρτ του Billboard ήρθε το 1943 με το All for you. H πρώτη νούμερο ένα επιτυχία ήρθε το 1946 με το “For Sentimental reasons”, ενώ το 1948 έγινε διεθνώς γνωστός με τραγούδι «Nature boy».
Η Χρυσή εποχή του ήταν η δεκαετία του ’50, παρότι το 1955 το τρίο του διαλύθηκε κι ο ίδιος στη σόλο καριέρα του απομακρύνθηκε από τη τζαζ κινούμενος περισσότερο προς την κυριαρχούμενη ως τότε από λευκούς ποπ μουσική. “Unforgettable,” “Too Young,” “Answer Me, My Love,” and “Darling, Je Vous Aime Beaucoup” είναι μερικοί μόνο από τους τίτλους που πούλησαν εκατομμύρια αντίτυπα και εδραίωσαν τη φήμη του για τις επόμενες δεκαετίες. Η βελούδινη φωνή του και η καθαρή του άρθρωση τον ξεχώριζαν από άλλους ποπ καλλιτέχνες της εποχής του. Με ψευδώνυμα ωστόσο συνέχισε να ηχογραφεί τζαζ δίσκους με σημαντικούς μουσικούς του είδους όπως ο Μπάντι Ριτς και ο Λέστερ Γιανγκ.
Παντρεύτηκε δυο φορές, κι απέκτησε τρία παιδιά, μεταξύ των οποίων την επίσης τραγουδίστρια Natalie Cole, που πέθανε το 2015.
Όσο ψηλά κι αν έφτασε, ο Cole εξακολουθούσε να είναι πολίτης κατώτερης κατηγορίας για πολλούς λευκούς συμπατριώτες του, κι όχι μόνο στον αμερικανικό νότο. Όταν το 1948 η οικογένειά του αγόρασε σπίτι στην πλούσια συνοικία Χάνκοκ Παρκ, στην οποία ως τότε κατοικούσαν αποκλειστικά λευκοί ιδιοκτήτες, ο Cole δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο την Κου – Κλουξ – Κλαν, που έβαλε φωτιά σε ένα σταυρό μπροστά στην αυλή του. Υποχρεώθηκε να εμπλακεί και σε δικαστική διαμάχη με την Ένωση Ιδιοκτητών Χάνκοκ Παρκ, που αρχικά προσπάθησε να αποτρέψει την αγορά του σπιτιού, ενώ όταν απέτυχε πρότεινε να αγοράσει το σπίτι από τον Cole. Σε δικαστικό έγγραφο που εμφανίστηκε δεκαετίες αργότερα αναγράφεται πως το σπίτι ήταν προς πώληση μόνο για λευκούς κι όχι «για κάθε άτομο του οποίου το αίμα δεν ανήκει απόλυτα στη λευκή φυλή». Οι εκφοβισμοί συνεχίστηκαν, καθώς άγνωστοι έριξαν φόλα στο σκύλο της οικογένειας και έγραψαν «νέγρος» στο γρασίδι της αυλής τους καίγοντάς το.
To 1956 έπεσε θύμα βίαιης επίθεσης στη διάρκεια συναυλίας του στη γενέτειρά του Αλαμπάμα, όταν ομάδα ρατσιστών του «Συμβουλίου Λευκών Πολιτών» εισέβαλε στη σκηνή με πρόθεση να τον απαγάγει. Ο Κόουλ, έπεσε από το κάθισμα όπου έπαιζε πιάνο και τραυματίστηκε στη μέση, ενώ οι δράστες συνελήφθησαν και αργότερα καταδικάστηκαν. O ίδιος δήλωσε κατάπληκτος από την επίθεση: «Δεν το καταλαβαίνω. Δεν πήρα μέρος σε καμία διαμαρτυρία. Ούτε είμαι μέλος σε οργανώσεις κατά του φυλετικού διαχωρισμού. Γιατί να μου επιτεθούν;». Πρόσθεσε πως ήθελε να ξεχάσει το περιστατικό και δήλωσε πως θα συνεχίσει να παίζει σε μαγαζιά που διαχώριζαν λευκούς και μαύρους, με το σκεπτικό ότι «δεν μπορεί ν’ αλλάξει η κατάσταση σε μια μέρα». Παρότι ταυτόχρονα ενίσχυσε οικονομικά το μποϊκοτάζ των λεωφορείων του Μοντγκόμερι μετά το διάσημο περιστατικό με τη Ρόζα παρκς, όπως είναι φυσικό η στάση του βρέθηκε στο στόχαστρο της αφροαμερικανικής κοινότητας. Ηγετικά στελέχη της κύριας ως τότε οργάνωσης χειραφέτησης των Αφροαμερικανών NAACP τον αποκάλεσαν «Μπαρμπα – Θωμά» και του έστειλαν επιστολή όπου τον καλούσαν να «συμμετάσχει σε μια σταυροφορία κατά του ρατσισμού», αφού επρόκειτο για «έναν αγώνα από τον οποίο κανείς μας δεν μπορεί να ξεφύγει». Ακόμα πιο σκληρή ήταν η κριτική από τον αφροαμερικανικό τύπο, που αποκάλεσε τις εμφανίσεις του μόνο σε λευκά κοινά ως «προσβολή στη φυλή του¨, ενώ άλλα έντυπα θεώρησαν τις ιδέες του «προδοτικές». Όλ’ αυτά έκαναν τον καλλιτέχνη να αναθεωρήσει τη στάση του, και να ανακοινώσει πως δε θα εμφανιζόταν πια σε μαγαζιά που διαχώριζαν το κοινό τους με φυλετικά κριτήρια. Δήλωσε επίσης πως είναι αντίθετος «στο φυλετικό διαχωρισμό κάθε μορφής» και εντάχθηκε στο NAACP του Ντιτρότι δια βίου. Έκτοτε και ως το θάνατό του συμμετείχε στο κίνημα χειραφέτησης των Αφροαμερικανών, έχοντας ρόλο και στην οργάνωση της «Πορείας προς την Ουάσινγκτον» το 1963, όπου ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ εκφώνησε τη διάσημη ομιλία του «Έχω ένα όνειρο».
Ο Cole έπεσε θύμα της αγαπημένης του συνήθειας του καπνίσματος, φεύγοντας από τη ζωή σε ηλικία μόλις 45 ετών από καρκίνο του πνεύμονα, στις 15 Φλεβάρη 1965.