Αν το ‘χα δει μια ώρα αρχύτερα – Οι οβιδιακές μεταμορφώσεις της Αφροδίτης Μάνου
Από τα χαιρετίσματα στην εξουσία στα σαλπίσματα για την Μακεδονία, οι παράξενοι χειμώνες της Αφροδίτης Μάνου δε θα πάψουν να μας εκπλήσσουν.
Εκείνα όλα που χαράμισα/να τάχα τώρα σε πουκάμισα/αφού σιγά σιγά τρελαίνομαι/και να’ μαι καραγκιόζης και να φαίνομαι/Ε, ω, έ δώσαμε./Ε, ω, έ τελειώσαμε, τραγουδούσε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου το 1994 σε μουσική Χριστόφορου Κροκίδη και στίχους Αφροδίτης Μάνου. Προφητικοί στίχοι μπορεί να έχουν γραφτεί αρκετοί στην ιστορία του ελληνικού πενταγράμμου, αλλά τέτοιοι που να προιωνίζονται τόσο εύστοχα την πορεία του δημιουργού τους σπάνια. Με αστείρευτο ταλέντο στη φωνή, τη σύνθεση και τους στίχους, χάρισε μικρά μουσικά διαμάντια και χαρακτηριστικές ερμηνείες, πριν αρχίσει να απασχολεί κυρίως για τους λάθος λόγους. Της πιστώνεται ωστόσο πως, σε αντίθεση με πολλούς ομότεχνούς της, δεν ήταν άνθρωπος που συνήθιζε να σιωπά για τα όσα συνέβαιναν γύρω της.
Γεννήθηκε στις 27 Ιούλη 1953 στον Ταύρο ως Αγλαΐα Δημητριάδη, σε οικογένεια ενός οδοντίατρου προσφυγικής καταγωγής, της οποίας τα περισσότερα μέλη είχαν έφεση στη μουσική. Αδερφή της η Μαρία Δημητριάδη, για την οποία είχε μιλήσει σε μια εξαιρετική εκπομπή της Ελληνοφρένειας με αφορμή τη συμπλήρωση 10 χρόνων από το θάνατό της.Ακολούθησαν ως ένα βαθμό παράλληλες καλλιτεχνικές και πολιτικές πορείες, χωρίς ποτέ να τεθεί θέμα μίμησης ή σύγκρισης.
Καλλιτεχνικός της “νονός” υπήρξε ο μεγάλος Νίκος Γκάτσος, δίνοντάς της το ψευδώνυμο με το οποίο καθιερώθηκε. Ξεκινά την καριέρα της, όπως η αδερφή της, από κινηματογραφικό σάουντρακ για την ταινία “Εκείνο το καλοκαίρι” σε σύνθεση Γιάννη Σπανού. Η αιθέρια φωνή της κάνει αμέσως εντύπωση και έκτοτε οι συμμετοχές της σε δίσκους θα είναι συνεχείς, ανάμεσά τους και εμβληματικές δουλειές όπως η πρώτη έκδοση των 18 Λιανοτράγουδων, τα Γράμματα από τη Γερμανία, αμφότερα σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη (στον οποίο η αδερφή της από 13 ετών είχε προβλέψει πως κι οι δυο γίνονταν κάποτε τραγουδίστριές του), η Καντάτα για τη Μακρόνησο του Θάνου Μικρούτσικου, αλλά και η Ρεζέρβα του Διονύση Σαββόπουλου.
Η δεκαετία όμως που της ανήκει είναι η αμέσως επόμενη, όπου αρχίζει να ξεδιπλώνει πια ευρύτερο φάσμα των δημιουργικών της ικανοτήτων. Ξεκινάει με την “Απόπειρα” του Νίκου Καλλίτση και τα “Αντάρτικα” σε ενορχήστρωση Θάνου Μικρούτσικου, η απόλυτη καθιέρωση όμως έρχεται ένα χρόνο μετά, χάρη στη συνεργασία της με το Λουκιανό Κηλαηδόνη στη “Χαμηλή Πτήση”. Από εκεί το εμβληματικό τραγούδι “Η Μέρα μιας Μαίρης”, που βάζει κάτι μέχρι σήμερα δεκάδες ύμνους “female empowerment” διεθνώς. Η απογείωση συνεχίζεται με το θρυλικό πια πάρτυ του Λουκιανού στη Βουλιαγμένη, δυο μέρες πριν τα γενέθλιά της, που κυκλοφόρησε σε δίσκο και περιέχει τη διασημότερη ζωντανή εκτέλεση του τραγουδιού – σήμα κατατεθέν της Μάνου – τόσο, που λανθασμένα πολλοί πιστεύουν πως το έγραψε η ίδια.
Το 1984 εντυπωσιάζει με τη “Νυχτερινή εκπομπή”, όπου γράφει, συνθέτει κι ερμηνεύει τα τραγούδια της, σε ένα δίσκο ευφρόσυνα μελαγχολικό, όπως μεγάλο μέρος της ποπ της δεκαετίας με τις βάτες:
Η επόμενη τεράστια επιτυχία έρχεται με τη στιχουργική συμμετοχή της στα “Χαιρετίσματα” του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, όπου υπογράφει το ομώνυμο τραγούδι – σταθμό, αλλά και το διαχρονικά τρυφερό “Πάρε με”. Το σερί συνεχίζεται αδιάσπαστο το 1988, ως ερμηνεύτρια αυτή τη φορά, στο πλευρό του Γιάννη Μηλιώκα στο κλασικό πια Ροζ, ενώ η δεκαετία κλείνει με τη συμμετοχή της στο “Πάλκο” των Φατμέ. Στο η “Αγάπη ίσως” οι προφητείες, προσωπικές και συλλογικές συνεχίζονται, σε στίχους Νίκου Πορτοκάλογλου αυτή τη φορά:
Παράξενος χειμώνας μπαίνει παράξενη εποχή/Κανείς δεν ξέρει πού πηγαίνει δεν ξέρει πού θα βγει/Βουλιάζουμε όλο και πιο κάτω όλο πιο βαθιά/Πότε θα πιάσουμε επιτέλους πάτο… πια.
Η επόμενη δεκαετία συνεχίζεται δημιουργικά, αν και πιο χαμηλόφωνα. Στα μέσα της, η ίδια ομολογεί πως βρέθηκε αντιμέτωπη με “συσσωρευμένη αρνητική ενέργεια” και αποσύρεται μερικώς από το μουσικό στερέωμα, περιοριζόμενη κυρίως σε συμμετοχές, με τελευταία εκείνη στο δίσκο του Σταύρου Παπασταύρου “Ο Φάρος με τα χίλια μυστικά” το 2016. Εξαίρεση το πολύ πετυχημένο σάουντρακ της ταινίας “Το κλάμα βγήκε απ’τον Παράδεισο” (2001) των Ρέππα – Παπαθανασίου, που υπογράφει η ίδια σχεδόν εξολοκλήρου.
Πολιτικοποιημένη από νωρίς, η Μάνου έκανε, ακολουθώντας την “οικογενειακή” παράδοση, το πέρασμά της από το μαοϊκό ΕΚΚΕ, τραγουδώντας και σε εκδηλώσεις του κόμματος, ενώ αργότερα δεν ήταν σπάνια η παρουσία της στο φεστιβάλ της ΚΝΕ, με πιο πρόσφατη το Σεπτέμβρη του 2015. Πριν μια δεκαετία, μπορεί να βρει κανείς και δήλωση στήριξής της στο κόμμα, στις ευρωεκλογές του 2009.
Η μεταστροφή της στο ΣΥΡΙΖΑ στα χρόνια μετά το 2015 δεν προκάλεσε ακριβώς έκπληξη, ωστόσο δηλώσεις της όπως “μου έκοψαν την καλημέρα πρώην εραστές επειδή στηρίζω το ΣΥΡΙΖΑ” ή για το Σόιμπλε που “έγινε παραπληγικός επειδή είναι παράφρων, σαδιστής πολιτικός” έδωσαν τροφή για συζητήσεις στα διαδικτυακά κυρίως καφενεία για εβδομάδες.
Τίποτε όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με τον ντόρο που προκάλεσε η μετάλλαξή της σε υβρίδιο Παύλου Μελά και Γερμανού Καραβαγγέλη, με αφορμή τα συλλαλητήρια για το μακεδονικό, όπου η ίδια εμφανίστηκε ως ομιλήτρια, ξεπλένοντας σε συνεντεύξεις της και αναρτήσεις στα ΜΚΔ τη συνύπαρξη με την ακροδεξιά, στη λογική ότι “στο χαράκωμα δε ρωτάς το συμπολεμιστή σου τι ψηφίζει.” Όπως είναι αναμενόμενο, ο έρωτας στο ΣΥΡΙΖΑ μετατράπηκε σε απέχθεια και ψήφο εμπιστοσύνης στο Μητσοτάκη, για να “φύγουν τα ανεκδιήγητα σούργελα” και οι “εθνομηδενιστές”. Την ίδια περίοδο, ο λόγος της διανθιζόταν και με ρατσιστικές νότες, όπως για “λαθρομετανάστες που λιάζονται”.
Δε γνωρίζουμε αν έχει ήδη απαντηθεί το ερώτημα που έθετε η ίδια στο “Η αγάπη ίσως”, ευχόμαστε όμως ειλικρινά να είναι κάπου εδώ. Έτσι κι αλλιώς, όπως με τόσους και τόσους ακόμα ομοτέχνους της, έχουμε μάθει να βλέπουμε τα τραγούδια τους ως παιδιά που δε φέρουν καμία οικογενειακή ευθύνη για τους γονιούς τους…