Αντώνης Βαρδής – Φεύγω και αφήνω πίσω μου… τραγούδια
Ο Αντώνης Βαρδής έφυγε πρόωρα από τη ζωή, χτυπημένος από την επάρατη νόσο, άφησε όμως πίσω του όχι συντρίμμια, αλλά τραγούδια, για να μας τον θυμίζουν πάντα.
Αν η φήμη και η περιουσία ενός μουσικού αντιστοιχούσαν ευθέως στην προσφορά του στο τραγούδι, ο Αντώνης Βαρδής με τις εκατοντάδες συνθέσεις και το πολυκύμαντο ρεπερτόριο, θα ανήκε στην αφρόκρεμα και θα είχε λυμένο από νωρίς το βιοποριστικό του πρόβλημα. Αλλά στην πραγματική ζωή, αυτό τον ακολούθησε σχεδόν ως το τέλος, καθορίζοντας -τόσο θετικά όσο και αρνητικά- τα βιώματα, το μουσικό του στίγμα και τις επιλογές που έκανε.
Γεννήθηκε στο Μοσχάτο, στις 7 Αυγούστου του 1948, και αναγκάστηκε να μπει από παιδί στη βιοπάλη, δίπλα στον Χιώτη στην Πλάκα, όπου γνώρισε και τον Τσιτσάνη. Εκεί κέρδισε το πρώτο του χειροκρότημα και πήρε πιθανότατα την απόφαση τι του αρέσει να κάνει. Πρώτα όμως πέρασε από αρκετές δουλειές και σαράντα κύματα, εν μέρει στην κυριολεξία, καθώς μπάρκαρε -έφηβος ακόμα- ενώ εγκατέλειψε το σχολείο.
Η θάλασσα ήταν μία από τις μεγάλες του αγάπες που τον ηρεμούσε και του “χάρισε” την πρώτη του κιθάρα, αλλά δεν τον κράτησε επαγγελματικά. Ο Βαρδής το ‘σκασε σε ένα ξεμπαρκάρισμα -οπότε του κράτησαν το ναυτικό του δελτίο- και εργάστηκε σε ένα βενζινάδικο, όπου γνώρισε τον Γ. Μυλωνά και άλλα μέλη, έφτιαξαν το συγκρότημα Vikings. Από αυτήν την περίοδο ξεχωρίζει το κομμάτι Catherine, σε δική του σύνθεση, που υπέγραψε ως Toni Vardis.
Μετά τη θητεία του, ανοίγει το κεφάλαιο των μπουάτ, που κράτησε ως τις αρχές της δεκαετίας του ’80, οπότε και οδηγήθηκαν στην παρακμή. Ξεκινάει στο πλευρό του Μούτση και της Γαλάνη, για να συνεργαστεί με κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, όπως τους Χρήστο Νικολόπουλο, Τάκη Σούκα, Θανάση Πολυκανδριώτη, Δήμο Μούτση, Γιάννη Σπανό, Μάνο Λοΐζο, Γιώργο Νταλάρα, Χαρούλα Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Βίκυ Μοσχολιού, Μανώλη Μητσιά, Αννα Βίσση, Νίκο Ξυλούρη, Δημήτρη Ψαριανό, Χαράλαμπο Γαργανουράκη, Μαρία Δημητριάδη, Τάνια Τσανακλίδου, Μαρίζα Κωχ, Λουκιανό Κηλαηδόνη κ.ά.
Οι συνθέσεις του κερδίζουν αναγνώριση και εκθειαστικά σχόλια από φτασμένους συναδέλφους του, αλλά η συστολή του δεν τον αφήνει να βγει ακόμα πιο θαρρετά στο προσκήνιο. Σταθμός για να την ξεπεράσει ήταν η διάκριση που πήρε (2η θέση) σε διαγωνισμό τραγουδιού, με το “Πόσο πολύ σε αγάπησα” που ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας.
Το ’76 έρχεται ο πρώτος προσωπικός του δίσκος (Οραματίζομαι) που έχει όμως μικρή απήχηση. Ο ίδιος απογοητεύτηκε και αποσύρθηκε για ένα διάστημα από το δημιουργικό κομμάτι. Ευτυχώς όμως αναιρεί μετά από μια διετία την απόφασή του και επιστρέφει πεσμένος να αφήσει τους σύνθετους πειραματισμούς και τις περίπλοκες συνθέσεις, γράφοντας πιο απλά και εμπορικά τραγούδια. Αν και το δείγμα γραφής που μας δίνει το ’78 (συνεργασίες με Νταλάρα, Πάριο, Γαλάνη, Βασίλη Παπακωνσταντίνου) μόνο τέτοιο δεν είναι. Το ίδιο διάστημα κάνει την πρώτη συνεργασία του με τον Πάνο Φαλάρα, με τον οποίο θα γίνουν πολύ καλοί φίλοι στη συνέχεια.
Ο δεύτερος προσωπικός του δίσκος έρχεται οκτώ χρόνια μετά, με το εμβληματικό Σχήμα Λόγου (Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα).
Την ίδια περίπου περίοδο γράφει τραγούδια για τη δεύτερη σύζυγό του, Χριστίνα Μαραγκόζη, ενώ μια κοινή δισκογραφική δουλειά τους περιλαμβάνει το σχεδόν “αυτο”βιογραφικό “Θα εκραγώ” -αν και δεν έγραψε ο ίδιος τους στίχους.
–Σε έναν κόσμο εχθρικό κομματιάζομαι
Για τους άλλους πάντα αιμορραγώ…
Κακότεχνο ποίημα αυτή η ζωή…
Στο ενδιάμεσο έχει προλάβει να συνεργαστεί με όλα τα κορυφαία ονόματα, στην πιο δημιουργική του περίοδο, με μια ευρεία γκάμα ήχων και τραγουδιών, από λαϊκούς μέχρι ροκ και από ερωτικά μέχρι πιο προβληματισμένα κομμάτια. Αναφέρονται ενδεικτικά μεταξύ πολλών άλλων οι συνεργασίες με: Γιάννη Πουλόπουλο («Θέλω να μ’ αγαπάς»), Γιάννη Πάριο («Αχ αγάπη», «Σου γράφω ένα γράμμα», «Δε θα χωρίσουμε ποτέ»), Δήμητρα Γαλάνη («Μ’ αγαπούσες θυμάμαι»), Γιώργο Νταλάρα («Κάτω απ’ την κληματαριά»), Χαρούλα Αλεξίου («Ξημερώνει», «Φεύγω»), Ηλία Κλωναρίδη («Θάλασσες»), Μανώλη Λιδάκη («Κουράστηκα να υποκρίνομαι»), Πίτσα Παπαδοπούλου («Μη Μιλάς»), Μανώλη Μητσιά («Θ’ αναζητάς»), Χριστίνα Μαραγκόζη («Θα προχωράμε μαζί», «Χάνομαι», «Λικεράκι»), Ελευθερία Αρβανιτάκη («Μες στη δική σου τη ζωή»).
Ο ίδιος όμως καμαρώνει περισσότερο για τη συνεργασία του με τον Μανώλη Αγγελόπουλο (Την βαρέθηκε η ψυχή μου) και ιδίως με τον Στέλιο Καζαντζίδη, που ήταν παιδικό του ίνδαλμα, στο τραγούδι “Στην Ελλάς του Δυο Χιλιάδες”.
Τη δεκαετία του ’90 μας συστήνει και το γιο του Γιάννη, μέσα από τη δουλειά τους “Οικογενειακές Υποθέσεις”.
Τα επόμενα χρόνια όμως είναι εκ νέου δύσκολα για τον ίδιο και αυτό καθορίζει πιθανότατα τις συνεργασίες του, με σαφώς πιο εμπορικούς ερμηνευτές (από τον Ρουβά και τον Γονίδη μέχρι τον Βέρτη), και άλλες επιλογές του, όπως την παρουσία του σε ένα από τα πρώτα reality show εκείνης της εποχής.
Τη δεκαετία του ’00 ετοιμάζει -και για βιοποριστικούς λόγους- τη διοργάνωση μιας επετειακής συναυλίας για την παρουσία του στο ελληνικό τραγούδι. Στο πλαίσιό της ηχογραφείται ακόμα και ειδικό τραγούδι, που δεν έχει κυκλοφορήσει σε δίσκο, η συναυλία όμως δε γίνεται ποτέ και ο Βαρδής μένει με την πικρία.
Την επόμενη δεκαετία τον χτυπάει η επάρατη νόσος και μετά από άνιση μάχη, φεύγει πρόωρα από τη ζωή, στις 2 Σεπτέμβρη του 2014, έχοντας κλείσει μόλις τα 66 χρόνια του. Κάποια ΜΜΕ είχαν βιαστεί να μεταδώσουν τον θάνατό του όσο ακόμα ζούσε και η απάντησή του ήταν κάτι παραπάνω από εύγλωττη.
Πίσω του αφήνει ένα μεγάλο κενό, αλλά όχι συντρίμμια. Μένουν τα εκατοντάδες τραγούδια του να μας συντροφεύουν και να μας τον θυμίζουν.