Απόστολος Καλδάρας: «Όσο υπάρχει λαός θα υπάρχει λαϊκό τραγούδι»
«Όσο υπάρχει λαός θα υπάρχει λαϊκό τραγούδι. Το στίχο που έχει το λαϊκό τραγούδι δεν θα το βρείτε πουθενά» – 6 αθάνατα τραγούδια του σπουδαίου λαϊκού δημιουργού
Σπουδαία μορφή του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, ο μουσικοσυνθέτης και στιχουργός Απόστολος Καλδάρας μετουσίωσε τους πόθους και τους καημούς του λαού μας σε διαχρονικά τραγούδια, που ξεχωρίζουν για την αυθεντικότητά τους και την αμεσότητα με την οποία αγγίζουν τις ψυχές των ανθρώπων.
Γεννήθηκε στις 7 του Απρίλη 1922, στα Τρίκαλα και έφυγε από τη ζωή στις 8 του Απρίλη 1990. Ασχολήθηκε με το μπουζούκι από νεαρή ηλικία επηρεασμένος καθοριστικά από τα ρεμπέτικα που άκουγε στα καφενεία της ιδιαίτερης πατρίδας του, από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Στη διάρκεια της Κατοχής εγκαταλείπει αναγκαστικά για βιοποριστικούς λόγους τις σπουδές του και ασχολείται επαγγελματικά με τη μουσική.
«Όσο υπάρχει λαός θα υπάρχει λαϊκό τραγούδι. Το στίχο που έχει το λαϊκό τραγούδι δεν θα το βρείτε πουθενά», έλεγε ο Απόστολος Καλδάρας. Και σε όσους «δυσανασχετούσαν» με το ύφος και τη θεματολογία του λαϊκού τραγουδιού, απαντούσε: «Τα λαϊκά μας τραγούδια είναι παραπονιάρικα. Φυσιολογικό. Όλη αυτή η περιοχή, τα Βαλκάνια, η Μεσόγειος, η Ανατολή, ήταν για αιώνες σκλαβωμένη, καταπιεσμένη. Αυτό είχε και την αντανάκλαση στο τραγούδι αυτών των λαών. Και ας πάψουν μερικοί να κάνουν αφελείς, το λιγότερο, εκτιμήσεις ότι το λαϊκό τραγούδι είναι ανατολίτικο… και τα γνωστά… Δεν είναι οι γεωγραφικοί χώροι που αποτελούν τα κοινά χαρακτηριστικά του λαϊκού τραγουδιού μας. Γιατί θα σε ρωτήσω στο «Ένα τραγούδι απ’ τ’ Αλγέρι» τι είναι «ανατολίτικο»; Μα το Αλγέρι είναι χιλιόμετρα δυτικά… Και αποκαλούν το λαϊκό τραγούδι «αλά Τούρκα»… Αυτή η μουσική των λαϊκών τραγουδιών είναι η βυζαντινή. Το χιτζάζ είναι ο πλάγιος του δεύτερου βυζαντινού, το ουσάκ είναι ο φρύγιος τρόπος, το ραστ είναι ο ιωνικός τρόπος. Αλλά η Δύση τον έκανε δικό της… Αυτοί οι τρόποι, είναι γνωστό, προέρχονται από την αρχαία Ελλάδα και μετά τους πήρε το Βυζάντιο για να φτιαχτεί μαζί με ακούσματα εβραϊκής συνήθως μελωδίας, το αριστούργημα που λέγεται βυζαντινό μέλος. Από εκεί έχει τη ρίζα το λαϊκό μας τραγούδι. Και λαϊκό τραγούδι είναι κι αυτό που δεν έχει σχέση με το βυζαντινό μέλος…» («Για το Κοινωνικό και Λαϊκό Τραγούδι», έκδοση του 12ου Φεστιβάλ ΚΝΕ – Οδηγητή, 1986).
Πολλά από τα τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα περιέχουν συνειδητά άμεσες αναφορές στις κοινωνικές ανισότητες, όπως το «Ήρθα είδα και θα φύγω» (1958) που τραγούδησε ο Στέλιος Καζαντζίδης. «Το λαϊκό τραγούδι είναι αυτό που λέει η ίδια η λέξη. Είναι τραγούδι που γίνεται από το λαό για να τραγουδηθεί από το λαό» υπογράμμιζε ο μεγάλος ποιητής του λαϊκού μας τραγουδιού, Κώστας Βίρβος που έγραψε τους στίχους:
«Ο θάνατος είναι γλυκός για τους βασανισμένος
ετούτος ο παλιοντουνιάς είναι για ορισμένους…»
Το 1947 ο Καλδάρας ηχογραφεί το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» και αναμετράται με τη λογοκρισία. Ήταν το ένα από τα δυο τραγούδια που ξεχώριζε ανάμεσα στα εκατοντάδες που είχε γράψει και αναφερόταν με συγκίνηση στο πώς γράφτηκε:
«Ήταν λίγο μετά τη γερμανική κατοχή. Τότε που οι διώξεις, οι εκτελέσεις, οι εκτοπίσεις των αριστερών ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ήμουν τότε στη Θεσσαλονίκη. Και ένα σούρουπο βλέπω στα κάστρα του Γεντί Κουλέ μερικές σιλουέτες κρατουμένων… Αυτό ήταν! Έτσι γράφτηκε το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”. Όμως οι στίχοι ήταν διαφορετικοί από αυτούς που ξέρουμε τώρα. Λέγανε: “Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ… άραγε τι περιμένει όλη νύχτα ως το πρωί, στο στενό το παραθύρι που φωτίζει το κελί…” και όχι το “κερί” όπως το έβαλε η λογοκρισία. Και παρακάτω: “Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει μα διπλό είναι το κλειδί τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή;” Γιατί βέβαια τότε μόνο οι αριστεροί γέμιζαν τα κελιά των φυλακών. Μ’ αυτούς τους τρόπους περνάγαμε τότε τα τραγούδια μας. Ακόμα και πολλά τραγούδια που με την πρώτη ματιά φαίνονται ερωτηματικά, κατά βάθος εκφράζουν βαθύτερα κοινωνικά νοήματα…».
«Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ
κι όμως ένα παλληκάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί…»
Ο Καλδάρας ξεχώριζε επίσης το «Σ’ ένα βράχο φαγωμένο» που με το «μανδύα» ενός ερωτευμένου άντρα, αναφέρεται στους εξόριστους που γέμιζαν εκείνη την εποχή τα ξερονήσια. Ο Καλδάρας κουβαλούσε ως παράσημο στη διαδρομή του τα συγχαρητήρια που δέχτηκε γι’ αυτό το τραγούδι από τον μεγάλο ποιητή Κώστα Βάρναλη: «Θυμάμαι τώρα που είχα πάρει συγχαρητήρια από το μεγάλο δάσκαλο τον Κ. Βάρναλη, και είναι τιμή αυτό για μένα, για το τραγούδι μου “Σε ένα βράχο φαγωμένο”: “Σ’ ένα βράχο φαγωμένο από κύμα αγριωπό ένα σούρουπο είχα κάτσει λίγο να ξεκουραστώ…” Και εδώ ο τελευταίος στίχος έλεγε “Έτσι μ’ έχει καταντήσει των ανθρώπων η οργή” και όχι “μιας γυναίκας η οργή” που το ξέρετε σήμερα. Ο κόσμος όμως το τραγουδούσε στην αρχική του μορφή και έτσι διασώθηκε ο στίχος μέχρι σήμερα…».
«Κάθε βήμα στη ζωή μου είναι πόνος και συμφορά,
θέλω ο δόλιος να πετάξω μα δεν έχω τα φτερά…»
Τον Αύγουστο του 1922, ο τουρκικός στρατός μπαίνει στη Σμύρνη. Χιλιάδες Έλληνες προσπαθούν με αγωνία να γαντζωθούν από τα λιγοστά πλοία που βρίσκονται στο λιμάνι, για να γλιτώσουν από τη φωτιά και τα σπαθιά της τούρκικης καβαλαρίας… Σχεδόν 1.500.000 Έλληνες ξεριζωμένοι της Μικρασιατικής καταστροφής ρίχνονται στην αναγκαστική προσφυγιά και φτάνουν στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους στάχτη κι αποκαΐδια, θάνατο, κι ένα κομμάτι της ψυχής τους.
Ο Απόστολος Καλδάρας θα γράψει τη μουσική κι ο Πυθαγόρας τους στίχους στον αριστουργηματικό δίσκο «Μικρά Ασία» που κυκλοφορεί το 1972.
«Σε ποια πέτρα σε ποιο χώμα να ριζώσεις τώρα πια
κι απ’ το θάνατο ακόμα πιο πικρή είσαι προσφυγιά…»
Το ηχογραφημένο το 1949 «Άνθρωπε» που το συναντάμε και με τίτλους «Τι έχεις άνθρωπέ μου» και «Πάλι σε βλέπω σκεφτικό», σε στίχους Γιάννη Κυριαζή, στέλνει μήνυμα αισιοδοξίας στον βασανισμένο άνθρωπο της μετεμφυλιακής Ελλάδας:
«Καθένας έχει στην ζωή και το δικό του δράμα
κουράγιο θέλει η ζωή, τι βγαίνει με το κλάμα…»
Κυνηγημένη και πάμφτωχη φτάνει στον Πειραιά απ’ τη Σμύρνη, μετά την καταστροφή και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Με μια καραβιά ξεριζωμένους θα βρεθεί στο μεγάλο λιμάνι κι από κει ξεκινάει, όπως και για χιλιάδες άλλους «τουρκομερίτες» (όπως απαξιωτικά αποκαλούν πολλοί ντόπιοι τους πρόσφυγες), ο αγώνας για την επιβίωση. Στα χρόνια της ωριμότητάς της θα κυκλοφορήσει σε δικούς της στίχους και σε μουσική Απ. Καλδάρα, ο αριστουργηματικός «Γυάλινος κόσμος». Η σπουδαία λαϊκή ποιήτρια εκφράζει την αγωνία των καταπιεσμένων που ασφυκτιούν στο κοινωνικό σύστημα της εκμετάλλευσης και της αδικίας και ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο…
«Να σου δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε,
και να φτιάξω μια καινούργια κοινωνία άλληνε…»
Από τους μεγαλύτερους δημιουργούς του ρεμπέτικου-λαϊκού τραγουδιού, ο Απόστολος Καλδάρας υπέγραψε με τη μαστοριά και την ευαισθησία του εκατοντάδες τραγούδια, πολλά από τα οποία ξεχώρισαν και πέρασαν στα χείλη του λαού και ταξιδεύουν από γενιά σε γενιά.