Αρίθα Φράνκλιν – “Σεβασμός” και αντιφάσεις ενός θρύλου της σόουλ
Με μια καριέρα αξιοζήλευτη, η Αρίθα Φράνκλιν ενδιαφερόταν πάντα και για τις κοινωικές προεκτάσεις της δράσης της, που όμως ποτέ δεν μπόρεσαν να υπερβούν τα στεγανά της στήριξης στους Δημοκρατικούς.
Ο θάνατος της Αρίθα Φράνκλιν, παρότι “αναμενόμενος”, καθώς από το 2010 έδινε μάχη με την επάρατο και το τελευταίο διάστημα η κατάσταση της υγείας της είχε επιδεινωθεί, προκάλεσε πολύ μεγάλη θλίψη ακόμα και σε όσους δεν είχαν και τη μεγαλύτερη σχέση με τη μουσική της. Μπορεί στον καιρό των social media ακόμα και το πένθος να μεγεθύνεται, προκαλώντας ίσως και θυμηδία κάποιες φορές, ωστόσο ακόμα και το πλήθος των “όψιμων” πενθούνταν είναι κι αυτό ένα δείγμα της τεράστιας εμβέλειας της “Πρώτης Κυρίας” ή “Βασίλισσας” της Σόουλ, πολύ πέρα από το ήδη μεγάλο έτσι κι αλλιώς κοινό που είχε εν ζωή.
Ήρθε στον κόσμο στις 25 Μάρτη 1942 στο Μέμφις του Τενεσί, αλλά μεγάλωσε στη βιομηχανούπολη του Ντιτρότι στο Μίσιγκαν. Η μητέρα της ήταν τραγουδίστρια γκόσπελ αλλά όταν η Αρίθα ήταν έξι ετών άφησε τα παιδιά της στον πατέρα τους κι έφυγε από το Ντιτρόιτ, ενώ τέσσερα χρόνια μετά πέθανε. Ο πατέρας της Κλάρενς Λαβόν Φράνκλιν ήταν γνωστός βαπτιστής ιεροκήρυκας και χάρη σε εκείνον ήρθε από νωρίς σε επαφή με τη μουσική, τραγουδώντας γκόσπελ χορωδία της εκκλησίας του Φράνκλιν. Γνωστοί μουσικοί του είδους, όπως η Μαχάλια Τζάκσον συμμετείχαν κάποιες φορές στη Θεία Λειτουργία εκεί. Η Αρίθα έλαβε μαθήματα φωνητικής και πιάνου δίπλα στον Τζέιμς Κλίβελαντ. Σε ηλικία μόλις 14 ετών κυκλοφόρησε η πρώτη της δουλειά με τραγούδια γκόσπελ, ενώ δυο χρόνια αργότερα ξεκίνησε και τις ποπ ηχογραφήσεις. Ο πρώτος της ποπ δίσκος το 1960 δεν είχε εμπορική επιτυχία, αλλά τις άνοιξε νέες πόρτες για εμφανίσεις σε κλαμπ. Το 1967 ήρθε η πρώτη της επιτυχία με το σινγκλ “I never loved a man” , που πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα. κυρίως
Η απόλυτη καθιέρωση ήρθε ωστόσο με το τραγούδι Respect την ίδια χρονιά, αναδεικνύοντας την σε απόλυτο σύμβολο της “μαύρης” μουσικής των ΗΠΑ εκείνη την περίοδο, ενώ σαν τραγούδι έγινε ύμνος του κινήματος της χειραφέτησης των Αφροαμερικανών, με παράλληλα φεμινιστικά μηνύματα, με εφημερίδες της εποχής να το χαρακτηρίζουν “Μανιφέστο του αγώνα της απελευθέρωσης των Μαύρων”. Όπως έλεγε και η ίδια αργότερα εξάλλου “Το να είσαι βασίλισσα δεν αφορά μόνο το τραγούδι, και το να είσαι ντίβα δεν αφορά μόνο το τραγούδι. Έχει να κάνει με το πόσα κάνεις για να προσφέρεις στο λαό. Και την κοινωνική σου συνεισφορά στην κοινότητα και τη συμβολή σου ως πολίτη επίσης.”
Το 1968 κυκλοφόρησε το τραγούδι που έγραψε η ίδια με τίτλο “Think” που επίσης θεωρείται κλασικό, ενώ την επόμενη εξαετία οι επιτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη. Η κυριαρχία της ντίσκο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70 φάνηκε να εκτοπίζει την “βασίλισσα” από το θρόνο της, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 όμως ξεκίνησε ένας νέος κύκλος δημοφιλίας, μετά την εμφάνισή της στην ταινία “Blues Brothers” και την αλλαγή δισκογραφικής εταιρείας. Μια σειρά άλμπουμ όπως τα “Jump to it”, “Who’s Zoomin’ Who” και “A Rose is still a rose”, της εξασφάλισαν μια σειρά από βραβεία Γκράμυ και τραγούδια στην κορυφή των τσαρτ. Εκείνη την εποχή συνεργάζεται και με πολλά μεγάλα ονόματα σε ντουέτα, όπως την Άννι Λένοξ, τον Τζέιμς Μπράουν, τον Τζορτζ Μάικλ και τον Έλτον Τζον. Το 1984 σταματά τις διεθνείς περιοδείες της καθώς μετά από ένα περιστατικό βλάβης στον αέρα ανέπτυξε μεγάλη φοβία για τα αεροπλάνα. Το 1987 έγινε η πρώτη γυναίκα που μπήκε στο Rock and Roll Hall of Fame. Σπουδαία στιγμή ήταν η εμφάνισή της στα βραβεία Γκράμμι το 1998, όταν αντικατέστησε τελευταία στιγμή τον άρρωστο Λουτσιάνο Παβαρότι τραγουδώντας μπροστά σε ένα δισεκατομμύριο τηλεθεατές τη διάσημα άρια του Πουτσίνι “Nessun dorma”. Το 2008 κυκλοφόρησε το πρώτο χριστουγεννιάτικο άλμπουμ της με τίτλο “This Christmas Aretha”. H τελευταία της δισκογραφική δουλειά κυκλοφόρησε το 2014 με διασκευές ποπ και σόουλ τραγουδιών. Είχε ως πέρισυ το ρεκόρ των περισσότερων σίνγκλ που κατόρθωσαν να μπουν στο τοπ – 100 των αμερικανικών τσαρτ, μέχρι που την ξεπέρασε η… Νίκι Μινάζ.
Πολιτικά το ταβάνι της δεν ξεπέρασε ποτέ τα όρια του Δημοκρατικού Κόμματος, με την ίδια να τραγουδά αρκετές φορές σε συνέδριά του, την πρώτη φορά το 1968 ενώ ήταν παρούσα και στην τελετή ορκωμοσίας του Μπάρακ Ομπάμα το 2009. Αλλά και η κυβέρνηση του ρεπουμπλικανού Μπους δεν είχε πρόβλημα να αξιοποιήσει το μεγάλο συμβολικό φορτίο της τραγουδίστριας επικοινωνιακά απονεμωντάς της το 2005 το Μετάλλιο της Ελευθερίας, την ανώτατη τιμητική διάκριση για Αμερικανούς πολίτες, με την ίδια να απαθανατίζεται συγκινημένη ανάμεσα στους έτερους βραβευθέντες, τον πρώην διοικητή της FED Άλαν Γκρίνσπαν και τον γνωστό αντικομμουνιστική ιστορικό Ρόμπερτ Κόνκουεστ, αν και κανείς δεν ξέρει τις απόψεις της για το έργο του.
Διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας το 2010 κι έκτοτε πολλές προγραμματισμένες περιοδείες κι εμφανίσεις της ματαιώνοντας για λόγους υγείας. Έφυγε από τη ζωή στο σπίτι της στο Ντιτρόιτ, ενώ στο πλευρό της ήταν μεταξύ άλλων και ο Στίβι Γουόντερ.