Αρλέτα: «Χθεσινοί αριστεροί, σημερινοί γιάπηδες»

«Μια ιδεολογία είναι ένα πολύ καλό όχημα. Σαν αυτά τα “street cars” στα πάρκα, που πηγαίνανε αργά κι είχαν ένα χαμηλό σκαλί, που όποιος ήθελε έμπαινε, όποιος ήθελε έβγαινε, καθόταν όσο διάστημα τον βόλευε και μετά έπαιρνε ένα άλλο.»

Κοντεύει ένας μήνας από τη μέρα που σίγησε για πάντα η αισθαντική φωνή της.  Χαμηλών τόνων και στη ζωή της η Αρλέτα δεν έδινε συχνά συνεντεύξεις. Επέλεγε πότε και πού θα μιλήσει, κι όταν το αποφάσιζε είχε πάντα ενδιαφέροντα να πει.

Συνέντευξη της Αρλέτας στον Γιάννη Παπαδόπουλο, για το περιοδικό Νέμεσις (Ιούνης 1998).

***

Αρλέτα: «Χθεσινοί αριστεροί, σημερινοί γιάπηδες»

«Μια ιδεολογία είναι ένα πολύ καλό όχημα. Σαν αυτά τα “street cars” στα πάρκα, που πηγαίνανε αργά κι είχαν ένα χαμηλό σκαλί, που όποιος ήθελε έμπαινε, όποιος ήθελε έβγαινε, καθόταν όσο διάστημα τον βόλευε και μετά έπαιρνε ένα άλλο. Αν δεις το πόσες αλλαγές κατεύθυνσης έχουν κάνει…»

Χαρούμενη και διαχυτική ή μελαγχολική και κλειστή. Μοναχική φιγούρα, τροβαδούρος ιδανικής εποχής, πολυτάλαντη, ονειρεύεται, μόνιμα παίρνει αποστάσεις. Η ίδια, αισιόδοξη, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα ωριμότητας και ολοκληρωμένου καλλιτέχνη. Στο ολοκαίνουργιο βιβλίο της με τίτλο «Από πού πάνε για την άνοιξη» σχεδιάζει, συναρμολογεί κείμενα, στιχάκια, παίζει με τα χρώματα, με το γνωστό της ειρωνικό τρόπο.

«Φύτεψα την αγάπη μου ένα φθινόπωρο
Την άνοιξη φύτρωσαν δύο μενεξέδες
Κρέμασα την καρδιά μου από μια νεραντζιά
Και το πρωί τη βρήκα στ’ άσπρα ντυμένη.
Έχασα την αγάπη μου ένα φθινόπωρο
Την άνοιξη στον κήπο σου
Η λύπη μου άνθισε».

– Πώς βλέπεις να διαγράφεται το μέλλον σήμερα;

Κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει το μέλλον για κανέναν. Εδώ εγώ και δεν μπορούσα να ξέρω το μέλλον το δικό μου. Αυτό που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και τρομακτικό από μια άλλη άποψη είναι οι νέες τεχνολογίες, οι οποίες όμως δεν φαίνεται να συνοδεύονται και από νέες ηθικές ή νέες ψυχικές δεξιότητες, εκτός από τις διανοητικές. Εκεί είναι το πρόβλημα.

Έχω την αίσθηση ότι είμαστε σε μια εποχή που έχουμε ρίξει το νόμισμα προς τα πάνω και περιμένουμε να δούμε αν θα ’ρθει κορώνα ή γράμματα. Κορώνα πεθαίνεις, γράμματα ζεις. Εκείνο που ξεχνάμε είναι ότι ο άνθρωπος είναι οργανισμός και όχι κατασκευή. Νομίζουμε ότι έχουμε τον έλεγχο, αλλά τον έχουμε χάσει.

– Εμείς πώς μπορούμε να διατηρήσουμε τον έλεγχο, ειδικά σ’ όλη αυτή την προσπάθεια της «ξένης επιβολής», πώς μπορούμε ν’ αμυνθούμε, ειδικά εδώ στην Ελλάδα;

Εμείς εδώ, το μόνο όπλο που έχουμε είναι ο τουρισμός. Πρέπει να γίνει ποιοτικός όμως. Και ό,τι θαύμα κάναμε, έγινε επειδή κάποιοι από εμάς έχουμε ριζωμένη βαθιά μια ποιότητα. Κι αυτό το «φταίνε οι άλλοι» εγώ δεν το δέχομαι. Το θέμα είναι τι κάνεις εσύ και όχι ο Εγγλέζος, ο Γερμανός, ο Αμερικανός. Δεν φταίει κανείς, αν δεν ξέρεις αν ο Μακρυγιάννης είναι μάρκα αναψυκτικού ή κάτι άλλο. Οι Γερμανοί ξέρουν πολύ καλά την ιστορία τους. Οι μόνοι που δεν την ξέρουν είναι οι σκίνχεντ και οι νεοναζί… Επίσης όταν ξέρεις τη γλώσσα σου και, ειδικά την ελληνική, μπορείς να σταθείς οπουδήποτε. Η γλώσσα δεν μαθαίνεται από τα βιβλία μόνο. Μαθαίνεται από το σπίτι, από τα Μέσα, από εκεί που ακούγεται. Παλιά, ήταν μόνο το ραδιόφωνο, τώρα είναι και η τηλεόραση. Αν καθήσουμε να μαζέψουμε το πώς μιλιέται η γλώσσα απ’ αυτούς που έχουν ένα μικρόφωνο στο χέρι τους…

– Κινδυνεύει να χαθεί η γλώσσα μας δηλαδή;

Όχι! Για μένα, δεν κινδυνεύει. Πιστεύω ότι θα εξαφανισθεί, όταν εξαφανισθεί και ο τελευταίος Έλληνας επί της γης. Η ζωή μας φτωχαίνει, όχι η γλώσσα. Ό,τι και να συμβεί, η γλώσσα είναι αυτή που θα κρατήσει τα πράγματα. Όπως και το τραγούδι.

– Οι πολιτικοί τί γλώσσα μιλάνε;

Ρώτα τους γιατί εγώ δεν καταλαβαίνω τι γλώσσα μιλάνε.

– Ξύλινη;

Αν ήταν ξύλινη, θα μπορούσες να την σκαλίσεις και να κάνεις ένα ωραίο ντουλάπι. Αυτή δεν ξέρω τι είναι. Επειδή, όμως, τώρα είναι η εποχή που πυροβολούμε τους πολιτικούς, να πω ότι υπάρχουν κι αυτοί που είναι εξαιρετικά καλλιεργημένοι και μιλάνε θαυμάσια. Φαίνεται ότι ποτέ ένας καλός ρήτορας δεν έγινε αρχηγός σ’ αυτόν τον τόπο. Καλός ρήτορας εννοώ που να μιλάει καλά τα ελληνικά.

– Ιδεολογίες υπάρχουν σήμερα;

Ιδεολογίες υπάρχουν μόνο σε προσωπικό επίπεδο. Μαζικά δεν τις δέχθηκα, γιατί αυτός είναι άλλος ένας τρόπος χειραγώγησης. Η φύση του ανθρώπου είναι τέτοια που να μην την χρειάζεται. Αυτή τη στιγμή μία είναι η «ιδεολογία»: Το χρήμα, άντε και λίγη δόξα. Το χρήμα, βέβαια, φέρνει τη δόξα, οπότε…

– Στην πολιτική δεν υπάρχουν ιδεολογίες;

Η πολιτική δεν είναι ιδεολογία. Είναι καλή διαχείριση. Οι πολιτικοί είναι διαχειριστές. Εσείς πιστεύετε ότι έχουμε καλή διαχείριση σ’ αυτόν τον τόπο. Τα νούμερα άλλα δείχνουν. Η πολιτική είναι το σύστημα, ενώ θα έπρεπε να λειτουργεί σαν οργανισμός. Και ένας υγιής οργανισμός έχει την τάση να πετάει οτιδήποτε ξένο.

– Έγινε μόδα ο Τσε και ο Μάης του ΄68;

Αρλέτα: «Χθεσινοί αριστεροί, σημερινοί γιάπηδες»

Η Αρλέτα με τον Γιάννη Παπαδόπουλο (περιοδικό Νέμεσις – Ιούνης 1998).

Οτιδήποτε γίνεται μόδα σημαίνει ότι υπάρχει μία έλλειψη και κάποιος έξυπνος το ξαναφέρνει στο προσκήνιο. Τότε βγήκαν πολλά σλόγκαν που λέγονται ακόμα και σήμερα, χωρίς να ξεχνάμε κι εκείνο το περίφημο «Ο Χριστός πέθανε, ο Μαρξ πέθανε κι εγώ τώρα τελευταία δεν αισθάνομαι πολύ καλά». Εγώ θα τους απαντήσω ότι και ο Χριστός είναι ζωντανός και ο Μαρξ είναι ζωντανός κι εγώ αισθάνομαι περίφημα. Όλα τα καλά ρητά είναι ωραία κι όταν τ’ αντιστρέψεις. Είναι σαν το καλό ύφασμα. Η καλή του και η ανάποδή του δεν έχουν μεγάλη διαφορά. Θα ήθελα πολύ, πάντως, να είχα βρεθεί στο Παρίσι, αν και το πιθανότερο είναι ότι θα είχα φάει πολύ ξύλο, γιατί ποτέ δεν ήμουν καλή δρομέας. Θα ήθελα να ήμουν σε μια γωνιά και να παρατηρώ. Είδα, όμως, τις επιπτώσεις σε φίλους μου, που όταν γύρισαν από εκεί, ήταν σε μια κατάσταση κάτι σαν ωραίοι τρελοί. Μετά, σιγά-σιγά, ελάχιστοι κράτησαν κάτι απ’ αυτό.

– Τι έγιναν δηλαδή, μεγαλογιάπηδες;

Όχι! Μεγαλογιάπηδες έγιναν οι δικοί μας οι αριστεροί. Όσο δε πιο βαθιά βαμμένοι κόκκινοι, τόσο καλύτεροι.

– Πώς εξηγείς αυτό το φαινόμενο; Όλη αυτή η γενιά της μεταπολίτευσης να κυριαρχεί τώρα;

Γιατί να μην το κάνει; Όλοι αυτοί που φαίνονται τώρα, φαίνονταν από μικροί.

– Επειδή ανήκαν στην «υψηλή διανόηση» ή επειδή ανήκαν στο «κόμμα»;

Όχι, είχαν πάρα πολύ καλή μύτη. Δεν ξέρω αν είχαν συναίσθηση ότι μπήκαν σ’ αυτόν το χώρο για λόγους συμφέροντος. Μια ιδεολογία είναι ένα πολύ καλό όχημα. Σαν αυτά τα “street cars” στα πάρκα, που πηγαίνανε αργά κι είχαν ένα χαμηλό σκαλί, που όποιος ήθελε έμπαινε, όποιος ήθελε έβγαινε, καθόταν όσο διάστημα τον βόλευε και μετά έπαιρνε ένα άλλο. Αν δεις το πόσες αλλαγές κατεύθυνσης έχουν κάνει… Εγώ τώρα πια γελάω, αλλά κάποτε αυτό μου είχε τσακίσει τα νεύρα.

– Με τί βλέπεις να περνάει καλά, να διασκεδάζει ο κόσμος;

Είναι πολύ προσωπικό του καθενός. Εγώ διασκεδάζω με πολλά πράγματα· με πολύ απλά και με πολύ πολύπλοκα, ανάλογα με τη διάθεσή μου. Έχω πάει παντού κι έχω περάσει καλά. Εκτός από εκείνα τα μεγάλα κέντρα, που κάτι δεν μου πάει καλά. Η ψυχαγωγία πρέπει να έχει ποικιλία. Θα ήθελα πάρα πολύ να πάω στο γήπεδο. Είναι κατόρθωμα του ανθρώπου να καταφέρνει να εκτονώνει πράγματα χωρίς να σφάζονται άνθρωποι, όπως γινόταν στις παλιές αρένες. Αυτοί όμως θέλουν αίμα. Δεν τους φτάνει το παιχνίδι, θέλουν να γίνει πόλεμος. Όμως, το παιχνίδι είναι παιχνίδι και ίσως είναι η καλύτερη αντίσταση στον πόλεμο.

– Η γνώμη σου για την ελληνική μουσική;

Η ελληνική μουσική, κακής ποιότητας για τα δικά μου γούστα, είναι σταματημένη. Είναι εμφανώς επηρεασμένη απ’ έξω, ακόμα κι αυτά τα πολύ προχωρημένα είναι αντιγραφές, τα κάνουν καλύτερα οι ξένοι. Έχουμε στην Ελλάδα πολύ καλούς μουσικούς, ταλαντούχους, αλλά δεν υπάρχει λιμάνι. Ελάχιστοι το βρήκαν κι όταν μπήκαν, έβαλαν και μια αλυσίδα για να μην μπει άλλος μέσα.

– Για τον Χατζηδάκι;

Ήταν ένας άνθρωπος που έχει προσφέρει πράγματα. Τυχερός. Έζησε έντονα, δημιούργησε και εύχομαι τη μουσική του να μην την κόψουν φέτες αυτοί που την έχουν κληρονομήσει.

– Ποιοι κληρονόμοι, οι φυσικοί ή το κοινό του;

Τη μουσική την κληρονομεί αυτός που την αγαπά και μπορεί να την αναπαράγει. Φυσικός κληρονόμος είναι ο κόσμος. Κοίτα, η Ελλάδα μου θυμίζει ένα πολύ ωραίο καΐκι! Ένα τρεχαντήρι. Κοίτα το στη θάλασσα τι όμορφο που είναι! Έχει όμως άγκυρα από υπερωκεάνειο, την οποία κανείς απ’ αυτούς που έχουν τα πράγματα στα χέρια τους δεν συμφέρει να την κόψει ή να την αλλάξει και φοβάμαι ότι ο κόσμος έχει συνηθίσει σ’ αυτή την άγκυρα.

– Οι καλλιτέχνες προσπαθούν για κάτι διαφορετικό;

Πιστεύω πως στην εποχή μας το στυλ έχει καλύψει τα πάντα, γιατί είναι επιφάνεια. Αυτοί που εφαρμόζουν το στυλ, μπορεί να έχουν αισθητική. Δεν αποκλείεται. Δεν είμαι απ’ αυτούς που θεωρούν ότι ένας όμορφος άνθρωπος είναι και βλάκας. Απλώς κινδυνεύει περισσότερο να καβαλήσει το καλάμι. Πάντα, όμως, το καλό στυλάτο προϊόν είναι και ακριβό.

– Σ’ αρέσει η μοναξιά; Είναι δημιουργική ή καταστροφική γι’ αυτόν που τη βιώνει;

Άλλο μοναξιά, άλλο ερημιά. Η μοναξιά είναι ένα δημιουργικό πράγμα. Δεν μπορείς να βγάλεις πράγματα, αν δεν μπορείς να μείνεις μονάχος σου. Ή θα βγάλεις πολύ λιγότερα. Η ερημιά είναι πολύ κακό πράγμα, αλλά είναι κοινωνικό φαινόμενο. Δηλαδή, ζούμε σε μια χώρα που θεωρούν τα παιδιά και τους μεγάλους πρόβλημα, βάρος. Γι’ αυτούς ο άνθρωπος θα πρέπει να ζει μια ηλικία μόνο. Αυτή θα ξεκινάει από τη στιγμή που ο άνθρωπος θα είναι σχετικά ώριμος για να είναι ανεξάρτητος και θα κρατάει όσο είναι γερός και θα μπορεί να παράγει. Παλιότερα, οι ηλικιωμένοι ήταν χρήσιμοι. Και τώρα με τον τρόπο τους βοηθάνε, κρατάνε τα παιδιά και κάνουν διάφορα. Όμως, κι αυτοί όταν χάσουν τον σύντροφό τους, δημιουργούν προβλήματα στα παιδιά τους. Γίνονται στρυφνοί, γίνονται περίεργοι…

– Είναι μεγάλα τα διαστήματα μεταξύ των δίσκων που παρουσιάζεις.

Ήταν οι συνθήκες τέτοιες που έμαθα από πολύ νωρίς να κάνω μεγάλα διαλείμματα, γιατί κατάλαβα ότι αυτό που αφορά εμένα δεν αφορά απαραίτητα και τους φορείς, εταιρείες, εμπόρους κλπ. Αυτό όμως που κατάφερα είναι να κάνω τη δουλειά μου τόσο καλά, ώστε να μπορώ να κάνω την επόμενη.  Είμαι τυχερή που είμαι ακόμα μέσα στα πράγματα…

– Περνάς καλά;

Κοίτα, είμαι ένας θλιμμένος άνθρωπος, γιατί δεν συμφωνώ με τον κόσμο που ζω. Ούτε με τις πρακτικές, ούτε με τις προτεραιότητές του. Αλλά προσπαθώ να είμαι καλά, να περνάω καλά, γιατί θεωρώ ότι έτσι το μεταδίδω και στους άλλους. Αλλιώς αποσύρομαι.

– Πώς θα παρουσίαζες το βιβλίο σου «Από πού πάνε για την Άνοιξη;»

Έχει αρκετά επίπεδα, σαν τη θάλασσα. Κάθεσαι και το κοιτάς απ’ έξω, είναι ωραίο, έχει θέα. Το ξεφυλλίζεις, διαβάζεις τα μικρά, είσαι στα ρηχά. Αλλά αν είσαι καλός κολυμβητής, πας και πιο βαθιά, στα πιο μεγάλα. Δεν ανήκει στα στερεότυπα που συνήθως εκδίδονται κι εδώ είχα ελευθερία από τον Καστανιώτη. Έχει και στίχους από μερικά τραγούδια μου, για όσους ενδιαφέρονται…

– Τι προτιμάς, το φανταστικό ή το πραγματικό;

Δεν προτιμώ το ένα από τα δύο. Ζω και με τα δύο, αρκεί το πραγματικό να άπτεται του φανταστικού και το φανταστικό του πραγματικού. Δεν θεωρώ ότι είναι δύο πράγματα που αντικρούονται. Από το ένα παίρνω άλλα, από το άλλο άλλα. Θα σου πουν ότι είμαι ονειροπαρμένη, αγγελογυαλοκρουσμένη, ό,τι θέλεις έχω ακούσει. Κι εγώ τους απαντώ ότι αν θέλεις να είσαι έτσι, πρέπει να είσαι καλός πιλότος. Πρέπει να μάθεις να απογειώνεσαι αλλά και να προσγειώνεσαι. Αλλιώς πέφτεις και τσακίζεσαι.

Δες και εδώ:

Λάκης Παπαδόπουλος: «Εάν τα πράγματα ήταν πιο δίκαια η Τζόαν Μπαέζ θα ήταν η Αρλέτα της Αμερικής…»

Κοίτα τι έκανες

Η Αρλέτα δεν «μένει» πια εδώ…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: