«Ας μην ξεχνάμε όλοι μας, μες στη ζωή ετούτη, με τον ιδρώτα του φτωχού πως βγαίνουνε τα πλούτη…»
Σαν σήμερα, γεννήθηκε ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο λαϊκός τραγουδιστής-θρύλος. Με την μυθική, απέραντη σε διαστάσεις φωνή του τραγούδησε τους καημούς, τους έρωτες, τις πίκρες, τις αδικίες του κόσμου, αγγίζοντας τις ψυχές των εργαζόμενων, των φτωχών, των απλών ανθρώπων.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης έγινε μύθος τραγουδώντας για τον εργαζόμενο, το φτωχό, τον απλό κόσμο. Αγαπήθηκε από εκατομμύρια ανθρώπους, τραγουδώντας τραγούδια που μπορεί να μην έκφραζαν άμεσες πολιτικές ανησυχίες και οραματισμούς, κάποια όμως ήταν ταξικά και πολλά εξέφραζαν άμεσους προβληματισμούς.
Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 29 του Αυγούστου 1931, στην προσφυγούπολη Νέα Ιωνία. Ο πατέρας του, Χαράλαμπος Καζαντζίδης, καταγόταν από τον Πόντο και η μάνα του, Γεθσημανή (ή Χατζήδαινα) από τη Μικρά Ασία. Οι εικόνες της φασιστικής Κατοχής θα τυπωθούν ανεξίτηλα στη μνήμη και την ψυχή του.
Το 1944 ταγματασφαλίτες δολοφονούν τον οικοδόμο πατέρα του που είχε πάρει μέρος στην Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ. Ο Στέλιος ορφανός πια είναι αναγκασμένος ν’ ακολουθήσει το σκληρό δρόμο της βιοπάλης, προκειμένου να ζήσει τη μητέρα του και τον μικρότερο αδελφό του. Θα δουλέψει ως αχθοφόρος, μικροπωλητής, εργάτης στις οικοδομές και σε εργοστάσια, βιώνοντας τους ξυλοδαρμούς και το ανελέητο κυνηγητό του χωροφύλακα και των παρακρατικών φασιστοειδών από τα 13 του χρόνια.
Στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας βασανίζεται άγρια, ενώ για ένα διάστημα, εξορίζεται στη Μακρόνησο.
Μια κιθάρα, που του δώρισε ο εργοδότης του σε κάποιο εργοστάσιο της Νέας Ιωνίας, θα του ανοίξει το δρόμο στο τραγούδι. Ξεκινώντας από τις ταβέρνες και τραγουδώντας για ένα πιάτο φαΐ, θα γίνει επαγγελματίας τραγουδιστής.
Το 1952 φωνογραφεί τον πρώτο του δίσκο με το τραγούδι «Για μπάνιο πάω» του Απόστολου Καλδάρα, η μεγάλη επιτυχία όμως θα έρθει με τον δεύτερο δίσκο και το τραγούδι «Οι βαλίτσες» του Γιάννη Παπαϊωάννου.
Ο Στέλιος εμφανίζεται σε λαϊκά κέντρα της εποχής έχοντας στο πλευρό του διάφορες γυναικείες φωνές. Γνωρίζει την Καίτη Γκρέι, και από τα τέλη του 1956 συνδέεται με τη Μαρινέλλα, συγκροτώντας ένα αχτύπητο ντουέτο.
Έως το 1965 διανύει την πιο αειφόρα και ένδοξη περίοδο της καλλιτεχνικής του διαδρομής. Με τη Μαρινέλλα τραγουδούν σε δίσκους, κέντρα, θέατρα, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, τραγούδια των Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μητσάκη, Καλδάρα, Παπαγιαννοπούλου, Δερβενιώτη, Βίρβου, Κολοκοτρώνη, Καραπατάκη, Μπακάλη κ.ά., ενώ και ο ίδιος ο Στέλιος γράφει τη μουσική κάποιων τραγουδιών, όπως το εξαιρετικό «Δυο πόρτες έχει η ζωή», σε στίχους της σπουδαίας Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
Θέματα που ταλανίζουν την κοινωνία όπως η φτώχεια και η μετανάστευση, κυριαρχούν σε πάρα πολλά από τα τραγούδια που ερμηνεύει ο Στέλιος. Μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του εκείνης της περιόδου αποτελούν τα τραγούδια: «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ», «Η κοινωνία με κατακρίνει», «Μαντουμπάλα», «Ζιγκουάλα», «Απόψε φίλα με», «Απόκληρος της κοινωνίας», «Είσαι η ζωή μου», «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Στις φάμπρικες της Γερμανίας», «Καρδιά πληγωμένη», «Τα μουτζουρωμένα χέρια», «Το ψωμί της ξενιτιάς», «Το διαβατήριο», «Όταν βραδιάζει στην ξενιτιά» και πολλά πολλά ακόμα.
Από το 1952 έως το 2001, ηχογράφησε περισσότερα από 900 τραγούδια που συμπύκνωναν τους καημούς, τις πίκρες, τις αδικίες του κόσμου, τον έρωτα, την ελπίδα…
Ο Καζαντζίδης συγκρούστηκε με το κατεστημένο των δισκογραφικών εταιριών και τη νύχτα. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης με τις δισκογραφικές εταιρίες ήταν αν μείνει μακριά από τη δισκογραφία για περίπου δώδεκα χρόνια. Το 1965, σε ηλικία 34 ετών, αποχωρεί οριστικά και αμετάκλητα από τα νυχτερινά κέντρα, καθώς αυτά είχαν αρχίσει να μεταβάλλονται σε κάτι διαφορετικό από χώρους πραγματικής λαϊκής ψυχαγωγίας.
Σταθμοί στην πορεία του Στέλιου Καζαντζίδη και της Μαρινέλλας υπήρξαν οι συνεργασίες τους με τους Μ. Θεοδωράκη, Μ. Χατζιδάκι, Στ. Ξαρχάκο, Γ. Μαρκόπουλο, Χρ. Λεοντή, Μ. Λοΐζο. Ιστορική υπήρξε η συνεργασία τους με τον Χρήστο Λεοντή στο έργο του «Καταχνιά», σε στίχους Κώστα Βίρβου, με μοναδικές ερμηνείες. Ανάλογες και στην «Πολιτεία» του Μ. Θεοδωράκη, με τα αθάνατα τραγούδια «Βράχο βράχο», «Καημός», «Παράπονο», «Μετανάστης», «Σαββατόβραδο», «Έχω μια αγάπη», καθώς και στις συνθέσεις του Μ. Χατζιδάκι «Αθήνα», «Κυρ Αντώνης», «Κουρασμένο παλικάρι», «Το πέλαγο είναι βαθύ». Το 1962, για τις ανάγκες της παράστασης «Όμορφη πόλη» του Μ. Θεοδωράκη, σε κείμενα Μποστ, στο Θέατρο «Παρκ», έσμιξαν για πρώτη και τελευταία φορά στο ίδιο μικρόφωνο οι φωνές του Στ. Καζαντζίδη και του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Το 1974 ηχογράφησε το έργο του Μίκη Θεοδωράκη «Στην Ανατολή».
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, ο μύθος του Στέλιου Καζαντζίδη δεν θα σβήσει. Ο Στέλιος, όπως έτσι απλά τον αποκαλούν μέχρι σήμερα οι πολυπληθείς θαυμαστές και φίλοι του, λατρεύτηκε όσο λίγοι θνητοί όσο ζούσε και, μετά τον βιολογικό του θάνατο, πέρασε στο πάνθεον των μεγάλων αθανάτων του κλασικού λαϊκού, ευρύτερα του ελληνικού τραγουδιού και του λαϊκού μας πολιτισμού. Αναζητώντας τους λόγους της τεράστιας λαοφιλίας που ο ίδιος γνώρισε και συνεχίζει να υφίσταται αμείωτη και μετά τον θάνατό του, ο λαϊκός τραγουδιστής-θρύλος, εκτός από την μυθική, απέραντη σε διαστάσεις φωνή του και τα χιλιάδες τραγούδια που ερμήνευσε αγγίζοντας τις ψυχές των απλών ανθρώπων μέχρι τα έγκατά τους, δεν μπορείς να μη σταθείς στη δική του κοσμοθεωρία, πώς δηλαδή αντιλαμβανόταν τη ζωή και την κοινωνία, και στον τρόπο που ο ίδιος προσέγγιζε και αντιμετώπιζε τις κοινωνικές συνθήκες και τους ανθρώπους.
Ο Στέλιος απεχθανόταν το άδικο, μισούσε την κοινωνική αδικία και τις πηγές από τις οποίες εκπορεύεται. Αντίθετα, λάτρευε τους απλούς ανθρώπους, τους βιοπαλαιστές του μεροκάματου, γενικότερα τους εργαζόμενους, τους άνεργους, τους μετανάστες, τους καταπιεσμένους και διωγμένους από την οικονομική και πολιτική εξουσία της κυρίαρχης τάξης. Γι’ αυτούς τραγούδησε. Όλα τα χρόνια της ζωής του, στα κάτω και τα πάνω της, ακόμα και τότε που είχε τον κόσμο όλο «στα πόδια του», η κοσμοθεωρία του παρέμεινε ακλόνητη.
Σε κάποια από τις πολλές συνεντεύξεις που έδωσε στον αξέχαστο Πάνο Γεραμάνη ο Στέλιος θα πει: «H πρώτη πίκρα που πήρα, η παιδική, ήταν όταν είδα να γκρεμίζεται το σπίτι ενός τσιγγάνου στην Νέα Ιωνία κοντά στο σπίτι μας. Όταν είδα το συνεργείο που ήρθε και παίρναν φόρα καμιά δεκαριά χωροφύλακες και με σύνθημα χτυπούσαν το ντουβάρι από το χαμόσπιτο και το ρίξαν σε δέκα λεπτά, μέσα μου αναρωτήθηκα, γιατί τόση αδικία;». Και σε κάποια άλλη θα εκφράσει την πίκρα του: «Ξεσκάω για λίγο όταν πηγαίνω στο σπίτι μου στον Άγιο Κωνσταντίνο (Λαμίας). Όμως δεν μπορεί ο καθένας να πηγαίνει για ξεκούραση. Και σκέφτομαι: ο φτωχός ο κόσμος πώς περνά; Αυτός ο κόσμος είναι που λάτρεψα και τραγούδησα, ο λαός, κι η κοινωνική αδικία αυτό που μίσησα. Αν μπορούσα με μια μαχαιριά θα την σκότωνα. Δυστυχώς όμως δεν είναι στο χέρι μου».
Στις 14 του Σεπτέμβρη 2001, σίγησε για πάντα η μυθική φωνή που δόνησε για μισό αιώνα το μουσικό τοπίο της Ελλάδας. Εκείνη τη μέρα ο Στέλιος Καζαντζίδης έφευγε από τη ζωή νικημένος από τον καρκίνο, περνώντας στην αθανασία…
Δείτε ακόμα:
Στέλιος Καζαντζίδης – Υπάρχει στις καρδιές των απλών ανθρώπων
Πατώντας εδώ δείτε όλες τις πολύ ενδιαφέρουσες αναρτήσεις του περιοδικού για τον Στέλιο Καζαντζίδη.