«Δίχως καβάντζα καμιά…»
Όσοι εκμεταλλεύτηκαν τον Νικόλα Άσιμο ζωντανό ή πεθαμένο, άλλοι, δημοσιολογούντες, «φίλοι», πότε με «αντικειμενικότητα» και πότε με «συγκίνηση», τον θυμούνται στις επετείους του θανάτου του.
«Και εμένα δεν τολμάς να μ’ ακουμπήσεις. Πάντως εγώ τολμώ και σ’ ακουμπώ…» (Νικόλας Άσιμος, Αναζητώντας Κροκανθρώπους)
Όταν, στις 20 του Αυγούστου 1949, γεννιόταν ο Νικόλας Άσιμος, το κράτος των νικητών προετοίμαζε το περιθώριο για τους ηττημένους του εμφυλίου· για εκεί -στην καλύτερη- τους προόριζε. Το κοινωνικό μας σύστημα έχει ανάγκη το περιθώριο, στηρίζεται σ’ αυτό και το χρησιμοποιεί σαν βαλβίδα αποσυμπίεσης, για να προστατεύεται από «ατυχήματα» που οφείλονται σε εκρήξεις αμφισβήτησης ή οργής.
Ο Άσιμος δεν γεννήθηκε στο περιθώριο. Κάποιοι είπαν ότι ο ίδιος είχε επιλέξει να ζει εκεί. Ακόμα και αν ισχύει, το περιθώριο είναι μιας κοινωνίας που δεν αφήνει χώρο στους διαφορετικούς, και που ξέρει ότι θα κινδύνευε περισσότερο αν οι «περιθωριακοί» ένιωθαν λιγότερο ευάλωτοι απέναντί της.
Για τους πολλούς, ο Άσιμος ήταν ο «απροσάρμοστος», ο κλειδωμένος μέσα σ’ ένα δικό του ανήλιαγο κόσμο. Και όμως, η «πόρτα» του δεν είχε ποτέ πάνω της κλειδί. Για όσους μπορούσαν να τον καταλάβουν ήταν ανοιχτή· έφτανε να τη σπρώξουν, να τον πλησιάσουν και απλά να τον «ακουμπήσουν».
Ο Νικόλας Άσιμος ήταν ο ιδιόμορφος γείτονας, ο ταλαντούχος τραγουδοποιός, ο ευαίσθητος φίλος μετρημένων ανθρώπων. Για ένοικος του περιθωρίου δεν πέρναγε απαρατήρητος. Τον έδειχναν, τον έδιωχναν, τον θαύμαζαν, έκαναν πως τον μιμούνταν, κάποιοι προσπαθούσαν να τον αντιγράψουν, τον φθονούσαν, τον χλεύαζαν, τον απέρριπταν. Και κάποιοι, λίγοι, τον νοιάζονταν πραγματικά και τον αγαπούσαν.
Το πρωινό της 17 του Μάρτη 1988, η ασφυξία του περιθωρίου αφαίρεσε και το τελευταίο ίχνος οξυγόνου από τον κόσμο του, και τα 39 χρόνια της ζωής του έγειραν κι έγιναν επιτύμβια πλάκα, με τους στίχους του μπαγάσα χαραγμένους βαθιά στη ράχη της.
Η αυτοκτονία του Νικόλα Άσιμου προκάλεσε ενδιαφέρον αντιστρόφως ανάλογο με αυτό που είχε ποτέ εκδηλωθεί για την περιθωριακή ζωή του. Όσοι τον εκμεταλλεύτηκαν ζωντανό ή πεθαμένο, άλλοι, δημοσιολογούντες, «φίλοι», πότε με «αντικειμενικότητα» και πότε με «συγκίνηση», τον θυμούνται στις επετείους του θανάτου του.
Όσοι κάποτε μπόρεσαν να νιώσουν το «ακούμπημά» του, στη φυσική του παρουσία ή στα τραγούδια του, τον κρατάνε ζωντανό στη μνήμη τους, με τη σιωπή, σιγοψιθυρίζοντας τα στιχάκια του.
Κάποιοι μέσω της άχαρης και ανέξοδης επετειακής υπόμνησης. Κάποιοι με το να κοντράρονται με την ίδια –στο κέντρο ή στο περιθώριό της– απάνθρωπη κοινωνία, διεκδικώντας χώρο για όλους τους «Άσιμους».