Δημήτρης Κουτσούμπας: Αυτό που με «σημάδεψε» από τον Μίκη Θεοδωράκη
Τα πρώτα τραγούδια που άκουσα να τραγουδάνε οι δικοί μου στις γιορτές μέσα στο σπίτι είναι τα τραγούδια του Μίκη… Το ίδιο γινόταν και στις ταβέρνες της Λαμίας, όπου πηγαίναμε οικογενειακώς τις Κυριακές. Στο τζουκ μποξ ο πατέρας μου έβαζε το “Βράχο – βράχο τον καημό μου”, το “Στρώσε το στρώμα σου για δυο”, που ήταν και από τα λίγα που επιτρέπονταν να παίζονται στα τζουκ μποξ στις ταβέρνες…
Άρθρο του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, δημοσιεύει το σημερινό φύλλο της «Εφημερίδας των Συντακτών» για τον έναν χρόνο από το θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη.
«Μεγάλωσα μέσα σε μια οικογένεια αγωνιστών, κομμουνιστών, με πορεία περίπου ίδια όπως εκατοντάδες χιλιάδες μέλη του ΚΚΕ, του ΕΑΜ. Ήταν μια γενιά, η γενιά του Μίκη, που ανδρώθηκε μέσα στη δίνη του Β΄ Παγκοσμίου Ιμπεριαλιστικού Πολέμου, που πολέμησαν με το όπλο στο χέρι, μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, έζησαν την απελευθέρωση από τους ναζί, ξαναβρέθηκαν στις μάχες του Δεκέμβρη του 1944, μέσα στο ΔΣΕ και στις φυλακές, τα στρατοδικεία, τα βασανιστήρια, τις εκτελέσεις, τις εξορίες.
Έτσι, μετά το γυρισμό από την εξορία και τις φυλακές τη δεκαετία του 50΄, δημιουργώντας οικογένειες και προσπαθώντας να επιζήσουν στο μετεμφυλιακό κράτος των διώξεων και του αντικομμουνισμού, ήρθαν σε επαφή με τα τραγούδια του Μίκη, τα έκαναν δικά τους, ήταν μέρος της δύσκολης ζωής τους, της χαράς και της λύπης τους. Φυσικό ήταν τα πρώτα τραγούδια που άκουσα να τραγουδάνε οι δικοί μου στις γιορτές μέσα στο σπίτι, στην αυλή του σπιτιού, στη γειτονιά στη Λαμία, στις παρέες, τη δεκαετία του 60΄, να είναι τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, “η Δραπετσώνα”, “το τραγούδι της ξενιτιάς”, τόσα άλλα. Το ίδιο γινόταν και στις ταβέρνες της Λαμίας, όπου πηγαίναμε οικογενειακώς τις Κυριακές. Στο τζουκ μποξ ο πατέρας μου έβαζε το “Βράχο – βράχο τον καημό μου”, το “Στρώσε το στρώμα σου για δυο”, που ήταν και από τα λίγα που επιτρέπονταν να παίζονται στα τζουκ μποξ στις ταβέρνες. Αυτά ήταν και τα πρώτα ακούσματά μου από τη μουσική του Μίκη.
Αυτό όμως που μπορώ να πω ότι “σημάδεψε” τη γνωριμία μου με το Μίκη, ήταν η πρώτη δια ζώσης συνάντηση μαζί του, σε ηλικία 10 ετών, όταν η “Νεολαία Λαμπράκη” τον έφερε στη Λαμία για την πρώτη του συναυλία στην πόλη, στο Δημοτικό Θέατρο, πριν τη δικτατορία, με Δήμαρχο της Λαμίας τον υποψήφιο της ΕΔΑ και του Κέντρου τότε, Αποστόλη Κουνούπη. Με το θέατρο να είναι ζωσμένο από την Αστυνομία και τους χαφιέδες να καταγράφουν τους συμμετέχοντες σ’ αυτήν, ιδιαίτερα τους “Λαμπράκηδες” που φορούσαν στο πέτο το σηματάκι με το Ζ, το οποίο συμβόλιζε ότι ο Λαμπράκης ΖΕΙ!
Εκεί είδα για πρώτη φορά το Μίκη να διευθύνει την ορχήστρα του, μ’ εκείνα τα τεράστια χέρια να υψώνονται και ένα παράστημα που φάνταζε στα παιδικά μου μάτια δυσθεώρητο. Να διευθύνει κομμάτια από τον “Επιτάφιο”, τη “Ρωμιοσύνη”, την “Όμορφη Πόλη”, τις “Γειτονιές των Αγγέλων”, με τις εμβληματικές φωνές του Μπιθικώτση, της Φαραντούρη, άλλων και το θέατρο να σείεται από τα χειροκροτήματα και την ψυχική ανάταση που σκορπούσαν οι μελωδίες του Μίκη. Ο Μίκης, ξέρετε, είχε απίθανη μνήμη. Όταν λοιπόν, πολλά χρόνια μετά, του το ανέφερα (τη δεκαετία του 1990) θυμόταν πολύ καλά μέχρι και λεπτομέρειες από εκείνη τη συναυλία στη Λαμία.
Δε θα ξεχάσω επίσης, αργότερα, φοιτητής στην Αθήνα, τις κασέτες που ανταλλάσαμε παράνομα χέρι με χέρι, το 1973, το 1974. Έτσι πρωτάκουσα τον “Ωρωπό”, τα “Τραγούδια του Ανδρέα”, την “Κατάσταση Πολιορκίας”, τα “17 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας” του Γ. Ρίτσου. Τα ακούγαμε μέσα στα σπίτια, τα σκοτεινά βράδια πριν πέσει η χούντα, λίγο πριν πάρουμε τις παράνομες προκηρύξεις της ΚΝΕ και της αντι-ΕΦΕΕ και τις σκορπίσουμε στις γειτονιές της Αθήνας.
Φυσικά, αξέχαστες μένουν και οι πρώτες μέρες μετά την πτώση της χούντας, με τις μαζικές διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας, με τους δρόμους της να αντιλαλούν από τα “Τραγούδια του Αγώνα”, το “Πάλης ξεκίνημα νέοι αγώνες, οδηγοί της ελπίδας οι πρώτοι νεκροί”, τις μεγάλες συναυλίες στο Λυκαβηττό και μετά στο Παναθηναϊκό Στάδιο, αλλά και σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. “Μικρός λαός και πολεμά, δίχως σπαθιά και βόλια, για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι”…