«Εγώ μάγκας φαινόμουνα να γίνω από μικράκι…»
Σαν σήμερα γεννήθηκε στον Πειραιά ο σπουδαίος ρεμπέτης, συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής Μιχάλης Γενίτσαρης. Γεννημένος τη χρονιά της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, συνδέθηκε με το λαϊκό κίνημα, την Αντίσταση, τους αγώνες του και την αγωνία του.
Σαν σήμερα, στις 15 του Ιούνη 1917, γεννήθηκε στον Πειραιά ο ρεμπέτης, συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής Μιχάλης Γενίτσαρης. Γεννημένος τη χρονιά της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, συνδέθηκε με το λαϊκό κίνημα, τους αγώνες του και την αγωνία του.
Πρωτόμαθε το μπουζούκι στα παιδικά του χρόνια, ακούγοντας τον περίφημο Μπάτη, απέναντι από το σπίτι του. Μπήκε στη βιοπάλη από μικρή ηλικία κι άρχισε να γράφει μουσική πριν ενηλικιωθεί και να συνεργάζεται με μύθους, όπως τον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη και άλλους.
Έχω γίνει δεκατριώ-δεκατέσσερω χρονών και με βάζει ο πατέρας μου σ’ ένα φίλο του, τον Κώστα τον Καταγά, που είχε χυτήριο, να μάθω την τέχνη. Όλη μέρα με έβαζε ο κύριος Κώστας και κοσκίνιζα χώμα για το χυτήριο και έσπαζα με μια βαριά μαντέμια για το χυτήριο. Ένα απόγευμα που ήταν ώρα να σχολάσω, μου λέει τ’ αφεντικό: «Μιχάλη, να σκουπίσεις την αυλή και μετά να φύγεις». Αφού οι άλλοι μαστόροι είχανε φύγει, τι να κάνω εγώ; Κάθισα να σκουπίσω την αυλή, αλλά εδώ είδα κάτι που δεν το περίμενα. Όπως σκούπιζα την αυλή, ο μαστρο-Κώστας, τ’ αφεντικό και φίλος του πατέρα μου, έχει πει στη γυναίκα του – γιατί το σπίτι του ήτανε εκεί – να του κάνει καφέ και κάθεται σε μια γωνιά της μάντρας που ήταν καθαρά. Του πάει τον καφέ και ο μαστρο-Κώστας μπαίνει στο σπίτι και παίρνει ένα μπουζούκι και αρχινάει να παίζει. Εγώ μόλις τον είδα με το μπουζούκι τα ‘χασα. Σκούπιζα, σκούπιζα και όλο στο ίδιο μέρος ήμουνα. Χάζευα και άκουγα το μπουζούκι που έπαιζε. Είχε νυχτώσει και εγώ έκανα πως σκούπιζα και καθόμουν και άκουγα το μπουζούκι. «Άντε», μου λέει, «Μιχάλη. Ακόμα να σκουπίσεις για να φύγεις;». «Ναι μαστρο-Κώστα», του έλεγα, θα φύγω».
Ώσπου το κατάλαβε που άκουγα το μπουζούκι και μ’ άρεσε και μου λέει: «Σ’ αρέσει;». Του λέω: «Ναι μαστρο-Κώστα, παίζω κι εγώ με το μπαγλαμά του πατέρα μου». Μου λέει: «Για έλα να παίξεις, να σ’ ακούσω λίγο».
Πράγματι πήρα το μπουζούκι να παίξω, αλλά ντρεπόμουνα να παίξω μπροστά του. Αλλά μου ‘δωσε θάρρος και έπαιξα την «Ντουντού». «Μπράβο», μου λέει, «Μιχάλη. Θα μάθεις να παίζεις ωραίο μπουζούκι».
Αυτό γινότανε ταχτικά. Ο μαστρο-Κώστας μου ‘δειχνε στο μπουζούκι, και καθότανε και η γυναίκα του η κυρα-Κατίνα και μ’ άκουγε. Εγώ στο χυτήριο πήγαινα πρώτος το πρωί και έφευγα το βράδυ. Άκουγα τον μάστορά μου, μου έδειχνε και λίγο. Ώσπου ήρθε μια ανάποδη στο μαστρο-Κώστα και έκλεισε το χυτήριο…
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης θα αγοράσει το δικό του μπουζούκι κι αυτό θα γίνει αιτία ν’ ανοίξει λογαριασμούς με τους μηχανισμούς καταστολής του κράτους. Στα δεκαεφτά του, το 1934, τον κλείνουν στις φυλακές Αβέρωφ γιατί πλάκωσε στο ξύλο έναν αστυφύλακα που του έσπασε το μπουζούκι. Ήταν η πρώτη από μια σειρές καταδίκες του.
“Εγώ μάγκας φαινόμουνα να γίνω από μικράκι,
μ’ αρέσανε τα έξυπνα κι έμαθα μπουζουκάκι…”
Το 1937 βγάζει το πασίγνωστο τραγούδι “Εγώ μάγκας φαινόμουνα” για το οποίο η μάνα του τον μάλωνε που το έγραψε σε πλάκα γιατί τώρα… η οικογένειά του δεν έχει μούτρα να βγει από το σπίτι…
«Εμείς οι παλιοί δεν βγήκαμε για να γίνουμε αυτοί που γίναμε. Εμείς βγήκαμε κατά λάθος οργανοπαίχτες. Εμείς βγήκαμε για το κέφι μας και η αγάπη που είχαμε για το μπουζούκι μας έριξε στο πάλκο.
Το όνομα «ρεμπέτης», πρέπει για να είσαι ρεμπέτης, να ‘χεις ζήσει ρεμπέτης. Να ‘χεις περάσει από όλα τα καταγώγια τα παράνομα και ύστερα να πάρεις το όνομα «ρεμπέτης».
Να πως το νοιώθω εγώ και λέω. Ήρωες του ‘21 είναι ο Καραϊσκάκης, Κολοκοτρώνης, Αντρούτσος, Μιαούλης, Κανάρης – δεν μπορούν όσα χρόνια και αν περάσουν, να πούνε άλλους ήρωες σαν κι αυτούς. Έτσι λοιπόν και με μας: ήρωες του ρεμπέτικου είναι ο Μπάτης, ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Κερομύτης, ο Γενίτσαρης, ο Μπαγιαντέρας, ο Ανέστος Δελιάς, ο Γιοβάν Τσαούσης, Παπαϊωάννου, Τσιτσάνης, Χατζηχρήστος – εμείς που από το χίλια εννιακόσα τριάντα μέχρι το χίλια εννιακόσα σαράντα φάγαμε ξύλο για το μπουζούκι που κρατάγαμε στο χέρι και το βγάλαμε από τους ντεκέδες και από τις φυλακές, που μας κυνήγησε ο Μεταξάς και ο Μανιαδάκης και μας έστερνε εξορία. Εμείς είμαστε οι ρεμπέτες οι γνήσιοι.
Τώρα κάθε κέντρο γράφει με μεγάλα γράμματα και με γυάλινα φανταχτερά: «Ρεμπέτικη Ώρα, ο Αρχοντορεμπέτης ο Τάδε» – δηλαδή αθρώποι χτεσινοί και αθρώποι που κατηγορούσαν το ρεμπέτικο».
Από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους του ρεμπέτικου τραγουδιού, ο Μιχάλης Γενίτσαρης έχει συνδέσει το όνομά του με τη δημιουργία τραγουδιών για την Αντίσταση, όπως το Ένας λεβέντης έσβησε, που αναφέρεται στον τραγικό χαμό του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη.
“Κείνος δε θέλει κλάματα δε θέλει μοιρολόγια
θέλει αγώνες και χαρές αρματωσιές και βόλια…”
Και βέβαια του θρυλικού Σαλταδόρου που έχει χαρακτηριστεί και «ύμνος της Κατοχής».
“Οι Γερμανοί μας κυνηγούν μα εμείς δεν τους ακούμε
εμείς θα τη σαλτάρουμε ώσπου να σκοτωθούμε…”
Το 1944 ο Γενίτσαρης θα γράψει μουσική και στίχους για το ζεϊμπέκικο Στέλιος Καρδάρας, συγκλονισμένος από την εκτέλεση μετά από φριχτά βασανιστήρια του ΕΛΑΣίτη σαμποτέρ Στέλιου Καρδάρα, από τους ντόπιους συνεργάτες των Γερμανών καταχτητών στην Κοκκινιά.
“Τον πιάσαν Γερμανόφιλοι και ταγματασφαλίτες
το Στέλιο τον Καρδάρα μας, στο Ρέντη οι αλήτες…”
Τα επόμενα χρόνια έγραψε εκατοντάδες τραγούδια, που ερμηνεύτηκαν από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές, αλλά ως επί το πλέιστον δεν ηχογραφήθηκαν. Έπαιζε σε μαγαζιά μέχρι το ’52 οπότε αποσύρθηκε από το προσκήνιο κι έμεινε στην αφάνεια για πολλά χρόνια (ασχολήθηκε με το εμπόριο λαχανικών), για να επανέλθει στο επίκεντρο τη δεκαετία του 1970, με επανεκδόσεις κι επανεκτελέσεις τραγουδιών του.
Προς το τέλος της ζωής του διοργανώθηκε προς τιμήν του μια μεγάλη συναυλία στο θέατρο του Λυκαβηττού.
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης έφυγε από τη ζωλη σε ηλικία 88 ετών, στις 11 του Μάη 2005.
Το τελευταίο του cd είχε κυκλοφορήσει το 2001 με τίτλο «Μιχάλης Γεννίτσαρης – Ρεμπέτικοι δρόμοι».
Το 1992 είχε εκδοθεί η αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Μάγκας από μικράκι» (εκδ. Δωδώνη), από την οποία προέρχονται τα δύο ένθετα αποσπάσματα της ανάρτησης.
Δείτε στην Κατιούσα:
Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν: «Στέλιος Καρδάρας»
«Κείνος δεν θέλει κλάματα, δεν θέλει μοιρολόγια / θέλει αγώνες και χαρές αρματωσιές και βόλια…»