«Είμαι η γυναίκα η μοντέρνα που ψηφίζω…»
Το λαϊκό τραγούδι λειτούργησε συχνά σαν καθρέφτης του κοινωνικού γίγνεσθαι, αντανακλώντας τα γεγονότα και την ατμόσφαιρα της εποχής του. Όπως και στην περίπτωση της κατάκτησης από τις γυναίκες του δικαιώματος στο να ψηφίζουν και να εκλέγονται…
Ένα από τα δικαιώματα της γυναίκας που κατακτήθηκε στην πορεία μέχρι να καθιερωθεί στο Σύνταγμα της χώρας μας, το 1975, η αρχή της ισότητας των δυο φύλων, ήταν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Ένα δικαίωμα που η απουσία του μοιάζει εξωπραγματική και αδιανόητη στη σημερινή εποχή, όμως χρειάστηκαν πολλοί αγώνες μέχρι να αναγνωριστεί και να κατοχυρωθεί στην αστική ελληνική κοινωνία.
Επίσημα λοιπόν, και εν συντομία, στο ελληνικό κράτος η καθιέρωση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών έλαβε χώρα το 1952, όμως έπρεπε να περάσουν τέσσερα ακόμα χρόνια και να έρθουν οι εκλογές της 19 του Φλεβάρη 1956, όπου οι γυναίκες συμμετείχαν για πρώτη φορά σε βουλευτικές εκλογές με το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.
Αυτά συμβαίνουν, λίγα χρόνια μετά από τον πόλεμο, στο επίσημο αστικό κράτος των νικητών του εμφυλίου. Όμως, μερικά χρόνια νωρίτερα, είχαν προηγηθεί κάποιες άλλες εκλογές, γεγονός που σκόπιμα αποκρύπτεται από όσους στέκονται αντίθετοι στο να γνωρίσει ο λαός μας και ειδικά οι νεότερες γενιές την αληθινή ιστορία. Οι Ελληνίδες, λοιπόν, άσκησαν για πρώτη φορά τα εκλογικά τους δικαιώματα στις 23 του Απρίλη 1944, στις εκλογές για την ανάδειξη του Εθνικού Συμβουλίου, δηλαδή της Βουλής της Ελεύθερης Ελλάδας. Οι εκλογές εκείνες προκηρύχτηκαν από την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), αφού πρωτύτερα η ΕΑΜική Αντίσταση είχε ελευθερώσει τα ¾ της ελληνικής επικράτειας, που βρίσκονταν κάτω από τη μπότα του χιτλερικού καταχτητή και ο λαός μας άρχιζε σιγά σιγά να πιστεύει ότι θα κάνει κουμάντο στον τόπο του και θα χτίσει μέσα στ’ αποκαΐδια του πολέμου μια κοινωνία φιλειρηνική και χωρίς εκμετάλλευση, για την οποία όχι απλά ονειρευόταν αλλά έδωσε το αίμα του.
Τι σχέση έχουν όλα τα παραπάνω με το λαϊκό τραγούδι; Το λαϊκό τραγούδι λειτούργησε συχνά σαν καθρέφτης του κοινωνικού γίγνεσθαι, αντανακλώντας τα γεγονότα και την ατμόσφαιρα της εποχής του. Έτσι και στην περίπτωσή μας.
Στη δεκαετία του 1950, κυκλοφορούν δυο τραγούδια που προκαλούν αίσθηση για τους στίχους τους και γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία. Κεντρική ερμηνεύτρια και των δυο τραγουδιών μια μεγάλη κυρία του λαϊκού τραγουδιού, η Μαρίκα Νίνου, με διαδρομή στο θέατρο και το χορό, που σκορπούσε κέφι στο κοινό με τη φωνή και το μπρίο της και δημιουργούσε αδιαχώρητο, όπου εμφανιζόταν με τον Βασίλη Τσιτσάνη και το συγκρότημά του. Έτσι, που οι μαγαζάτορες έδιναν κάθε φορά κανονική μάχη μεταξύ τους για να εξασφαλίσουν μια σεζόν με τη συμμετοχή των δυο αυτών μεγαθήριων του λαϊκού τραγουδιού, στα κέντρα διασκέδασης που διατηρούσαν.
Με μουσική του Απόστολου Καλδάρα και στίχους του Κώστα Μάνεση κυκλοφορεί το τραγούδι «Η γυναίκα που ψηφίζει», το οποίο καταγράφει το γεγονός ότι την ίδια εποχή η γυναίκα κατακτά το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Τη Μαρίκα Νίνου συνοδεύει ο εξαιρετικός τραγουδιστής του ρεμπέτικου και λαϊκού, Θανάσης Ευγενικός, γνωστός και ως «Σαμιώτης» (με καταγωγή από τη Σάμο), που εκτός από τραγουδιστής ήταν και πολύ καλός κιθαρίστας.
«Είμαι η γυναίκα η μοντέρνα που ψηφίζω, γλεντώ στα κέντρα, πίνω ουίσκι και καπνίζω» λένε μεταξύ άλλων οι στίχοι, υπογραμμίζοντας με αυτό τον τρόπο το γεγονός ότι μέχρι πριν λίγα χρόνια, από τότε που γράφτηκε το τραγούδι, οι γυναίκες δεν είχαν παρουσία στα κέντρα διασκέδασης, δεν έπιναν και δεν κάπνιζαν σε δημόσια θέα, κι αν το έκαναν χαρακτηρίζονταν από τον περίγυρο ως… «αμφιβόλου ηθικής».
Ο κόσμος άλλαξε και πάρτε το χαμπάρι
και η γυναίκα, στο εξής, θα κουμαντάρει.
Ήρθ’ ο καιρός να φύγω πια απ’ τη ρουτίνα,
απ’ του συζύγου τη σκλαβιά και την κουζίνα.
Είμαι η γυναίκα η μοντέρνα που ψηφίζω,
γλεντώ στα κέντρα, πίνω ουίσκι και καπνίζω.
Στην εξουσία κανενός πια δεν ανήκω,
δεν έχει τώρα κάτσε-κάτσε, σήκω-σήκω.
Στις εκλογές θα βάλω κάλπη στην Αθήνα,
θα πάρω ψήφους και θα βγω και δημαρχίνα.
Στα υπουργεία με τουπέ θα μπαίνω μέσα
κι έτσι σε όλες τις δουλειές θα έχω τα μέσα.
Στην εξουσία κανενός πια δεν ανήκω,
δεν έχει τώρα κάτσε-κάτσε, σήκω-σήκω.
Τραγούδι με φεμινιστικό περιεχόμενο και το επόμενο: «Οι γυναίκες κρατάνε τα κλειδιά», σε στίχους και μουσική του Γεράσιμου Κλουβάτου, δημιουργού πολλών μεγάλων λαϊκών επιτυχιών, το ερμηνεύουν η Μαρίκα Νίνου με τον Πάνο Γαβαλά. Το τραγούδι αποτελεί έναν διάλογο μεταξύ μιας γυναίκας που νιώθει χειραφετημένη και ενός άντρα που, αν και το βλέπει, αρνείται να αποδεχτεί την νέα κατάσταση, καθώς νιώθει την εξουσία του πάνω στη γυναίκα να βάλλεται θανάσιμα.
Έχουν πολύ ενδιαφέρον οι στίχοι του τραγουδιού, που είναι γραμμένο πάνω σε ένα μοτίβο συνηθισμένο εκείνη την εποχή, και θέλει να προηγείται του μουσικού κομματιού μια σύντομη «εισαγωγή» όπου ο τραγουδιστής ή η τραγουδίστρια με λίγα λόγια, χωρίς μουσική υπόκρουση, να «προετοιμάζουν» τον ακροατή για αυτό που θα ακολουθήσει.
Οι γυναίκες κρατάμε τα κλειδιά,
εμείς σας κυβερνάμε στο νου και στην καρδιά.
Για σταμάτα, γυναίκα,
επιτέλους, πάρ’ το απόφαση,
δεν πρόκειται να σου γίνει το χατήρι,
πάντα θα είσαι υπό στον άνδρα.
Μωρέ, τι μας λες, σε γελάσανε,
αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις.
Σήμερα η γυναίκα έχει τα ίδια δικαιώματα
με τον άνδρα, παρακαλώ.
Έτσι ε, μ’ αυτό το όνειρο να κοιμάσαι.
Παράπονα, παράπονα μου κάνεις κάθε ώρα
τα ίδια δικαιώματα ζητάς να έχεις τώρα.
Τώρα αλλάξαν οι καιροί,
δεν προσκυνώ τον άντρα,
στο κομπολόι της ζωής, της ζωής,
που μ’ έπαιζε σαν χάντρα.
Οι γυναίκες κρατάνε τα κλειδιά,
αυτές σας κυβερνάνε στο νου και στην καρδιά.
Σαν να μην έχεις άδικο,
αλλάξανε τα χρόνια,
κόβετε, αλά γκαρσόν, μαλλιά,
φοράτε παντελόνια.
Τώρα κι εμείς ψηφίζουμε
και στην Βουλή θα μπούμε,
πάρτε το πια απόφαση, απόφαση,
τα γκέμια πως κρατούμε.
Οι γυναίκες κρατάνε τα κλειδιά,
αυτές σας κυβερνάνε στο νου και στην καρδιά.
Ως «απάντηση» στα δυο παραπάνω τραγούδια ερχόταν την ίδια εποχή ένα τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη. Στο βιβλίο του αξέχαστου δημοσιογράφου, ερευνητή και μελετητή του λαϊκού τραγουδιού Πάνου Γεραμάνη «Η ζωή μου ένα τραγούδι» (εκδ. Καστανιώτη, 2007), σε κείμενο όπου μεταξύ άλλων περιγράφεται «η καινοτομία της Μαρίκας Νίνου να παραβιάσει την αρχή της σοβαρότητας του ρεμπέτικου πάλκου όπου όλοι τραγουδούσαν καθιστοί», καταγράφεται η εξής μαρτυρία: «Αυτά τα δυο τραγούδια η Μ. Νίνου τα τραγουδούσε όρθια στο πάλκο του «Τζίμη του Χονδρού», λίγο πριν από το φινάλε του προγράμματος και ανέβαζε έτσι στα ύψη τον δείκτη του κεφιού. Με το που άφηνε το μικρόφωνο και καθόταν στην καρέκλα (με το μαξιλαράκι) μέσα σε θύελλα χειροκροτημάτων, ο Βασίλης Τσιτσάνης με το μπουζούκι του αλλά και με την χαρακτηριστική φωνή του έδινε απάντηση με μια δική του δημιουργία στα δυο τραγούδια που μόλις είχε ερμηνεύσει η Νίνου».
Το τραγούδι έχει τίτλο «Τι μπελάς το γυναικείο φύλο» και θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να το ακούσουμε από τον μεγάλο συνθέτη, αν σώζεται κάποια ζωντανή ηχογράφηση, σαν αυτή που περιγράφεται στο βιβλίο του Π. Γεραμάνη. Στη δισκογραφία το τραγούδι κυκλοφόρησε με τη φωνή – και αυτό, όπως τα δυο προηγούμενα – της Μαρίκας Νίνου.
Το ‘χω ρίξει στο ξενύχτι, μια και μ’ άφησες τρελή,
ξαναρχίζω πάλι μόνος την παλιά μου τη ζωή.
Τι μπελάς το γυναικείο φύλο
κι ο Αδαμ την έπαθ’ απ’ το μήλο,
που να βρεις στον ντουνιά
μια γυναίκα με καρδιά,
σαν γάτες είναι πονηρές,
ζηλιάρες και κακιές.
Τις λατρεύουμε και κείνες με τον πόνο μας γελούν,
σα μπεγλέρια πια μας παίζουν, ώσπου να μας βαρεθούν.
Τι μπελάς το γυναικείο φύλο
κι ο Αδαμ την έπαθ’απο το μήλο,
Τι μπελάς το γυναικείο φύλο
κι ο Αδαμ την έπαθ’ απ’ το μήλο,
που να βρεις στον ντουνιά
μια γυναίκα με καρδιά,
σαν γάτες είναι πονηρές,
ζηλιάρες και κακιές.