Φλέρυ Νταντωνάκη: «Να τραγουδήσω; Ξέρετε τι έγινε στην πατρίδα μου; Της έκλεψαν την ελευθερία. Και φταίτε εσείς γι’ αυτό!»
Σεμίνα Διγενή: “Αν η Φλέρυ ήταν λουλούδι, θα ήταν αυτό που λέγεται «βασίλισσα της νύχτας». Ανθίζει και πλημμυρίζει το άρωμά του, μία μόνο βραδιά του χρόνου, και μαραίνεται το πρωί. Οι Κινέζοι το λένε «Αυτός που έχει μια εντυπωσιακή, μα σύντομη στιγμή δόξας», οι Γιαπωνέζοι «Ομορφιά υπό το σεληνόφως» και οι Ινδονήσιοι «Λουλούδι του θριάμβου».”
Η 25χρονη απουσία της Φλέρυς Νταντωνάκη και το Εξκάλιμπερ του «Μεγάλου Ερωτικού»
Η γυναίκα που γεννήθηκε για να φανερώσει το αληθινό πρόσωπο των τραγουδιών, όπως έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις, τέτοιες μέρες πριν 25 χρόνια ολοκλήρωνε την υπαρξιακή της Οδύσσεια. Η Φλέρυ Νταντωνάκη κουράστηκε να ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στον θάνατο και στη ζωή και στις 18 Ιουλίου 1998, μόλις 61 ετών, παραδόθηκε στον έρωτα του θανάτου. Στη σύντομη, δύσβατη και περιπετειώδη ζωή της δεν έγινε σκλάβα κανενός, ούτε της δόξας ούτε του χρήματος, έμαθε στην πράξη πως η γνώση κατακτιέται με βάσανα, δεν πίστεψε στους μύθους, που καταστρέφουν τον άνθρωπο, βεβαιώθηκε ότι δεν αγαπήθηκε πραγματικά από κανέναν άντρα και χρησιμοποίησε όλη της τη δύναμη για να ζωντανέψει την τέχνη της, ώσπου έγινε καύσιμό της. Μεγάλωσε σε οικογένεια που αγαπούσε και ζούσε από την τέχνη (ο μπαμπάς της ήταν κινηματογραφιστής), ονειρεύτηκε να γίνει μεγάλη ηθοποιός στην Αμερική, λάτρεψε την Ουμ Καλσούμ και παραδέχτηκε πως της ήταν πιο εύκολο να μιλάει απ’ το να τραγουδάει. Ηταν μια παράξενη, ονειροπόλα καλόγρια, τρυφερή και οξύθυμη, ένα αερικό της μουσικής, ατίθαση, γενναία, πεισματάρα και απίστευτα τολμηρή.
Ηταν η πρώτη καλλιτέχνις που τοποθετήθηκε δημοσίως στην αμερικανική τηλεόραση ενάντια στη χούντα, κατηγορώντας την αμερικανική κυβέρνηση για τον ρόλο της. Δυο μέρες μετά το πραξικόπημα, βρέθηκε στην εκπομπή «Merv Griffin Show», του NBC. Της ζήτησαν να τραγουδήσει. «Να τραγουδήσω;», απάντησε. «Ξέρετε τι έγινε στην πατρίδα μου; Της έκλεψαν την ελευθερία. Και φταίτε εσείς γι’ αυτό!». Δέχτηκε να πει μόνο ένα τραγούδι, κι αυτό χωρίς τη συνοδεία ορχήστρας, και τότε ακούστηκαν στο αμερικανικό στούντιο οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου από τη «Ρωμιοσύνη», που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Σχεδόν ούρλιαξε μπροστά σε εκατομμύρια τηλεθεατές το «Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες», με τον κραδασμό της ασύγκριτης φωνής της να ισοδυναμεί με εκατοντάδες διαδηλώσεις και καταγγελίες μαζί. Ανικανοποίητη πάντα από τον εαυτό της, δοσμένη ολόκληρη στο κυνήγι της τελειότητας, συνήθιζε να λέει πως θα ‘θελε να είναι «κλασική με την έννοια της μουσικής του Μάνου, επική με την έννοια του Μίκη και ερωτική με την έννοια του Σταύρου Ξαρχάκου!».
Ο σοφός μπαμπάς Χατζιδάκις
Αξίζει να επισημάνουμε εδώ πως αν και πιστώνεται στον Μάνο Χατζιδάκι η ανακάλυψή της, η αλήθεια είναι ότι πρώτος την εντόπισε και την πίστεψε, το 1968, ο Σταύρος Ξαρχάκος. Με τον Χατζιδάκι, όμως, τον οποίο πρωτοσυνάντησε στη Ν. Υόρκη το 1970, η σχέση ήταν αλλιώς. Μαζί ξεκόλλησαν από τον βράχο το Εξκάλιμπερ της βασιλείας του «Μεγάλου Ερωτικού», μαζί ηχογράφησαν στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη τα υπέροχα κλασικά ρεμπέτικα, μαζί περιέθαλψαν το τρομαγμένο παιδί μέσα της, που έψαχνε φροντίδα και πατρική προστασία. Κι έτσι, ο Χατζιδάκις έγινε ο μπαμπάς της. Ενας σοφός και υπομονετικός μπαμπάς, που άντεχε τις τρέλες και τις ιδιοτροπίες της (αν και δεν καταλάβαινε τις συχνές νηστείες της, των 40 ημερών, για την …κάθαρση των ζιζανίων), που κατάφερνε να της δίνει κουράγιο και δύναμη ακόμα και στις χειρότερες στιγμές της. Η Νταντωνάκη μια ολόκληρη ζωή έψαχνε να βρει την ευτυχία και την αλήθεια, περιπλανήθηκε μέχρι τα πέρατα του κόσμου, έφτασε μέχρι τους πρόποδες των Ιμαλαΐων, σε ένα μικρό χωριό με φυτείες τσαγιού, εξαπατήθηκε, ληστεύτηκε και κακοποιήθηκε από τους γκουρού που εμπιστεύτηκε, προδόθηκε από φίλους, απαξιώθηκε και υποτιμήθηκε από συναδέλφους της. Εζησε πότε σε πολύβουα και φωταγωγημένα λούνα παρκ και πότε σε σκοτεινές κοιλάδες.
Πέρασε 10 χρόνια άδεια, βασανισμένα και μοναχικά, μέχρι που κατάλαβε – όπως έλεγε – ότι δεν υπάρχει ευτυχία στη ζωή, ότι όλα είναι μια φυλακή, που ωστόσο αξίζει να τη ζήσεις. Αυτό έκανε πάντα, ταξίδευε, έψαχνε, δοκίμαζε, δημιουργούσε. Η μεγάλη απόδραση ξεκινάει το καλοκαίρι του 1956, όταν η Ελευθερία Παπαδαντωνάκη – όπως λεγόταν στην ταυτότητά της – αναχωρεί μόνη της για τις ΗΠΑ σε ηλικία 18 ετών. Σπουδάζει Ιστορία, Κοινωνιολογία, Φιλοσοφία, Ψυχολογία και Φιλολογία, συμμετέχει σε παραστάσεις στη Νέα Υόρκη και ταυτόχρονα δουλεύει ως σερβιτόρα. Ζει σχεδόν επικίνδυνα. Βάζει δύσκολα στον εαυτό της, σαν να τον υποχρεώνει σε διαρκές τσεκάρισμα. Είχε πει τότε: «Γνώρισα την Αμερική στην πιο βίαιη και γοητευτική εποχή της». Το 1965 κυκλοφορεί ο πρώτος της δίσκος, με τίτλο «Fleury: The isles of Greece». Το περιοδικό «Variety» γράφει γι’ αυτήν ότι είναι «το πιο ελπιδοφόρο ταλέντο της χρονιάς».
«Εκφράστε τον έρωτα!»
Το 1987 μιλάει στην εκπομπή μας «Τρεις στον αέρα» της ΕΡΤ και θυμάμαι πως είχε πει ότι «για να βιώσεις τον έρωτα πρέπει πρώτα να μπορείς να τον εκφράσεις», πως το τραγούδι της Μυρτιώτισσας, που η ποιήτρια είχε γράψει για τον γιο της, τον σπουδαίο ηθοποιό Γιώργο Παππά, η Φλέρυ το ερμήνευσε ερωτικά, γιατί ήταν ερωτευμένη εκείνη την εποχή (τη συγκεκριμένη ερμηνεία πάντως ο Χατζιδάκις τη θεώρησε αξεπέραστη, γι’ αυτό και δεν εκτελέστηκε, ούτε ηχογραφήθηκε ποτέ ξανά αυτό το τραγούδι με άλλη τραγουδίστρια). Είχε πει ακόμη ότι «στον έρωτα πρέπει να αμύνεσαι, δεν κερδίζεις τίποτα αν δεν αμυνθείς έξυπνα» και ότι θεωρεί κλασικά ερωτικά τραγούδια κάποια του Villa Lobos, από τα δικά της αυτό του Σολομώντα, αλλά και το… «Πιο καλή ή μοναξιά»! (ολόκληρη η συνέντευξή της στο YouTube channel #SeminaDigeniOfficial). Ισως να διάλεγε και τον «Μεγάλο Ερωτικό», αυτόν τον μεγάλο σταθμό στην καριέρα της, αν δεν του έβρισκε κάτι παράξενο. Θεωρούσε πως υπήρχε κάτι φοβισμένο στη φωνή της, ένα τρέμουλο.
Πήγε μια βόλτα στο φεγγάρι
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η αισθαντικότερη και αυθεντικότερη ερμηνεύτρια του Χατζιδάκι αισθανόταν απόλυτα δυστυχής, εγκαταλειμμένη και με πίκρα, γιατί είχε καταλήξει πως δεν υπήρξε ποτέ επιτυχημένη σε τίποτε. Ούτε καν ως γυναίκα. Ζούσε απομονωμένη με την μητέρα της και την κόρη της, Ζωή, ξεχασμένη από τους πολλούς, ώσπου, στην καρδιά εκείνου του καλοκαιριού, πέταξε μακριά από όλα όσα την βασάνιζαν και την τρόμαζαν, στις δικές της «Γειτονιές του φεγγαριού». «Ηταν ένα κακότυχο αλλά συγκλονιστικό πλάσμα, με μεγάλη ψυχή και φωνή», έλεγε ένας αγαπημένος της ξάδερφος. Τάφηκε πλάι στον τάφο του πολυαγαπημένου της Μάνου, σε μια πλαγιά της Παιανίας. Πίστευε μέχρι το τέλος ότι «οι άνθρωποι είναι πολύτιμοι και δεν πρέπει να παίζουμε μαζί τους, αλλά να τους σεβόμαστε βαθιά». Αρνιόταν να γίνει ένα ακόμα μέλος μιας συγχυσμένης αγέλης, πιστεύοντας πως «δεν υπάρχουν ούτε θεοί ούτε δαίμονες – αυτοί είναι μέσα μας και πρέπει με τον αυτοσεβασμό να μην αφήνουμε ούτε τους μεν ούτε τους δε να κυριαρχούν. Και πρέπει οι άνθρωποι να μαθητεύουν κοντά σε όποιον εκτιμούν». Αυτά είχε εξομολογηθεί το 1986 στη «Lifo» αυτό το ξεχωριστό πλάσμα, που το βάραιναν οι αμαρτίες των άλλων, που λυπόταν βαθιά με τη βουβή απελπισία των ανθρώπων και όταν έβλεπε ότι δεν μπορούσε να σταματήσει μια αδικία, ήθελε να πεθάνει. Η «φεγγαρική αηδόνα», όπως την έλεγε ο Νίκος Καρούζος, σήμερα, 25 χρόνια μετά το πέταγμά της, άφησε πίσω ερμηνείες με ανατριχιαστικές δονήσεις τρυφερής αθωότητας, συμπόνιας και παρηγοριάς για τους απελπισμένους. Αν πάτε ποτέ στο κοιμητήριο της Παιανίας, θα δείτε το όνομα της Φλέρυς Νταντωνάκη γραμμένο λάθος στο μνήμα της. Κάποιος παράκουσε κι έγραψε: «ΦΛΕΡΥ ΑΤΑΝΤΩΝΑΚΗ».
Υστερόγραφο
Αν η Φλέρυ ήταν λουλούδι, θα ήταν αυτό που λέγεται «βασίλισσα της νύχτας». Ανθίζει και πλημμυρίζει το άρωμά του, μία μόνο βραδιά του χρόνου, και μαραίνεται το πρωί. Οι Κινέζοι το λένε «Αυτός που έχει μια εντυπωσιακή, μα σύντομη στιγμή δόξας», οι Γιαπωνέζοι «Ομορφιά υπό το σεληνόφως» και οι Ινδονήσιοι «Λουλούδι του θριάμβου».
Σεμίνα Διγενή
Ριζοσπάστης