Φρεντερίκ Σοπέν-Μια σύντομη και πολυτάραχη ζωή με επίκεντρο τη μουσική
Βασική πηγή έμπνευσης ήταν τα ακούσματα του απλού λαού της πατρίδας του Πολωνίας, τον αγώνα της οποίας για ανεξαρτησία στήριξε, χωρίς να αναμειχθεί ενεργά.
Ο Σοπέν αποτελεί έναν από τους διασημότερους συνθέτες του ρομαντικού ρεύματος, με πολύ αναγνωρίσιμες μελωδίες. Στη μεγάλη τους πλειονότητα τα έργα του προορίζονται μόνο για πιάνο, στο οποίο διακρίθηκε κι ο ίδιος ως δεξιοτέχνης.
Γεννήθηκε στην Πολωνία την 1η Μάρτη 1810 από πατέρα Γάλλο, ο οποίος είχε παντρευτεί μια συγγενή αριστοκρατικής πολωνικής οικογένειας στην οποία εργαζόταν ως οικοδιδάσκαλος. Λίγους μήνες μετά τη γέννηση του Φρεντερίκ, ο πατέρας του διορίστηκε ως δάσκαλος γαλλικών σε λύκειο της Βαρσοβίας, όπου αργότερα φοίτησε κι ο γιος του.
Το μουσικό ταλέντο του Σοπέν φάνηκε από μικρή ηλικία, καθώς από νήπιο παρακολουθούσε τη μητέρα και τη μεγαλύτερη αδελφή του να παίζουν πιάνο. Ξεκίνησε μαθήματα πιάνου στα 7 του χρόνια με τον Βόιτσεκ Ζίβνι, σύντομα συνέθεσε το πρώτο του έργο, ενώ ένα χρόνο μετά έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση σε φιλανθρωπική εκδήλωση. Η φήμη του ως παιδιού-θαύματος εδραιώθηκε σύντομα, και ως 11χρονος έπαιξε μπροστά στον τσάρο Αλέξανδρο Α’.
Όντας ήδη μαθητής του συνθέτη Γιόζεφ Έλσνερ, φοίτησε κοντά του και στο νεοϊδρυθέν ωδείο της Βαρσοβίας. Ο δασκαλός του αναγνώρισε τη δημιουργικότητα του μαθητή, έντονα επηρεασμένης από τις μουσικές παραδόσεις της πολωνικής υπαίθρου, προσπαθώντας να μην την καταπνίξει με ακαδημαϊκή αυστηρότητα, χωρίς παράλληλα να κάνει εκπτώσεις στην ποιότητα του παρεχόμενου θεωρητικού και τεχνικού υποβάθρου.
Το 1828 ταξίδεψε πρώτα στο Βερολίνο κι έπειτα στη Βιέννη, όπου έκανε το μουσικό του ντεμπούτο το 1829, που ακολουθούθηκε από δεύτερη, εξίσου επιτυχημένη εμφάνιση. Την περίοδο 1829-32 συνέθεσε έργα που αποτυπώνουν τον πρωτότυπο χαρακτήρια της περίπλοκης τεχνικής του στο πιάνο΄, όπως το “Κονσέρτο για πιάνο νούμερο δύο σε φα ελάσσονα” και “Κονσέρτο για πιάνο νούμερο ένα σε μι μείζονα”.
Το 1830 πραγματοποίησε ταξίδι με τελικό προορισμό τη Γερμανία και την Ιταλία. Καθ’ οδόν, έχοντας φτάσει στη Βιέννη, έμαθε για την εξέγερση των Πολωνών κατά της τσαρικής Ρωσίας. Πέρασε κάποιους μήνες αδράνειας στην πόλη, μετακομίζοντας στο Παρίσι το καλοκαίρι του 1831, όταν η εξεγέρση είχε ήδη καταπνιγεί και σύντομα έλαβε τη γαλλική υπηκοότητα.
Όπως σημειώνει ο καθηγητής μουσικολογίας Τζιμ Σάμσον στο “The Cambridge Companion to Chopin” Η ζωή στη Γαλλία του ταίριαζε και σύντομα παραμέρισε τη σκέψη να επιστρέψει στην πατρίδα του (θα μπορούσε να το έχει κάνει εύκολα όταν ο τσάρος πρόσφερε μια από τις πολλές αμνηστίες το 1833)… Για πολλούς Πολωνούς ακροατές ο Σοπέν έγινε σύμβολο του εθνικού τους αγώνα, που θεμελίωσε το πολωνικό πνεύμα όταν ακόμα δεν είχε πολιτική υπόσταση”.
Κάποιες φορές κατηγορήθηκε ωστόσο για έλλειψη ενδιαφέροντος σχετικά με τα τεκταινόμενα στην πατρίδα του, με βάσει τις ελάχιστες αναφορές στην αλληλογραφία του με τη χώρα του, πρέπει ωστόσο να ληφθεί υπόψη και το γεγονός πως υπήρχε σκληρή λογοκρισία και στις επιστολές. Επιπλέον αν και σε μια επιστολή του δήλωνε “επαναστάτης” που δε νοιαζόταν για τα χρήματα, δεν ήταν φίλος των ριζικών και βίαιων ανατροπών κι ένιωθε αρκετά προστατευμένος στο αριστοκρατικό περιβάλλον που εκτιμούσε την τέχνη του και τον στήριζε οικονομικά.
Στο Παρίσι συνδέθηκε με συμπατριώτες του εμιγκρέδες αλλά και σημαντικούς νέους τότε συνθέτες όπως ο Φραντς Λιστ,ο Έκτωρ Μπερλιόζ και οι Βιντσέντζο Μπελίνι και Φέλιξ Μέντελσον. Στις παρισινές του δημιουργίες περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων Σπουδές της περιόδου (1829-1836), η Μπαλάντα σε σολ ελάσσονα και η Fantaisie-Impromptu, καθώς και μαζούρκες και πολωνέζες εμπνευσμένες από τα πολωνικά ακούσματα του συνθέτη.
Στην προσωπική του ζωή, μετά από δυο ατελέσφορα νεανικά ειδύλλια με συμπατριώτισσές του, το 1836 ο Σοπέν γνώρισε την αντισυμβατική για την εποχή της συγγραφέα Γεωργία Σάνδη, με την οποία σχετίστηκε το 1838. Πέρασαν το χειμώνα εκείνης της χρονιάς στη Μαγιόρκα μαζί με τα παιδιά της Σάνδης, στα οποία ο συνθέτης είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Ωστόσο ο ιδιοκτητής της βίλας που ενοικίαζε το ζεύγος έμαθε για τη φυματίωση του Σοπέν και τους ανάγκασε να βρούν καταφύγιο σε μοναστήρι, όπου οι κακές συνθήκες υγρασίας και διατροφής επιδείνωσαν περαιτέρω την εύθραυστη υγεία του συνθέτη.
Το 1839 επέστρεψαν στη Γαλλία, όπου σύντομα ανέκτησε προσωρινά τις δυνάμεις του, εγκαινιάζοντας μια ιδιαίτερα παραγωγική περίοδο στο έργο του, στο οποίο περιλαμβάνονται η Φαντασία σε Φα μινόρε, η Βαρκαρόλλα, η Σονάτα σε Σι μινόρε. Το 1848 χώρισε από τη Σάνδη, ενώ τα επαναστατικά γεγονότα του Φλεβάρη του 1848 τον έκαναν να εγκαταλείψει το Παρίσι, ακολουθώντας πρόσκληση για διδασκαλία και εμφανίσεις στο Λονδίνο. Η ραγδαία επιδείνωση της υγείας του ωστόσο απέτρεψε την εντατική του ενασχόληση με την κοσμική ζωή της Αγγλίας. Η τελευταία εμφάνιση σημειώθηκε στις 16 Νοέμβρη 1848, όπου έπαιξε σε εκδήλωση υπέρ των Πολωνών εμιγκρέδων της πόλης.
Επέστρεψε στο Παρίσι, όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 17 Οκτώβρη 1849. Κηδεύτηκε στο κοιμητήριο του Περ Λασαίζ, το μεγαλύτερο του Παρισιού, αλλά όπως επιθυμούσε ο ίδιος, η καρδιά του μεταφέρθηκε στη Βαρσοβία, για να ταφεί στο Ναό του Τίμιου Σταυρού.