«Για το κατάντημά μου αυτό η κοινωνία φταίει…» – Η Πόλυ Πάνου σε «αμαρτωλά» τραγούδια
Η Πόλυ Πάνου ερμήνευσε πολλά τραγούδια με κοινωνικό περιεχόμενο, γραμμένα από λαϊκούς στιχουργούς που ξεχώρισαν για τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισαν ευαίσθητα θέματα, όπως τους ανθρώπους του περιθωρίου, τις γυναίκες του πληρωμένου έρωτα, του πεζοδρομίου, των οίκων ανοχής,
Με την υπέροχη φωνή της και την προσωπικότητά της η Πόλυ Πάνου υπηρέτησε πιστά, πάντα από την πρώτη γραμμή, με σοβαρότητα και με ήθος το κλασικό λαϊκό τραγούδι. Πρωταγωνίστησε για πάνω από μισό αιώνα στο πάλκο και στη δισκογραφία, ερμηνεύοντας χιλιάδες τραγούδια (ρεμπέτικα, κλασικά λαϊκά, έντεχνα), πολλά από τα οποία έγιναν πολύ μεγάλες επιτυχίες και συνεχίζουν να τραγουδιούνται στις μέρες μας.
Η μεγάλη κυρία του λαϊκού μας τραγουδιού γεννήθηκε στις 28 του Οκτώβρη 1940 και έφυγε από τη ζωή στις 27 του Σεπτέμβρη 2013. Έκανε τα πρώτα της βήματα στο τραγούδι σε ηλικία 13 ετών, δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, συνεργάστηκε με τους σπουδαιότερους συνθέτες και στιχουργούς, ερμήνευσε μεγάλα τραγούδια με το δικό της ανεπανάληπτο στιλ και καταξιώθηκε στη συνείδηση του λαού ακολουθώντας με συνέπεια τον δρόμο του καλού τραγουδιού.
Η Πόλυ Πάνου ερμήνευσε πολλά τραγούδια με κοινωνικό περιεχόμενο, γραμμένα από λαϊκούς στιχουργούς που εκτός από το ταλέντο και την άνεση να κινούνται στα θέματά τους, διακρίνονταν για τον σεβασμό τους προς τον ακροατή-άνθρωπο και για τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισαν ευαίσθητα θέματα, όπως τους ανθρώπους του περιθωρίου.
Δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση να καταπιαστείς με τις ζωές των γυναικών του πληρωμένου έρωτα, του πεζοδρομίου, των οίκων ανοχής, με οξυδέρκεια και σοβαρότητα· καραδοκεί ο κίνδυνος να παρασυρθείς από συναισθηματισμό ή να γλιστρήσεις στην υπερβολή, ακόμα και στη γραφικότητα. Δεν είναι απλό να διεισδύσεις με την πένα σου στην ψυχή αυτών των γυναικών, να νοιώσεις πώς χτυπούν οι καρδιές τους, να διαβάσεις τις σκέψεις τους, ν’ αναδείξεις την πληγωμένη περηφάνια τους και τα τραύματα που τους κατάφεραν η απανθρωπιά και η υποκρισία της κοινωνίας που τις έσπρωξε να ζουν στο περιθώριο.
Το ίδιο ισχύει για τον λαϊκό τραγουδιστή, τη λαϊκή τραγουδίστρια που θα κληθεί να ερμηνεύσει τραγούδια με τέτοιο περιεχόμενο. Γι’ αυτό, όταν το καταφέρνει μπορεί να συμβούν καταστάσεις που ξεπερνούν ακόμα και την προχωρημένη φαντασία. Σαν αυτή που ζούσε η Πόλυ Πάνου στην ταβέρνα «Στου Τζίμη του Χοντρού», κάθε που ερμήνευε το τραγούδι «Γυναίκα αμαρτωλή»…
Είμαι μια γυναίκα αμαρτωλή
ένα από τα ανθρώπινα συντρίμμια,
για να ζω πουλάω το φιλί
στης ζωής τα μαύρα καλντερίμια.
Μα προτού κοινωνία με φτύσεις
την ευθύνη αλλού να ζητήσεις.
Πίστεψα μια νύχτα η τρελή
κάποιον που είπε, αχ, θα με πάρει.
Κι έφτασα για αυτόν σκαλί σκαλί
κάτω από ένα κόκκινο φανάρι.
Μα προτού κοινωνία με φτύσεις
την ευθύνη αλλού να ζητήσεις.
Είμαι μια γυναίκα αμαρτωλή
δίχως πια εκτίμηση καμία.
Φτώχια, ορφάνια κι άπιστο φιλί
μ’ έριξαν μες στην παρανομία.
«Γυναίκα αμαρτωλή»
(Στίχοι: Κώστας Βίρβος – Μουσική: Θόδωρος Δερβενιώτης)
«(…) στο μαγαζί γινόταν το σώσε κάθε βράδυ μ’ αυτό το τραγούδι. Το μεγαλύτερο σαματά έκαναν αυτές οι κοπέλες του πληρωμένου έρωτα, που μόλις έκλειναν τα σπίτια πλάκωναν με την παρέα τους στο μαγαζί. Μπαίνοντας φώναζαν από την είσοδο:
– Πολάρα, το τραγούδι μας…
Πιάνοντας τα μπροστινά τραπέζια, για να ξεδώσουν έκαναν χοντρές παραγγελίες, χύνοντας άφθονα τα ποτά και πλημμυρίζοντας την πίστα με λουλούδια. Μόλις η Πόλυ ξεκινούσε το τραγούδι τους παθαίνανε ντελίριο. Τότε, πιάνοντας τα χοντροπότηρα με μια βίαιη κίνηση, έκοβαν τις φλέβες τους. Καθώς πεταγόταν το αίμα πίδακας, τα γκαρσόνια έριχναν πριονίδια στις πληγές. Αυτές όμως θέλανε να φαίνεται το αίμα.
– Αφήστε μας.
Έτσι πασαλειμμένες αίμα στο δέρμα και στα ρούχα τους, καταραμένες γυναίκες, σα να ‘καναν σπονδή στη μοναξιά και την απόγνωσή τους.
Η Πόλυ κάθε φορά έσφιγγε την ψυχή της κι αποφεύγοντας να βλέπει το σφαγείο, τραγουδούσε με όλο της τον εαυτό…»
(Από το βιβλίο του Κώστα Παπασπηλιόπουλου “Πόλυ Πάνου, η Αρχόντισσα”, εκδόσεις Δρόμων)
Στην ταινία «Τα κόκκινα φανάρια» (1963 – σκηνοθεσία: Βασίλης Γεωργιάδης) η Πόλυ Πάνου ερμηνεύει μοναδικά το ομότιτλο τραγούδι, γνωστό και ως «Το καλντερίμι».
Του λιμανιού το καλντερίμι όσοι δε ζήσαν
να που δεν ξέρουν τι ‘ναι πόνος και καημός,
πώς κλαίει ο άνθρωπος που τα όνειρά του τώρα σβήσαν,
πόσο πικρός του κόσμου ο κατατρεγμός.
Πνιχτές ανάσες και βρισιές,
βαμμένα χείλια παγωμένα στις γωνιές.
Κι είναι θάνατος αργός
του πεζοδρόμιου ο νόμος ο σκληρός.
Πληρωμένες αγκαλιές, ιστορίες τραγικές,
γράφονται μες στις κρύες φτωχογειτονιές.
Το τραγούδι σπαραγμός, η ζωή κατατρεγμός,
το καλντερίμι ένας ατέλειωτος καημός.
Του λιμανιού το καλντερίμι όσοι δε ζήσαν,
να που δεν ξέρουν τι ‘ναι πόνος και καημός.
Πώς κλαίει ο άνθρωπος που τα όνειρά του τώρα σβήσαν,
πόσο πικρός του κόσμου ο κατατρεγμός.
Σβήσαν τα φώτα στα στενά
του λιμανιού τα καλντερίμια σκοτεινά
και σταμάτησε η ζωή
το ψέμα το φτασιδωμένο της να ζει.
Πίκρα, δάκρυ, στεναγμός, ξεχαστήκαν κι ο καημός
έγινε όνειρο γαλάζιος ουρανός
και τα πρόσωπα χλωμά, κουρασμένα τα κορμιά,
μέσα στον ύπνο ψάχνουν να βρουν λησμονιά.
«Το καλντερίμι»
(Στίχοι: Αλέκος Γαλανός – Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος)
Όπου λιμάνι, το μεγαλύτερο της χώρας, ο Πειραιάς, κι όπου καλντερίμι οι στενοί δρόμοι της Τρούμπας, της κακόφημης συνοικίας που συγκεντρώνει στους οίκους ανοχής, στα μπαρ και τα καμπαρέ της, «καθωσπρέπει» κυνηγούς και θηράματα γυναίκες μιας χρήσης, υποταγμένες «στου πεζοδρόμιου το νόμο το σκληρό», αλκοόλ, ουσίες, βρώμικο χρήμα και όλες τις «φυλές» του υποκόσμου. Οι στίχοι αποτυπώνουν με αριστοτεχνικό τρόπο την παρακμή μέσα στην οποία κινούνται κι αναπνέουν οι γυναίκες του πληρωμένου έρωτα, έχοντας αποδεχτεί τον ρόλο τους και απεμπολήσει κάθε ελπίδα ν’ αλλάξει στο μέλλον.
Στο τραγούδι «Στης αμαρτίας το στρατί» του Χρήστου Κολοκοτρώνη, ο πόνος, η απογοήτευση και η απαισιοδοξία υποχωρούν μπροστά στη συνείδηση. Ο λαϊκός στιχουργός, από τους μεγαλύτερους του κλασικού λαϊκού τραγουδιού, φωτίζει τη κοινωνία ως υπεύθυνη για την μοίρα της «αμαρτωλής» γυναίκας. Χωρίς να εμβαθύνει, σπέρνει όμως στο υποσυνείδητο του ακροατή, του εκπαιδευμένου από την κοινωνία να βλέπει και ν’ αντιμετωπίζει την ίδια γυναίκα ως κατώτερο ον, ανάξιο προσοχής πέρα από τη συγκεκριμένη χρήση για την οποία η ίδια κοινωνία την προορίζει, τον σπόρο της αμφιβολίας.
Βέβαια, ένα τραγούδι δεν φτάνει από μόνο του να κινητοποιήσει τη σκέψη και να ξυπνήσει τη συνείδηση, ότι μπορεί κάτι άλλο να κρύβεται πίσω από τις θέσεις και τις αντιλήψεις που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά, για τις γυναίκες «της αμαρτίας» και γενικότερα τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία μας. Όμως ο σπόρος, όταν βρίσκει γόνιμο έδαφος και κατάλληλες συνθήκες, κάποτε καρπίζει…
Στης αμαρτίας το στρατί εγώ κι αν περπατάω,
τα χάδια μου και το κορμί εγώ κι αν τα πουλάω,
κι αν ο καθένας εύκολη κι ανήθικη με λέει,
για το κατάντημα μου αυτό η κοινωνία φταίει.
Στου καθενός την αγκαλιά εγώ κι αν ξενυχτάω,
τα χείλη μου και τα φιλιά εγώ κι αν τα κερνάω,
κι αν για το χρήμα στη ζωή κουρέλι έχω γίνει,
αχ κοινωνία ένοχη, συ έχεις την ευθύνη.
Κι αν για πελάτες φανερά γυρεύω ευκαιρίες,
κι αν με κοιτούν ειρωνικά οι έντιμες κυρίες,
είν’ ευκαιρία να τους πω κι εγώ με ειρωνεία:
Κυρίες μου, ειρωνικά δέστε την κοινωνία.
«Στης αμαρτίας το στρατί»
(Στίχοι – Μουσική: Χρήστος Κολοκοτρώνης)
Η μεγάλη λαϊκή ποιήτρια Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στο τραγούδι της «Το παρελθόν μου το βαρύ» εστιάζει στο «αμαρτωλό» παρελθόν μιας γυναίκας που θέλει να το ξεχάσει, καθώς στέκεται απροσπέλαστο εμπόδιο στο δρόμο για μια νέα ζωή που ονειρεύεται, για τα χρόνια που της απομένουν να ζήσει. Προς στιγμή πιστεύει ότι μπορεί να τα καταφέρει, όμως γρήγορα απογοητεύεται. Βλέποντας ότι δεν το καταφέρνει συμβιβάζεται με τη «μοίρα» της και, χωρίς ελπίδα, αποζητά σαν ελεημοσύνη από τους ανθρώπους τη λήθη.
Αμφιβολία δε χωρεί
πως είχα παρελθόν βαρύ
γι’ αυτό κι αγάπες δεν περνούσαν στο μυαλό μου
γιατί θα ’ρχόταν η στιγμή
με τιποτένια αφορμή
θα μου χτυπούσες διαρκώς το παρελθόν μου
Μα εσύ κατόρθωσες ευθύς
μες στη ζωή μου να χωθείς
και μου ’πες χίλια παραμύθια να με πείσεις
αφού δεν είχες την ψυχή
και λίγη θέληση καλή
το παρελθόν μου το βαρύ να συγχωρήσεις
Τραβώ το δρόμο μου λοιπόν
με το βαρύ μου παρελθόν
με τις ελπίδες και τα όνειρα χαμένα
κι αν έχεις λίγη ανθρωπιά
πειράματα μην κάνεις πια
πάνω σε έρημα κορμιά βασανισμένα
«Το παρελθόν μου το βαρύ»
(Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου – Μουσική: Μπάμπης Μπακάλης)
Μια διαφορετική προσέγγιση από τις μέχρι τώρα συναντάμε στο τραγούδι «Μη με σπρώχνεις μες στο βούρκο κοινωνία», που ερμήνευσε η Πόλυ Πάνου. Η ανάγκη της γυναίκας του περιθωρίου ν’ αλλάξει τη μοίρας της, γίνεται κραυγή. Αναζητά απεγνωσμένα κάποιο χέρι να πιαστεί για να μη πνιγεί στο βούρκο στον οποίο την πέταξε η κοινωνία, και μια ευκαιρία στη ζωή που ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι (ή στην «κανονικότητα» όπως συνηθίζουν πολλοί να την αποκαλούν σήμερα). Και σ’ αυτό το τραγούδι η ερμηνεία της Πόλυς Πάνου είναι καθοριστική.
Μη με σπρώχνεις μες στο βούρκο, κοινωνία,
μη με κάνεις πια να ζω με αγωνία,
κράτα με σφιχτά στα δυο σου χέρια,
μη μου βάζεις μες στο στήθος τα μαχαίρια,
μη με σπρώχνεις μες στο βούρκο, κοινωνία,
μη με κάνεις πια να ζω με αγωνία.
Τόσες πίκρες, η ζωή μ’ έχει ποτίσει,
μα ποιο χέρι θα βρεθεί να με κρατήσει,
δώσε μου κουράγιο πια να ζήσω
και τον δρόμο τον καλό ν’ ακολουθήσω,
τόσες πίκρες, η ζωή μ’ έχει ποτίσει,
μα ποιο χέρι θα βρεθεί να με κρατήσει.
Μη με σπρώχνεις μες στο βούρκο, κοινωνία,
μη με κάνεις πια να ζω με αγωνία,
σώσε με απ’ την καταστροφή μου,
κάνε κάτι να γλιτώσω τη ζωή μου,
μη με σπρώχνεις μες στο βούρκο, κοινωνία,
μη με κάνεις πια να ζω με αγωνία.
«Μη με σπρώχνεις μες στο βούρκο κοινωνία»
(Στίχοι: Θεοδώρα Γελαδάκη – Μουσική Στέλιος Χρυσίνης)
Το τραγούδι «Κοινωνία ένοχη» που έρχεται να προστεθεί δίπλα στα πέντε «αμαρτωλά» τραγούδια που ερμήνευσε η Πόλυ Πάνου, δεν εντάσσεται σε αυτά αλλά σχετίζεται άμεσα με το περιεχόμενό τους. Πρόκειται για ένα θαυμάσιο βαρύ ζεϊμπέκικο που ηχογραφήθηκε πρώτη φορά το 1958 με τη φωνή του μέγιστου Στέλιου Καζαντζίδη:
Κοινωνία ένοχη, παλιοκοινωνία
είσαι σκάρτη και άπονη και σε κατηγορώ
μες στην αδικία σου και μες στην τυραννία
κοινωνία ένοχη να ζήσω δεν μπορώ
Κοινωνία ένοχη εσύ μου `χεις γκρεμίσει
όλα μου τα όνειρα σε τούτη τη ζωή
κι απ’ την αγάπη μου εσύ μ’ έχεις χωρίσει
και άδικα με τυραννάς βράδυ και πρωί
Κοινωνία αχάριστη δε θα αντέχω άλλο
στο `χω πει πολλές φορές και θα στο ξαναπώ
έχω ένα παράπονο παράπονο μεγάλο
πως το δίκιο μου ποτέ δεν πρόκειται να βρω.
«Κοινωνία ένοχη»
(Στίχοι: Χρήστος Κολοκοτρώνης – Μουσική: Στέλιος Καζαντζίδης)
Ο σπουδαίος λαϊκός στιχουργός Χρήστος Κολοκοτρώνης εδώ κάνει ένα βήμα πιο μπροστά. Δεν κατονομάζει απλά την κοινωνία ως τον μόνο και αληθινό ένοχο για το ότι υπάρχουν άνθρωποι που ζουν στο περιθώριο. Αναδεικνύει την αδικία και την τυραννία της καταπίεσης ως βασικές συνιστώσες της «παλιοκοινωνίας», διαλύοντας στον τελευταίο στίχο κάθε πιθανή αμφισβήτηση ότι πρόκειται για το σύστημα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Το απάνθρωπο κοινωνικό σύστημα μέσα στο οποίο μόνο λίγοι απολαμβάνουν όλα τα αγαθά της ζωής, ενώ πολλοί ασφυκτιούν ακροβατώντας ανάμεσα σε κάτι σαν ζωή και στο περιθώριο. Η ένοχη ταξική κοινωνία που τρέφεται από τις κοινωνικές ανισότητες και που θα δικαιώσει τους παρίες της και τους καταπιεσμένους μόνο όταν την καταργήσουν.