Γιάννης Καραμπεσίνης: «Τα πιο πολλά τα έμαθα ακούγοντας το χωνί και κλέβοντας τον Χιώτη…»
Σαν σήμερα γεννήθηκε ο σπουδαίος λαϊκός τραγουδοποιός και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Γιάννης Καραμπεσίνης, δημιουργός μεγάλων επιτυχιών όπως: «Τάμπα -Τούμπα», «Πήραν τα στήθια μου φωτιά», «Κάψε με να ησυχάσω», «Εσένα δεν σου άξιζε αγάπη», «Θα φύγω κι ας πονώ», «Του φτωχού ο πόνος» κ.ά.
Ο σπουδαίος λαϊκός τραγουδοποιός και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Γιάννης Καραμπεσίνης γεννήθηκε στις 29 του Νοέμβρη 1931 κι έφυγε από τη ζωή στις 15 του Φλεβάρη 2011.
Ασχολήθηκε με τη μουσική από την παιδική ηλικία, και μαγεύτηκε κι αγάπησε το μπουζούκι ακούγοντας τον μεγάλο Μανώλη Χιώτη να παίζει.
Υπήρξε δημιουργός μεγάλων επιτυχιών όπως «Τάμπα -Τούμπα», «Πήραν τα στήθια μου φωτιά», «Κάψε με να ησυχάσω», «Εσένα δεν σου άξιζε αγάπη», «Η παντρεμένη», «Τα μελιτζανιά σου μάτια», «Θα φύγω κι ας πονώ», «Του φτωχού ο πόνος», «Τσιφτετέλι παιχνιδιάρικο», «Ξημερώνει η γιορτή σου», «Της φτώχειας τα παιδιά», «Τσιφτετέλι με μπουζούκι» κ.ά.
Συμμετείχε ως ερμηνευτής σε κινηματογραφικές ταινίες κατά τη δεκαετία του 1960, όπως: «Είναι σκληρός ο χωρισμός» (1963), «Ένα παιδί χωρίς όνομα» (1964), «Κάθε καημός και δάκρυ» (1964), «Απαγωγή» (1964), «Πόνεσα πολύ για σένα» (1965), «Παίξε, μπουζούκι μου γλυκό» (1965), «Ο επαναστάτης» (1965), «Το σπίτι των ανέμων» (1966), «Σήκω, χόρεψε συρτάκι» (1967), «Καταραμένη αγάπη» (1968) και «Αυτή που δεν λύγισε» (1968).
Ορισμένοι από τους πιο δημοφιλείς δίσκους του: «Τσιφτετέλι, Νο 2» (1971), «Μαίρη Μαράντη» (1971), «Αγάπες και παράπονα» (1984), «Θα φύγω μόνος μου» (1985), «Σε καινούρια τραγούδια» (1990). Μετέχει, επίσης, στους δίσκους: «Ρετσίνα και μπουζούκι, 3» (1964), «Η ρεμπέτισσα, Νο 3» (1982) κ.ά.
Ο ίδιος αυτοβιογραφείται (Πηγή: Ρεμπέτο.Μάνια):
«Μπαίνω κρυφά στο μαγαζί, γιατί ήμουν και μικρό παιδί, και ακούω τον Χιώτη να παίζει στην αρχή κιθάρα, ισπανικά και μεξικάνικα, και μετά πιάνει το τρίχορδο μπουζούκι και παίζει Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω. Μόλις άκουσα τον ήχο του μπουζουκιού κόλλησα, δεν είχα ξανακούσει ζωντανά μπουζούκι.
Στο Αιγάλεω, στο μαγαζί Καλή Καρδιά, απέναντι απ’ τον Κήπο του Αλλάχ έβγαλα τα πρώτα μου λεφτά σαν κιθαρίστας, και αμέσως αγόρασα ένα τρίχορδο μπουζούκι του Ζαμπέτα. Μετά από έναν μήνα άρχισα να παίζω μπουζούκι στο μαγαζί».
Την εποχή εκείνη μου έδειξε μερικά μυστικά στο μπουζούκι ο Γιώργος ο Νεοφώτης, ο οποίος αν και επιχειρηματίας έπαιζε καλό μπουζούκι. Τα πιο πολλά όμως τα έμαθα ακούγοντας το χωνί και κλέβοντας τον Χιώτη».
«Το ’53 γνώρισα τον Γιάννη τον Κυριαζή, τον τραγουδιστή, κι αυτός με πήγε δίπλα, στο μαγαζί του Μάριου, στο μπαράκι. Η αφάν γκατέ, Τσιτσάνης, Χιώτης, Τατασόπουλος, Μπέμπης συχνάζανε στου Μάριου, και δίπλα στο μπαράκι εμείς οι πιο δεύτεροι, που πολλοί από εμάς άλλαξαν κατηγορία και έγιναν Α΄ Εθνική.
Μια μέρα στο μπαράκι έρχεται ο τραγουδιστής ο Χρηστάκης και μου λέει: “Δεν έρχεσαι στου Τζίμη του Χοντρού που ψάχνουμε δεύτερο μπουζούκι…” Έτσι, πάω στην ταβέρνα του Τζίμη, Αχαρνών 77, με συγκροτηματάρχη τον Μητσάκη, τραγούδι Χρηστάκη – Αναμπέλλα και στο ακορντεόν τον Γιώργο τον Κουλαξίδη.
Εκεί η δουλειά ήταν οικογενειακή. Όλοι μαζί στο πάλκο χωρίς φιρμιλίκια απ’ τις 9 μέχρι τις 2 μπροστά σε ένα μικρόφωνο. Ο Τζίμης πούλαγε φαγητό και στις 2 η ώρα έκλεινε.
Το ΄56-΄57 με συγκροτηματάρχη τον Χρηστάκη, δουλεύω με τον Γιάννη Σταματίου (Σπόρο). Πολύ μεγάλο μπουζούκι αυτός, τον καταλήστεψα. Σιγά σιγά το ΄56 μπαίνω και στην δισκογραφία με τον Μητσάκη. Το πρώτο τραγούδι που παίζω σαν μπουζουξής είναι το Σαββατόβραδο συννεφιασμένο, του Μητσάκη και παίρνω 20 δρχ.
Από κει και πέρα κάθε πρωί απ’ το Θησείο με τον ηλεκτρικό στον Περισσό και πολλές φορές έδινα ένα δίφραγκο και με πήγαινε το ταξί στο εργοστάσιο της Columbia. Κοιμόμουνα εκεί, πολλές φορές, πάνω στο πιάνο με ουρά, μόνιμος εκτελεστής με τον Μητσάκη. Εκεί γνωρίζω Τσαουσάκη, Παγιουμτζή, Λύδια και όλα τα ιερά τέρατα…
Το ΄59 παίζω όλα τα τραγούδια του Καλδάρα με Καζαντζίδη, Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά, Είμαι ένα κορμί χαμενο κ.α Μετά με πήρε ο Δερβενιώτης που ήταν διευθυντής και έπαιξα όλα τα κομμάτια του μαζί με τον Μακριδάκη, άλλον σπουδαίο μπουζουξή.
Αργότερα, έπαιξα τα τραγούδια του Τσιτσάνη με τον Μπιθικώτση (Αρχόντισσα, Αχάριστη, κ.ά.) Το πρώτο τραγούδι που έγραψα είναι το Βύθισέ μου το μαχαίρι, με την Πόλυ Πάνου, και εγώ της κάνω σεγόντο. Μπήκε στο όνομα του Μητσάκη και έγινε επιτυχία.
Ο Μητσάκης είπε στο Μηλόπουλο “το κομμάτι αυτό είναι το μικρού”. Έτσι, ο Μηλιόπουλος με συμπαθεί και δίνω την Τζεμιλέ και το Ρίχ’ το στο δε βαριέσαι, στην Πόλυ Πάνου και γίνονται επιτυχία – στίχοι και μουσική Γιάννης Καραμπεσίνης».
Έτσι αρχίζω και δίνω-και δίνω ώσπου έδωσα 420 τραγούδια. Στη Λύδια, στον Γαβαλά, στην Πάνου. Όλα τα οφείλω στον Μητσάκη. Αυτός μου έμαθα να γράφω στίχο.
Το ’59-’59 δουλεύω με τον Πάνο Γαβαλά. Πριν πάμε στου Μαργωμένου δουλέψαμε είκοσι μέρες στου Γλάρου και δεν πατούσε ψυχή. Εν πάσει περιπτώσει το ΄63 λέω: τέλος η μαγκιά και ο Σακαφλιάς και λέω στην Πόλυ Πάνου να σηκωθούμε όρθιοι και να κάνουμε ντουέτο σαν Χιώτης-Λίντα. Η Πόλυ αρνήθηκε, και κάνω το πρώτο μου ντουέτο με την Μπέμπα Μπλανς. Από τότε εμφανίζομαι νούμερο πάντα με μια τραγουδίστρια, Μαίρη Μαράντη, Δούκισσα, κ.ά.»
Μου λέει ο Χιώτης: “Πάμε να παίξουμε στα τραγούδια ενός ψηλού (Θεοδωράκης)”. Πάμε σ’ ένα δωμάτιο μ’ ένα πιάνο και ακούω έναν διαφορετικό στίχο, ένα διαφορετικό τραγούδι. Ήταν ο Επιτάφιος του Μίκη. Μόλις ακούω λέω στον Χιώτη: “Ώπα, εδώ έχουμε πολιτικό τραγούδι”. “Κάνε το κορόιδο”, μου λέει ο Χιώτης, “τρεις φορές παραπάνω θα πληρωθούμε”».