Γιώργος Μάρτος – Στα 33, 3 χρόνια μετά την πανδημία

Χωρίς δισκογραφική στέγη, χρηματοδότηση και υποστήριξη, χωρίς ικανό μάνατζερ, χωρίς αρκετά λεφτά ή άκρες για συστημική ή άλλου είδους διαφήμιση, πείτε μου εσείς τι προοπτική μπορεί να έχει ένας νέος καλλιτέχνης σήμερα – στην περίπτωσή μου μάλιστα εξ επαρχίας και εκ λαϊκής οικογενείας ορμώμενος (με ό,τι αυτό συνεπάγεται);

Από τον τραγουδιστή, στιχουργό και συνθέτη Γιώργο Μάρτο, λάβαμε και δημοσιεύουμε το κείμενο που ακολουθεί:

Επειδή ως γνωστόν η κατάσταση έχει ξεφύγει και οδεύει στο απροχώρητο, καλλιτεχνικά και όχι μόνο, και επειδή συμπληρώθηκαν ήδη τρία χρόνια από την έναρξη της πανδημίας, που πρακτικά σημαίνουν ανεργία, αδράνεια και ως έναν βαθμό επαγγελματική απελπισία για την πλειοψηφία των Ελλήνων καλλιτεχνών, καταθέτω μερικά προσωπικά βιώματα, τα οποία θεωρώ πως τη δεδομένη στιγμή έχουν λόγο καταγραφής και δημοσιοποίησης.

Όπως γνωρίζετε, το καλοκαίρι του 2017 κατέβηκα μόνιμα στην Αθήνα, με σκοπό να κυνηγήσω το καλλιτεχνικό μου όνειρο, το οποίο ως έναν βαθμό είχε αρχίσει ήδη να δρομολογείται, με εξαιρετικούς – για τα δεδομένα της εποχής – οιωνούς, καθώς μέχρι τότε και μεταξύ άλλων, ήδη είχε κυκλοφορήσει ο πρώτος μου προσωπικός δίσκος, είχα μελοποιήσει και ερμηνεύσει σπουδαίους ποιητές, είχα συνεργαστεί με σημαντικούς καλλιτέχνες και τραγούδια μου είχαν συμπεριληφθεί σε διάφορες πολυσυλλεκτικές εκδόσεις – ήταν απ’ ό,τι φαίνεται τα χρόνια της… νεανικής αθωότητας, όταν πιστεύαμε ακόμα στο «μαζί» και στις συλλογικές δράσεις και συνεργασίες, ενάντια στην εγωπαθή, κερδοσκοπική και βιομηχανοποιημένη αντίληψη της καταρρέουσας τότε δισκογραφίας.

Τα δεδομένα ήταν τότε, όπως παραμένουν μέχρι και σήμερα, εξαιρετικά δύσκολα, αφού με την πλήρη διάλυση της ελληνικής δισκογραφίας και του μηχανισμού απόδοσης πνευματικών δικαιωμάτων (βλ. ΑΕΠΙ), τον απόλυτο έλεγχο των κυρίαρχων, συστημικών ΜΜΕ από τη ντόπια ολιγαρχία και τα κόμματα εξουσίας, αλλά και τη γενικότερη οικονομική εξαθλίωση που επήλθε την περίοδο 2010-2022, με την εφαρμογή των τριών Μνημονίων και τον επακόλουθο «καθολικό παραλογισμό» της πανδημίας, βρέθηκα πραγματικά σε δύσκολη θέση. Τι ακριβώς συνέβη αυτά τα 6 χρόνια;

Καταρχάς, να σας θυμίσω πως το πρώτο πράγμα που έκανα μετακομίζοντας στην Αθήνα, αφού νοίκιασα ένα πολυτελές διαμέρισμα των… 400€/μήνα στην εξωτική Κυψέλη, ήταν να απευθυνθώ σε κάθε είδους υπαρκτό γραφείο artist management και συγχρόνως σε συγκεκριμένες δισκογραφικές εταιρείες. Εάν θυμάμαι καλά, πρέπει να συναντήθηκα δια ζώσης ή να επικοινώνησα, τηλεφωνικώς ή διαδικτυακώς, με περισσότερους από 10 μανατζαραίους και με 6 ή 7 δισκογραφικές – πριν πάρω τελικά την απόφαση, την άνοιξη του 2022, να φτιάξω έναν λογαριασμό στο Distrokid και να ανεβάζω εκεί ανεξάρτητα κάθε νέο τραγούδι.

Για τις δισκογραφικές εταιρείες, κάποια στιγμή θα πρέπει να γίνει μια μεγάλη και ουσιαστική συζήτηση. Η κατάσταση ήταν και παραμένει απαράδεκτη και τραγική. Όχι μόνο δεν χρηματοδοτούν νέες παραγωγές (παρά σε ελάχιστους, συστημικούς και κονομημένους, τραγουδιστές), αλλά ζητάνε και χρήματα για να κυκλοφορήσουν την όποια, ήδη πληρωμένη από τον καλλιτέχνη, παραγωγή. Μιλάμε για κανονική παράνοια! Πείτε μου εσείς με το χέρι στην καρδιά: ξέρετε κάποιον άλλον επαγγελματικό κλάδο στον οποίον οι εργαζόμενοι να πληρώνουν τα πάντα από την τσέπη τους (!) για να εργάζονται και να συνεχίσουν να υπάρχουν στον χώρο; Αδιανόητα πράγματα! Και για αυτό είχα μιλήσει για «υπαρκτό σουρεαλισμό» στη συνέντευξή μου στο Documento τον Απρίλιο του 2021.

Όσον αφορά τους μανατζαραίους, δεν έχω παράπονο! Με αρνήθηκαν όλοι! Επέδειξαν δηλαδή ενότητα, ομοψυχία και συναδελφική αλληλεγγύη. Παρότι αντιλήφθηκαν και αναγνώρισαν όλοι τους (και με το παραπάνω, σε κάποιες περιπτώσεις) την καλλιτεχνική – δημιουργική μου αξία, κάτι που τους το αναγνωρίζω, θεώρησαν μάλλον πως δεν θα ‘χει πολύ «ψητό» η ιστορία, οπότε θα ήταν καλύτερα να συνεχίσουν με άλλα, πιο εμπορικά και κερδοφόρα κατά την κρίση τους, ονόματα – κάτι σκυλάδες, κάτι τράπερς και κάτι «έντεχνους», δηλαδή.

Συνεπώς, χωρίς δισκογραφική στέγη, χρηματοδότηση και υποστήριξη, χωρίς ικανό μάνατζερ, χωρίς αρκετά λεφτά ή άκρες για συστημική ή άλλου είδους διαφήμιση, πείτε μου εσείς τι προοπτική μπορεί να έχει ένας νέος καλλιτέχνης σήμερα – στην περίπτωσή μου μάλιστα εξ επαρχίας και εκ λαϊκής οικογενείας ορμώμενος (με ό,τι αυτό συνεπάγεται); Μάλλον καμμία. Είχα δηλώσει και παλιότερα πως η γενιά μας, καλλιτεχνικώς, αποτελεί την πιο άτυχη και αδικημένη γενιά μεταπολεμικά. Ας το έχουμε υπόψιν αυτό. Θα μας χρειαστεί στο μέλλον.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, είχαμε και το μνημειώδες «φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ» στον καλλιτεχνικό χώρο, όπου όλοι οι εντεχνοφανείς τροβαδούροι, ευαισθητοποιημένοι και δικαιωματιστές κατά τ’ άλλα, συντάχθηκαν αμέσως, ιδιοτελώς και υποκριτικώς πίσω από τον μνημονιακό Τσίπρα και το… γλυκό έδεσε. Τι μνημόνιο, τι αθέτηση του δημοψηφίσματος, τι περικοπές μισθών, τι περικοπές συντάξεων, τι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, τι υπερταμείο, τι προσφυγικό, τι Πρέσπες, τι Καμμένοι, τι Μάνδρα, τι Μάτι, τι νεκροί, τι ψέματα, τι απατεωνιές· αυτοί εκεί ανένδοτοι, πιστοί στον μεγάλο αρχηγό. Αδιαφορώντας για το μεγάλο κακό που διαπράττουν. Η καριέρα να σωθεί, δηλαδή, και άσε συνανθρώπους και συμπολίτες να υποφέρουν και να φτωχοποιούνται. Η απαρέσκειά μου για αυτό το ψευτοαριστερό, μνημονιακό μόρφωμα δεν περιγράφεται με λέξεις.

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, φτάσαμε αισίως στα 33. Ηλικία στην οποία σταυρώθηκε ο Ιησούς, είχε μόλις αποχωρήσει οικιοθελώς ο Καρυωτάκης, ενώ τα μυαλά και η ψυχή του Νικόλα είχαν ήδη αρχίσει να «πειράζονται» καθοριστικά. Μέχρι στιγμής, ευτυχώς ξεπέρασα αντίστοιχου τύπου αυτοκαταστροφικούς κινδύνους, παρότι την περίοδο 2021-2022 οφείλω να ομολογήσω πως έφτασα σε ακραίες καταστάσεις εντός μου, σε βαθμό μάλιστα που χρειάστηκε να επισκεφτώ ειδικό για να ελέγξω τα αρνητικά συναισθήματα και να βάλω σε τάξη τις αντιμαχόμενες, «σκοτεινές» σκέψεις. Είχα στο μυαλό μου κι έναν στίχο, του Ανδρέα Θωμόπουλου, που παρείχε διέξοδο σε κρίσιμες στιγμές, ασκώντας θετική επιρροή: «Κι όμως δε σκέφτηκες ποτέ / πως είν’ η σκέψη σου κουτέ / που σου μικραίνει διαρκώς τ’ ανάστημά σου / Πότε θα μάθεις πως ο νους / εκτός από τους ουρανούς / μπορεί φαντάσματα και κόλαση να πλάθει;». Αν δεν κάνω λάθος, γράφτηκε τη δεκαετία του ’90 και είναι αφιερωμένος στον Παύλο Σιδηρόπουλο.

Έχοντας συμπληρώσει, λοιπόν, μία δεκαετία στο ελληνικό τραγούδι, μέσα σε τόσο δυσμενείς και αποκαρδιωτικές συνθήκες, δηλώνω πως αισθάνομαι ακόμα ισχυρός, ανήσυχος και δημιουργικός. Στόχος παραμένει η δημιουργία σημαντικών και διαχρονικών τραγουδιών, πέρα από εμπορικά ή άλλου είδους στερεότυπα, μόδες ή ψευτοπαραδόσεις, η υπεράσπιση και εξύψωση του ανθρώπινου Πολιτισμού ενάντια στην κάθε λογής επιβαλλόμενη βαρβαρότητα, καθώς και η αποκατάσταση της αλήθειας και των αδικιών που έχουν διαπραχθεί όλα αυτά τα χρόνια, από τις διάφορες εξουσιαστικές «σπείρες» που διαχρονικά λυμαίνονται αυτόν τον τόπο, καθώς και τις ζωές ελεύθερων και αξιοπρεπών ανθρώπων.

ΥΓ. Εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου στον Φρίντριχ Νίτσε, ο οποίος αφύπνισε θεμελιωδώς και ως έναν βαθμό «έσωσε» τη συνείδησή μου από την παρακμή, με την παρακάτω φράση:

«Ο Χριστός πέθανε πολύ νέος. Εάν είχε ζήσει μέχρι την ηλικία μου, θα είχε αποκηρύξει τη φιλοσοφία του».

Γιώργος Μάρτος
Αθήνα, 28 Αυγούστου 2023

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: