Γιώργος Μητσάκης… και μάλαμα – «Πίκρα και χαρά, πόνος και γιορτή έβγαιναν μαζί από το μπουζούκι του»
Ο Γιώργος Μητσάκης κατατάσσεται στην ομάδα των μεγάλων δημιουργών: Τσιτσάνης, Χιώτης, Παπαϊωάννου, Καλδάρας, που πρωταγωνίστησαν στην μετεξέλιξη του ρεμπέτικου σε γνήσιο λαϊκό τραγούδι με έντονο κοινωνικό χαρακτήρα. Μελωδός, ποιητής, οργανοπαίκτης και τραγουδιστής.
Ο Γιώργος Μητσάκης υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους λαϊκούς συνθέτες. Τα τραγούδια του περνούν από γενιά σε γενιά, συντροφεύοντας τους ανθρώπους στον καημό, το γλέντι, το μεράκι. Ο Γ. Μητσάκης ο μόνος από τους μεγάλους λαϊκούς δημιουργούς που έγραφε ο ίδιος και τους στίχους των τραγουδιών του. Περήφανος για τη λαϊκή καταγωγή του, έφυγε μια μέρα σαν σήμερα, στις 17 του Νοέμβρη 1993, χορτασμένος απ’ τη ζωή και πικραμένος για την εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Αρμοδιότερος όλων για να «μιλήσει» για τον Γιώργο Μητσάκη είναι ο αξέχαστος δημοσιογράφος και μελετητής του λαϊκού μας τραγουδιού Πάνος Γεραμάνης. Από το βιβλίο του «Η ζωή μου ένα τραγούδι» (εκδ. Καστανιώτης, 2007), το κείμενο που ακολουθεί.
Ήταν φτιαγμένος από το υλικό των αυθεντικών δημιουργών. Εκείνο, που ισορροπούν πάνω στις συναισθηματικές τους αντιφάσες. Πίκρα και χαρά, πόνος και γιορτή έβγαιναν μαζί από το μπουζούκι του. Κοινός παρονομαστής οι αξεπέραστες μελωδίες του. Ο Γιώργος Μητσάκης κατατάσσεται στην ομάδα των μεγάλων δημιουργών: Τσιτσάνης, Χιώτης, Παπαϊωάννου, Καλδάρας, που πρωταγωνίστησαν στην μετεξέλιξη του ρεμπέτικου σε γνήσιο λαϊκό τραγούδι με έντονο κοινωνικό χαρακτήρα. Μελωδός, ποιητής, οργανοπαίκτης και τραγουδιστής. Ο Γιώργος Μητσάκης δημιούργησε δικό του στυλ, δική του σχολή και υπηρέτησε πιστά και ειλικρινά την λαϊκή μουσική σκηνή από την πρώτη στιγμή που έπιασε το μπουζούκι στα χέρια του, στον Βόλο το 1935, ως τον θάνατό του, στις 17 Νοεμβρίου του 1993.
Τα τραγούδια του Γιώργου Μητσάκη -σύμφωνα με δικές του μαρτυρίες- φτάνουν ή και ξεπερνούν τα 1.500. Σε ποσοστό 95% οι στίχοι τους είναι γραμμένοι από τον ίδιο, ο οποίος συχνά τα έπαιζε κιόλας ως σολίστας, έκανε τις ενορχηστρώσεις, ενώ σε πολλά είναι ο βασικός ερμηνευτής και σε εκατοντάδες συνοδεύει τους τραγουδιστές ή τις τραγουδίστριες. Ζεϊμπέκικα, χασάπικα, χασαποσέρβικα, ρούμπες, μάμπο…
Ο Γιώργος Μητσάκης ήταν πάντοτε ευαίσθητος δέκτης μηνυμάτων κάθε εποχής και προσαρμοζόταν στα ακούσματα και στις εξελίξεις, χωρίς όμως να κάνει ούτε βήμα πίσω στην γνησιότητα του ήχου, του στίχου, της μελωδίας ή της ενορχήστρωσης. Οι επιτυχίες του θεωρούνται κλασικές, τραγουδιούνται και ξανατραγουδιούνται. Και είναι πολλοί οι σύγχρονοι καλλιτέχνες που κάνουν και σήμερα ακόμη επιτυχία με τα παλιά του τραγούδια: «Κομπολογάκι», «Ο ναύτης», «Βαλεντίνα», «Ψιλή βροχούλα έπιασε», «Το φανταράκι», «Ο μπεκρής», «Όταν καπνίζει ο λουλάς», «Ο ψαράς», «Δεν είμαι εγώ ο Γιώργος», «Έδιωξες τον Δημητράκη», «Όπου Γιώργος και μάλαμα», «Το δαχτυλίδι», «Νίτσα, Ελενίτσα», «Η πρώτη αγάπη σου», «Γεντί Κουλέ», «Της Λαρίσης το ποτάμι», «Συννεφιές», κ.ά.
Οι κορυφαίοι ερμηνευτές του ρεμπέτικου και του λαϊκού έχουν τραγουδήσει συνθέσεις του Γ. Μητσάκη: Στράτος Παγιουμτζής, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Γιάννης Τατασόπουλος, Σωτηρία Μπέλλου, Στέλλα Χασκίλ, Μαρίκα Νίνου, Πρόδρομος Τσαουσάκης, Δημήτρης Ρουμελιώτης, Στέλιος Καζαντζίδης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Πάνος Γαβαλάς, Μανώλης Αγγελόπουλος, Γιώργος Νταλάρας, Καίτη Γκρέυ, Γιώτα Λύδια, Στράτος Διονυσίου, Πόλυ Πάνου, Μπέμπα Μπλανς, Λίτσα Διαμάντη, Γιάννης Καλατζής και δεκάδες άλλοι.
Φαινομενικά τα περισσότερα τραγούδια του Γιώργου Μητσάκη είναι ευχάριστα και διασκεδαστικά, τις πιο πολλές φορές όμως κρύβουν ένα βαθύ παράπονο που το διακρίνεις κυρίως στους στίχους. Στο έργο του υπάρχει και μια άγνωστη πλευρά που την γνωρίζουν μάλλον ελάχιστοι μόνον φίλοι του λαϊκού τραγουδιού. Στην πενταετία 1950-1955, αμέσως μετά την λήξη του Εμφυλίου και ενώ ο λαός αντιμετώπιζε αξεπέραστα προβλήματα, έγραψε μερικά βαριά λαϊκά, γεμάτα θλίψη και παράπονο. Τραγούδια με σκληρό στίχο, που βρήκαν ιδανικό ερμηνευτή τον νεαρό τότε ανατέλλοντα αστέρα Στέλιο Καζαντζίδη, καθώς και άλλους, όπως τον Δημήτρη Ρουμελιώτη, τον Νίκο Γιουλάκη, τον Θανάση Ευγενικό. Όλα μιλούν για θάνατο: «Οι καλοί πεθαίνουν νέοι», «Ο θάνατος της μάνας», «Είναι όλα μαύρα», «Θλιμμένο δειλινό», «Πέφτουν τα φύλλα από τα κλαριά», «Της βροχούλας το νεράκι», «Όταν σβήνει το καντήλι»…
Πάντως, από τις εναλλαγές που εύκολα διακρίνει κανείς στα τραγούδια του φαίνεται ότι στον εσωτερικό του κόσμο γίνονταν συνεχώς διεργασίες που επηρέαζαν το ύφος των συνθέσεών του. Γιατί την ίδια εποχή που έγραφε το «Οι καλοί πεθαίνουν νέοι», με ερμηνευτή τον Στέλιο Καζαντζίδη, κυκλοφορούσε και το κεφάτο «Φουρώ» με το «Τρίο Κιτάρα», ενώ όταν έγραφε το «Η Τσιγγάνα και ο διαβάτης», ένα τραγούδι-διάλογο που μιλούσε για τον θάνατο, ερμηνευμένο από την Πίτσα Νέγκρη και τον Σταύρο Καμπάνη, κυκλοφορούσε και το «Καβγαδάκι» με την Πόλυ Πάνου.
Συγχρόνως σχολίαζε με τον δικό του τρόπο τις κοινωνικές αλλά και τις οικιστικές αλλαγές που γίνονταν την περίοδο 1957-1960 στην Αθήνα. «Γκρεμίζουν την Αθήνα την παλιά», «Πάει ο αραμπάς, πάει ο μπουφετζής, πάει και ο παλιός λατερνατζής». Μέσα από πολλά τραγούδια του εξέφραζε ακόμη την αγάπη του για την θάλασσα και τους ανθρώπους της, όπως: «Η θάλασσα του Πειραιά», με τον Γιάννη Πάριο, και «Τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια», με τον Μάνο Παπαδάκη.
Ο Γιώργος Μητσάκης έκανε, παράλληλα, μεγάλη επιτυχία με την παρουσία του στο λαϊκό πάλκο, δεσπόζοντας επί 50 χρόνια στην διασκέδαση της νυχτερινής Αθήνας ως επικεφαλής λαϊκών συγκροτημάτων στα πιο ευπρόσωπα κέντρα της εποχής: «Ροσινιόλ», «Τζίμης ο Χονδρός», «Τριάνα του Χειλά», «Κομπαρσίτα», «Όαση», «Πίγκαλς», «Διανίτα».
Ως χαρακτήρας ήταν απλός, ειλικρινής, ευχάριστος συνομιλητής – ακόμη και φλύαρος κάποιες στιγμές. Τον γνώρισα το 1964 στο εργοστάσιο της «Columbia» στην Ριζούπολη. Μας σύστησε ο Απόστολος Καλδάρας στο διάλειμμα μιας ηχογράφησης και από τότε μας δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να μιλήσουμε. Στις αφηγήσεις του ήταν πάντα πολύ παραστατικός και ακριβής: «Γεννήθηκα το 1924 στην Κωνσταντινούπολη. Με τα γεγονότα του ξεριζωμού, φύγαμε οικογενειακώς και ήρθαμε στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου ήταν ψαράς. Πρώτα εγκατασταθήκαμε στην Καβάλα, μετά στην Θεσσαλονίκη και ύστερα στον Βόλο. Στην Μαγνησία πήγαμε γιατί είχαμε εκεί τον αδελφό της μάνας μου, αστυνομικό, ο οποίος βοήθησε να βγάλει ο πατέρας μου μεροκάματο, γιατί εκεί είχε ψαρότοπους».
Μικρό παιδί ο Γιώργος Μητσάκης τριγυρνούσε στον Βόλο. Ένα δειλινό άκουσε από κάποια μπακαλοταβέρνα τον περίεργο μα τόσο γλυκό ήχο του μπουζουκιού. Στάθηκε και κοίταξε. Ένας ηλικιωμένος έπαιζε το όργανο και πέντε-έξι φίλοι τριγύρω κουτσόπιναν και τραγουδούσαν. Έκτοτε, σχεδόν κάθε μέρα επαναλαμβανόταν η ίδια εικόνα και ο Μητσάκης παρών…
Μέρες της βασιλομεταξικής δικτατορίας στο κέντρο του Βόλου. Οδός Ερμού 171, στο μικρό μαγαζάκι του Στέφανου Μιλάνου: την «Σκάλα». Ο Γιώργος Μητσάκης μπήκε στην ταβέρνα και είπε στον ιδιοκτήτη: «Θέλω να μάθω μπουζούκι». Πήρε θετική απάντηση κι έτσι άρχισαν τα πρώτα μαθήματα στο σκαλιστό τρίχορδο. Μια δυο κι ο μικρός Γιώργος, ο γιος του ψαρά από την Πόλη, έπαιζε ήδη καλά. Ο νταλκάς του όμως μεγάλωνε. «Θέλω να αγοράσω ένα μπουζούκι», έλεγε κάθε μέρα, ώσπου κάποια στιγμή υποβάλλει το αίτημά του και στον ίδιο τον Μιλάνο: «Μπάρμπα Στέφανε, θέλω ένα κατοστάρικο δανεικό να αγοράσω μπουζούκι». Ύστερα από διαπραγματεύσεις εξασφάλισε τις 100 δραχμές (που τότε ήταν σοβαρό ποσό) και πήγε κατευθείαν στο κατάστημα μουσικών οργάνων του Μάστορη (Ζαχαρό, τον έλεγαν). Εκείνος όμως για να του δώσει το μπουζούκι ζητούσε 150 δραχμές και ήταν ανυποχώρητος. Ο μικρός πήγε πίσω στον Μιλάνο και του ζήτησε το επιπλέον πενηντάρικο. Το πήρε κι έτσι πια έκανε το παιδικό του όνειρο πραγματικότητα.
Με το μπουζούκι του έπαιξε στον Βόλο, τραγούδησε, έκανε διάφορες εμφανίσεις, αλλά μέχρι που έφυγε για την Θεσσαλονίκη δεν επέστρεψε τα δανεικά στον Μιλάνο. Εκείνος πείσμωσε και δεν συγχώρησε ποτέ τον Μητσάκη για την πράξη του αυτή. Σύμφωνα με την αφήγηση του γιου τού μπάρμπα Στέφανου, Κάρολου Μιλάνου, ο πατέρας του έστειλε σχετικά με το ζήτημα των δανεικών τρεις επιστολές στον Γιώργο Μητσάκη που βρισκόταν πλέον στην Αθήνα και είχε αρχίσει να κάνει τραγούδια-επιτυχίες. Τα λόγια του ήταν ευγενικά και τον καλούσε -για λόγους αρχής- να του επιστρέψει εκείνες τις 150 δραχμές. Δεν πήρε όμως απάντηση και η τρίτη επιστολή του μπάρμπα Στέφανου Μιλάνου προς τον Μητσάκη ήταν απειλητική: «Αν σε ένα μήνα δεν στείλεις τις 150 δραχμές ή αν δεν δηλώσεις δημόσια ότι σου χάρισα το πρώτο μπουζούκι, θα σε γράψω στον μαυροπίνακα του μαγαζιού!» Έτσι κι έγινε. Ο Γιώργος Μητσάκης, από τον Ιανουάριο του 1949 μέχρι τον Απρίλιο του 1961, ήταν γραμμένος με κιμωλία στον μαυροπίνακα της θρυλικής «Σκάλας» του Μιλάνου, στον Βόλο. Μέχρι που το 1961 αναγνώρισε πια σε συνεντεύξεις του την προσφορά του Στέφανου Μιλάνου: Ναι, με δικά του χρήματα κατάφερε να αγοράσει το μπουζούκι με το οποίο ξεκίνησε από τον Βόλο την μεγάλη και γεμάτη επιτυχίες πορεία του στο τραγούδι.
Ο Γιώργος Μητσάκης είχε από μικρό παιδί μεγάλη αγάπη και μεράκι για το λαϊκό τραγούδι. Ήταν απόλυτη η αφοσίωσή του στα ακούσματα αυτά από τότε που ξεκινούσε: «Το λαϊκό τραγούδι είναι η αλήθεια της ζωής. Δεν μιλάει για τα γεγονότα, απλώς τα καταγράφει. Οι στερήσεις μού δημιούργησαν τέτοια ψυχοσύνθεση, που ένιωσα την ανάγκη να εκφραστώ και βρήκα τρόπο έκφρασης το λαϊκό τραγούδι. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών βρισκόμουν στην Θεσσαλονίκη, στο ουζερί του Καφαντάρη, όπου έπαιζε ο Μάρκος Βαμβακάρης. Μαζί του ήταν η Έλλη Καρίβαλη, ο Μπάτης και ο Στέλιος Κηρομύτης. Εγώ πιτσιρίκος πήγαινα κάθε βράδυ και παρακολουθούσα έξω από τον φράκτη του κέντρου. Ήθελα να ανέβω να τραγουδήσω, αλλά η φτώχεια με είχε αναγκάσει να πουλήσω το μπουζούκι που είχα αγοράσει από τον Μάστορη στον Βόλο. Έβαλα λοιπόν στο μάτι ένα τρίχορδο που έπαιζε ένας παλιατζής στο Πανόραμα. Τον ρώτησα αν το πουλάει και με τα χίλια ζόρια μου είπε: “Ναι, το πουλάω 600 δραχμές”. Ήταν απλησίαστο ποσό για μένα εκείνη την εποχή. Αναγκάστηκα τότε να κάνω κάτι που δεν ήθελα. Πούλησα το δαχτυλίδι του πατέρα μου 500 δραχμές και έτρεξα αμέσως στον παλιατζή να αγοράσω το μπουζούκι. Αυτός επέμενε στις 600 και μου το άφησε 500 δραχμές μόνο όταν του υποσχέθηκα πως θα του έδινα τα υπόλοιπα σε… δόσεις!»
Στην Θεσσαλονίκη ο Γιώργος Μητσάκης γνωρίζεται με τον Βασίλη Τσιτσάνη, που υπηρετούσε τότε την θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών. Του είπε ότι παίζει μπουζούκι και ότι ψάχνει να δουλέψει σε μαγαζί. Αν και δεν τον ήξερε καλά, ο Τσιτσάνης τον συμπάθησε: «Και με πήγε», θυμόταν ο Μητσάκης, «σε μια ταβερνούλα της Αγίου Δημητρίου, στον Κόλλια. Άρχισα, λοιπόν, να παίζω εκεί, είχα και ένα σιδερένιο τραπεζάκι μπροστά μου και μου πετούσαν δίφραγκα και τάληρα».
Έναν χρόνο έμεινε στην Θεσσαλονίκη και ύστερα πήρε το πλοίο και βγήκε στον Πειραιά. Έπιασε δουλειά στην Δραπετσώνα, πλάι στον μεγάλο του λαϊκού τραγουδιού, τον Απόστολο Χατζηχρήστο. «Είναι τόσες οι αναμνήσεις από τα πρώτα μου χρόνια στο λαϊκό τραγούδι, που δεν χωρούν ούτε σε δύο τόμους», έλεγε προς το τέλος της ζωής του. «Πέρασα πολύ δύσκολα χρόνια. Μεγάλες στερήσεις. Ωστόσο, πιστεύω ότι οι στερημένοι νέοι γίνονται καλοί άνθρωποι και επιτυχημένοι επαγγελματίες. Αυτό που λέμε ότι “δεν έχω παπούτσια να φορέσω” ήταν πραγματικότητα. Τον χειμώνα του 1938, όταν έβγαινα στο πάλκο με τον Χατζηχρήστο και τον Ποτοσίδη, φορούσα πάνινα παπούτσια “Ελβιέλα” και επειδή ήταν άσπρα, για να μη με κοροϊδεύουν, τα έβαφα καφέ».
Θυμόταν ακόμη πώς έγραψε το «Κομπολογάκι»: «Τις πρώτες μέρες μετά την Απελευθέρωση ήταν η εποχή που όλοι οι μουσικοί πηγαίναμε και αράζαμε στον “Μάριο”, στην οδό Ίωνος, στην Ομόνοια. Τότε από ένα μεγάλο ψιλικατζίδικο, το “Μινιόν”, είχα αγοράσει ένα κομπολόι. Κάποιο δειλινό, πηγαίνοντας για του “Μάριου” το στέκι, έχασα το κομπολόι. Αρρώστησα από την στενοχώρια μου. Δεν με χωρούσε ο τόπος. Έφυγα μόνος από του “Μάριου” και προχωρούσα στην Αγίου Κωνσταντίνου. Τότε, αυθόρμητα μου ήρθε η έμπνευση: “Φτωχό κομπολογάκι μου / σε είχα το μεράκι μου / συ μου πέρναγες την ώρα / πες μου τι θα κάνω τώρα”. Είχα γράψει τους στίχους στο πίσω μέρος ενός πακέτου από τσιγάρα. Μετά ακολούθησε η “Βαλεντίνα”. Η Βαλεντίνα ήταν η αγαπημένη μου θεία, αδελφή του πατέρα μου. Κράτησα στιγμές από την ζωή της και τις έκανα τραγούδι». Τα τραγούδια «Όπου Γιώργος και μάλαμα» και «Δεν είμαι εγώ ο Γιώργος σου» είναι επίσης αυτοβιογραφικά, σύμφωνα με τις διηγήσεις του: «Στα 1953, είχα δεσμό με μια όμορφη κοπέλα. Σε ένα ραντεβού μας στο Πεδίον του Άρεως μου σκάει το παραμύθι: “Ξέρεις”, λέει, “πρέπει να χωρίσουμε. Έχω φασαρίες στο σπίτι μου γιατί αργώ τα βράδια. Παρότι μου τα ’χεις δώσει όλα, δεν μπορούμε να μείνουμε μαζί”. Αυτό το γεγονός με συνετάραξε. Μου δημιούργησε πολύ άσχημο συναίσθημα, καθότι ήμουν ευαίσθητος άνθρωπος. Φεύγοντας, λοιπόν, από το Πεδίον του Άρεως, η έμπνευση ήρθε αμέσως: “Δεν είμαι εγώ ο Γιώργος σου που έλεγες τον πόνο σου”. Μεγάλη επιτυχία. Με τον ίδιο τρόπο βγήκαν τα περισσότερα τραγούδια. Όλα αντιπροσωπεύουν κάποιο γεγονός. Είναι αληθινά. Βγαλμένα μέσα από την ζωή, από πρώτο χέρι».
Πολύ συχνά επαναλάμβανε ότι είχε γράψει ο ίδιος τους στίχους σε σχεδόν όλα τα τραγούδια του, επειδή είχε μελετήσει πολλούς ποιητές. Εξηγούσε ότι το γνωστό τραγούδι «Κάτω απ’ το σβηστό φανάρι» το έγραψε επηρεασμένος σε μεγάλο βαθμό από το ύφος ενός ποιήματος του Μποντλέρ.
Ο Γιώργος Μητσάκης είχε συναντήσει την ποίηση όταν ήταν πολύ μικρός και πήγαινε στο δημοτικό σχολείο στην Τουρκία, παρά το γεγονός ότι εκεί τους δίδασκαν λιγότερα ελληνικά απ’ ό,τι τουρκικά. Τα τελευταία 20 χρόνια της πορείας του στο λαϊκό τραγούδι, έγραψε και ποιήματα.
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του «δάσκαλου» και έτσι τον προσφωνούσαν μέχρι το τέλος της ζωής του. Δεν τον έλεγαν μόνο οι συνάδελφοί του – τραγουδιστές ή μουσικοί. Όλος ο κόσμος τον αποκαλούσε έτσι. Ήταν η αναγνώριση της δουλειάς του. «Φυσικά και οι συνάδελφοί μου με αποκαλούν δάσκαλο», έλεγε ο ίδιος, «άλλωστε εγώ δεν πείραξα ποτέ κανέναν. Ήμουν εντάξει και κύριος απέναντι σε όλους. Κυρίως στους τραγουδιστές. Είναι δεκάδες οι τραγουδιστές που καθιερώθηκαν με τραγούδια δικά μου. Χωρίς να θέλω να φανώ εγωιστής, δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι η μεγάλη, η ανεπανάληπτη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη φάνηκε σωστή και αγαπήθηκε πάνω στα δικά μου τραγούδια! Εγώ ήμουν που επέμενα και τραγούδησε ο Στέλιος μαζί με την Μαρινέλλα το “Νίτσα, Ελενίτσα” και το “Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ”, έστω κι αν εκείνος φοβόταν μήπως πέσει στο ελαφρολαϊκό και μου έλεγε ότι: “Γιώργο, με βάζεις να κάνω τον Μαρούδα – εννοώντας ότι ο Τώνης Μαρούδας τραγουδούσε ελαφρά. Αλλά μήπως ήταν μόνο ο Στέλιος με την Μαρινέλλα; Ξέρετε πόσοι ακόμη ερμήνευσαν τραγούδια μου; Με ευχαριστεί λοιπόν που όλοι όσοι με βλέπουν μου λένε: “Γεια σου, δάσκαλε”».
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Γιώργος Μητσάκης τα πέρασε έχοντας κοντά του την δεύτερη γυναίκα του, την Αθηνά, στο εξοχικό του σπίτι στο Πόρτο Ράφτη. Νικήθηκε από τον καρκίνο αφού πάλεψε κοντά 5 χρόνια. Τα τελευταία του λόγια και οι σκέψεις του ήταν για την μεγάλη του αγάπη, την θάλασσα: «Η σκέψη μου γυρίζει πάντα στα παλιά. Ταυτόχρονα όμως γράφω ποιήματα και νότες. Παίζω μπουζούκι και βλέπω την θάλασσα και τους γλάρους. “Ψαρεύω” τραγούδια με δόλωμα τις εμπνεύσεις μου. Έχω βιώματα από τα παιδικά μου χρόνια. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου είχε δύο καΐκια. Εγώ, πιτσιρίκος τότε, προπολεμικά, έκανα παρέα με τους ανθρώπους της θάλασσας, του λιμανιού και της τράτας ψαράδες, ναύτες, λοστρόμους, καπετάνιους, λιμενικούς. Η θάλασσα με σαγηνεύει, με γαληνεύει. Γι’ αυτό έφτιαξα ένα σπιτάκι πλάι στο κύμα. Απολαμβάνω την ηρεμία και την γαλήνη».
«Σε όλη μου την ζωή ήμουν ρομαντικός», έλεγε πάλι ο Γιώργος Μητσάκης και εξηγούσε: «Είναι μια πηγή ζωής που φωτίζει την σκέψη μας για να δημιουργούμε, να γράφουμε τραγούδια λαϊκά. Και ο ρομαντισμός και τα κοινωνικά προβλήματα έχουν μια κοινή βάση: την αλήθεια της ζωής. Αυτό είναι το λαϊκό τραγούδι: Αλήθεια ζωής».