Η νύχτα που το Mothership σηκώθηκε πάνω από την Αθήνα
Στην Ελλάδα έχουμε την τύχη να έχουμε αρκετά και καλά εγχώρια tribute band, από Iron Maiden σε Dio και Kiss εκδόσεις. Τσεκάρετέ τα και όσοι έχετε αμφιβολίες θα εκπλαγείτε.Ένα τέτοιο εγχείρημα είναι και το Led Zeppelin Symphonic, με συνοδεία συμφωνικής ορχήστρας.
Δεν ξέρω πόσοι από εσάς πηγαίνετε σε tribute bands, μπάντες που κοπιάρουν μία μεγάλη μπάντα. Είναι ένα δίκοπο μαχαίρι αλλά δεν παύει να είναι μία πολύ καλή εναλλακτική όταν δεν μπορείς να δεις το αγαπημένο σου συγκρότημα για αντικειμενικούς ή υποκειμενικούς λόγους.
Στη συντριπτική πλειοψηφία των live που έχω παρακολουθήσει από tribute bands πέρασα πολύ καλά, άκουσα τραγούδια live που τα “κανονικά” συγκροτήματα έχουν ξεχάσει ότι υπάρχουν ή τα μέλη τους έχουν πεθάνει και έχουν διαλυθεί.
Στην Ελλάδα έχουμε την τύχη να έχουμε αρκετά και καλά εγχώρια tribute band, από Iron Maiden σε Dio και Kiss εκδόσεις. Τσεκάρετέ τα και όσοι έχετε αμφιβολίες θα εκπλαγείτε.
Ένα τέτοιο εγχείρημα είναι και το Led Zeppelin Symphonic, με συνοδεία συμφωνικής ορχήστρας.
Η αλήθεια είναι ότι για το συγκεκριμένο live είχα κρατήσει χαμηλά τις προσδοκίες μου και ο λόγος είναι απλός. Οι Led Zeppelin κατά την προσωπική μου άποψη είναι το καλύτερο και μεγαλύτερο rock συγκρότημα. Όταν λοιπόν πριν αρκετό καιρό η σύζυγος διάλεξε αυτό το live για να μου το κάνει δώρο το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν μία εντυπωσιακή εκτέλεση του Kashmir από τον Ian Anderson των Jethro Tull και της Φιλαρμονικής της Πάτρας το καλοκαίρι του 2006.
Η Αθήνα το Σεπτέμβριο είναι υπέροχη. Κάναμε μία μεγάλη βόλτα κάτω από την Ακρόπολη, γυρίσαμε την Πλάκα, ήπιαμε κρύες μπύρες ανάμεσα από τουρίστες μετά από πολλά χρόνια, αναρωτώμενοι γιατί δεν το κάνουμε με κάθε ευκαιρία. Η καθημερινότητα και τα προβλήματα μας περιτριγυρίζουν, αλλά πάντα αξίζει να νιώσει κάποιος έστω και για λίγες ώρες ζεύγος Κοκοβίκου. Όχι Παπακαλιάτης.
Παρασκευή βράδυ, με καιρό σύμμαχο πορευτήκαμε προς το Ηρώδειο για πρώτη φορά.
Ωραίες συνθήκες, εξυπηρετικό προσωπικό, θαυμάσαμε το μνημείο από μέσα, τηρήσαμε τα μέτρα προστασίας και διαπιστώσαμε πόσο άβολες είναι οι μαρμάρινες κερκίδες.
Τα φώτα έσβησαν, η ορχήστρα και ο μαέστρος πήραν τη θέση τους στο χώρο και το live ξεκίνησε με μία ελεύθερη απόδοση του Achilles Last Stand, πριν παρουσιαστούν οι τρεις τραγουδιστές.
Η συναυλία άνοιξε με το Good Times Bad Times, όπως δηλαδή και ο ομώνυμος δίσκος και αμέσως μπήκαμε στο κλίμα ότι παρακολουθούμε κάτι εξαιρετικό.
Η συνέχεια ήταν ανάλογη. Τρεις καταπληκτικοί τραγουδιστές, 2 αντρικές (Peter Eldridge, Jesse Smith ) και μία γυναικεία φωνή (Mollie Marriot) με συγκινητικές μπορώ να πω ερμηνείες. Ιδιαίτερα ο Jesse Smith αν έκλεινες τα μάτια νόμιζες ότι μπροστά σου ήταν ο Robert Plant.
Δουλεμένες ερμηνείες, εξαιρετικές φωνές, απόλυτο σεβασμό στο ύφος των κομματιών.
Η ενορχήστρωση του Richard Sidwell ταίριαζε απόλυτα με τα κομμάτια και τις ερμηνείες, εξαιρετική δουλειά από την ορχήστρα. Κομμάτια όπως το No Quarter, το Stairway to Heaven και φυσικά το Kashmir μας καθήλωσαν. Μάλιστα ο κόσμος ξεσηκώθηκε τη στιγμή πουν ακούστηκε το χαρακτηριστικό galloping του Immigrant Song.
Ίσως ένα μικρό παράπονο είναι ότι το χαρακτηριστικό μπάσο των κομματιών δεν ακουγόταν καθαρά, κάτι που μάλλον έχει να κάνει με τον χώρο και τα μηχανήματα που πρέπει να χρησιμοποιούνται και όχι με την ηχοληψία και το συγκρότημα. Λεπτομέρειες.
Για περίπου δύο ώρες, μεγάλα διαλείμματα μεταξύ των τραγουδιών, απολαύσαμε Black Dog, το Ramble On, το Stairway to Heaven, σε ένα μεγάλο encore το Whole Lotta Love και φυσικά για το κλείσιμο το Rock n Roll όπου το Ηρώδειο έγινε αρένα. Τραγούδι με το τραγούδι “χτίστηκε” ατμόσφαιρα που σου έφερνε στο μυαλό την ταινία “The song remains the Same”. Η προσπάθεια βέβαια του κιθαρίστα να το παίξει Jimmy Page με το δοξάρι στο “Dazed and Confused” ήταν κάπως ατυχής.
Για το πρώτο live που καταφέραμε να δούμε φέτος ήταν παραπάνω από καλό. Για μουσικόφιλους που περιφερόμαστε μεταξύ μπύρας, σκόνης και ιδρώτα ήταν μια διαφορετική αλλά πολύ καλή εμπειρία. Για να αντισταθμίσουμε το βρώμικο και να ταιριάξουμε με την αστική τάξη, πήραμε ψητό καλαμπόκι και κατηφορίσαμε την Αρεοπαγίτου υπολογίζοντας τη συναλλαγματική ισοτιμία σπίτια – γυρτά υποβρύχια συζητώντας για τις αγαπημένες μας στιγμές του live.
Για όσους λοιπόν, αν υπάρχουν ανάμεσά μας, αγαπούν τους Led Zeppelin και δεν έχουν για άγνωστο λόγο δει την ταινία – live “The song remains the same”, υπάρχει ελεύθερη στο διαδίκτυο σε διαδεδομένη πλατφόρμα (δεν το μάθατε από εμένα). Συνιστώ ανεπιφύλακτα να παρακολουθήσουν ένα ανάλογο εγχείρημα όταν τους δοθεί η ευκαιρία.
Μέχρι την επόμενη φορά