«Η ζωή μου αντί για κύκλος τριγωνάκι σκαληνό…»
Ήταν 17 του Απρίλη 2011, όταν η φωνή του Νίκου Παπάζογλου σίγησε πρόωρα και για πάντα. Βαριά η περπατησιά του όσο έζησε – πάντα δημιουργώντας – βαριά και η απουσία του· ο χρόνος δεν καταφέρνει να την παραμερίσει.
Ο Νίκος Παπάζογλου αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση στο χώρο του τραγουδιού, που όμοιά της δεν έχει, ούτε παίρνει αντιγραφή. Από την ηχογράφηση του πρώτου του τραγουδιού, τις ερμηνείες του στην «Εκδίκηση της γυφτιάς», το 1978, την ηχογράφηση του πρώτου προσωπικού του δίσκου («Χαράτσι»), το 1984, μέχρι το 2010 με τη μια και μοναδική συμμετοχή του σε δίσκο με παραδοσιακά τραγούδια της Κιμώλου, πότε με την «Ταχεία Θεσσαλονίκης», πότε με τη «Λοξή Φάλαγγά» του και πότε μοναχικά, σε στούντιο, θέατρα, μουσικές σκηνές και στάδια, τοποθέτησε αθόρυβα και με μαστοριά το δικό του λιθάρι στο οικοδόμημα του ελληνικού τραγουδιού.
Ο Παπάζογλου ανήκει στους καλλιτέχνες που εκτός από την αναγνώριση και την εκτίμηση κέρδισαν και την αγάπη του κόσμου, κατακτώντας με τα τραγούδια αλλά και τον τρόπο που έζησε μια θέση στη συνείδηση και τις καρδιές των ανθρώπων. Κι αυτή η σχέση είναι που αντέχει στο χρόνο, πέρα από πρόσκαιρες επιτυχίες, «σουξέ» και αριθμούς.
Άλλωστε η επιτυχία για τον Νίκο Παπάζογλου δεν μετριόταν με αριθμούς. Παρόλο που πούλησε πολλές χιλιάδες δίσκους, και πάντα γέμιζε ασφυκτικά τους χώρους όπου εμφανιζόταν, ο ίδιος επέμενε μονότονα να φτιάχνει δίσκους «στρόγγυλους», ονομάζοντάς τους έτσι για να δώσει έμφαση στα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένοι. Οι μουσικές του, οι διαλεγμένοι στίχοι, οι εξαίρετοι μουσικοί συνεργάτες του, οι ενορχηστρώσεις, ακόμα και τα μηχανήματα εγγραφής του δικού του στούντιο («εργαστήριο ηχογραφήσεων “Αγροτικόν”»), όλα φέρουν την αυθεντική σφραγίδα του χειροποίητου, τη γνώση, το μεράκι και τη μαστοριά του Νίκου Παπάζογλου.
Και, βέβαια, η ιδιαίτερη ερμηνεία του· αυτή η ανόμοιαστη εκφορά ηχοχρωμάτων, η βγαλμένη από βιώματα και μακρινές θύμησες, που δωρίζει απλόχερα στον ακροατή εικόνες και συναισθήματα, και τον ταξιδεύει εκεί όπου οι ζωογόνες ρίζες χώνονται βαθιά για να μας κρατάνε ζωντανούς…
Θεσσαλονικιός παλιομοδίτης, ένας αντιστάρ που φόραγε – θαρρείς εμμονικά –ξεβαμμένα τζιν και πουκάμισα σαν αυτά των φυλακισμένων και μια κόκκινη μπαντάνα, και επέλεγε να βρίσκεται πάντα πίσω από τη λάμψη των προβολέων της δημοσιότητας· άλλοτε σκαλίζοντας τις χορδές των οργάνων του και μαστορεύοντας τα μηχανήματα του «Αγροτικόν», πότε σκάβοντας τη γη, ή πιλοτάροντας κάποιο μικρό αεροπλάνο, ή παλεύοντας με τα κύματα και τον Βαρδάρη στο τιμόνι ενός ιστιοπλοϊκού. Σε πείσμα της εποχής που πουλάει και αγοράζει τα πάντα (ή σχεδόν) αυτός αναζητούσε και έβρισκε, εκείνα τα στοιχεία που κάνουν τον άνθρωπο να μην ξεχνάει ότι είναι άνθρωπος.
Μακριά από τις νυχτερινές πίστες, τα φώτα της τηλεόρασης και τις σελίδες των σκανδαλοθηρικών μέσων, και μη ακολουθώντας τον «κανόνα» που θέλει τον καλλιτέχνη να παράγει συχνά και πολλούς δίσκους για να παραμένει στα πράγματα, αυτός ως αυθεντικός τζώρας δεν δίστασε να βαδίσει το δικό του δρόμο. Όσοι στάθηκαν έστω και μια φορά σε κάποια μουσική σκηνή, ένα ανοιχτό θέατρο, γήπεδο, νταμάρι ή παραλία ζώντας μοναδικές στιγμές σε συναυλία του, θα θυμούνται έναν Νίκο Παπάζογλου που «μιλούσε» με την τέχνη του και με την ευγενική και σεμνή του παρουσία. Για τα «άλλα» σπάνια μιλούσε· όχι γιατί δεν είχε και γι’ αυτά να πει κάτι, αλλά προτιμούσε να παραχωρεί το βήμα στους πολυλογάδες για να εκτίθενται…
Ο «Νικόλας» έζησε αθόρυβα, χωρίς να κοροϊδέψει, να προδώσει ή να απογοητεύσει αυτούς που τον συνάντησαν μέσω της τέχνης του, τον εμπιστεύτηκαν και τον αγάπησαν. Το ίδιο αθόρυβα έφυγε για πάντα, πριν την ώρα του, αυτός ο ντόμπρος και ταλαντούχος καρντάσης, αφήνοντας πίσω τραγούδια, αναμνήσεις και εικόνες που αντέχουν στο χρόνο. Ερωτευμένος με μια «Καρυάτιδα» μελωδός του «Αυγούστου», «μέσω νεφών» ή με το «βαρκάκι» του, «ό,τι καιρό κι αν κάνει», πότε «μοναχός άνθρωπος» και πότε «δραπέτης», ο Νίκος Παπάζογλου κρατώντας τη «βαριά βαλίτσα» με τα μυροβόλα τραγούδια του θα κρατάει ζωντανές «τις ομορφιές που πήγαν άδικα» και θα μας ταξιδεύει για κει που, κάτω απ’ το φως της «Μά’ισσας σελήνης», «γίνονται ένα, θάλασσα και ουρανός»…