Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
Από την παρουσίαση του cd-βιβλίου του Γιάννη Μυγδάνη με τους στίχους του Καβάφη, που πραγματοποιήθηκε στο Polis Art Cafe, την 29 Νοέμβρη 2017, παρουσία 180 ανθρώπων
Φίλες και φίλοι,
Ένα cd για τον Καβάφη είναι εξαρχής ένα δύσκολο εγχείρημα καθώς ο ποιητής δεν είναι χαμένος σαν τους πεθαμένους. Διαβάζεται και είναι από τους πλέον μελοποιημένους.
Ο Καβάφης έχει μπει στη συνείδηση του κόσμου και τέτοιες δουλειές έχουν πάντα ένα ρίσκο, καθώς ο συνθέτης έχει να αναμετρηθεί με παλαιότερες δημιουργίες αλλά και με τον ‘’απαιτητικό’’ πλέον ακροατή που έχει ήδη αγαπήσει τα ποιήματα ως αναγνώστης ή έχει ακούσει παλαιότερες εκτελέσεις τους.
Πολλοί θαυμαστές του Καβάφη, μουσικοί και μη, έχουν εκφράσει τη γνώμη ότι η ποίησή του δεν προσφέρεται για μελοποίηση. Έχουν πει ότι είναι ο «ποιητής που νίκησε τους συνθέτες». Η αλήθεια είναι ότι ο ‘’αλεξανδρινός’’ αποτελεί μια πρόκληση για κάθε φιλόδοξο δημιουργό. Οι δυσκολίες που συναντάει κανείς πολλές. Η κύρια οφείλεται στην ιδιομορφία της μετρικής του, αφού ο ποιητής αρνείται την παράδοση που φτάνει στην ακμή της με τον Παλαμά. Σε μια παρατήρηση του Φίλιππο Ποντάνι ‘’η καβαφική μορφή δεν είναι λιγότερο πρωτότυπη από όσο τολμηρό είναι το περιεχόμενο. Το μορφολογικό, συντακτικό, λεξιλογικό κράμα, όπου παρωχημένοι αρχαϊσμοί αναμειγνύονται με ακραία δημοτικιστικά στοιχεία, υπήρξε και παραμένει αντικείμενο έντονων συζητήσεων’’.
Ανάλογες παρατηρήσεις θα ταίριαζε να κάνουμε και σε άλλα στοιχεία ποιητικής υφής. Η μεγάλη πλειονότητα των καβαφικών ποιημάτων δεν παρουσιάζει ενιαίο ρυθμό. Περιορισμένη είναι η σημασία του στοιχείου του ‘’τραγουδιού’’, έντονο είναι το πεζολογικό στοιχείο ενώ σε άλλα τεχνικοϋφολογικά μέσα ο Καβάφης χρησιμοποιεί την τομή, τη χασμωδία, τη διαίρεση, τη συναίρεση, το διασκελισμό και τη συνήχηση.
Ο Γιάννης Μυγδάνης, σαν έτοιμος από καιρό αξιώθηκε μια δουλειά που την ορχήστρα της πλαισιώνουν οι φωνές του Φίλιππου Πασσαλίδη, της Νικολέτας Σαριδάκη και του Γιάννη Τσουρουνάκη. Το έργο του μουσικά κινείται στο πλαίσιο της υπάρχουσας κουλτούρας μελοποίησης και η προσέγγιση του παντρεύεται με τον σύντομο λόγο του ποιητή. Η ενορχήστρωση του είναι σαφής και λιτή αναδεικνύοντας την ποίηση. Δεν την εξευτέλισε ως που να γίνει ξένη, φορτική μες σε ανούσιες συνθέσεις και φιοριτούρες. Άλλωστε και η έκφραση του ποιητή είναι συμπυκνωμένη, καμιά του λέξη δεν είναι περιττή και μερικά ποιήματά του είναι συντομότατα.
Ταυτόχρονα δεν έγινε ανθολόγος της ποίησης του Καβάφη ούτε επιχείρησε μια κοινωνιολογική προσέγγιση με στοιχεία έμφυλης κριτικής. Δεν τον ενδιέφερε ολόκληρη η έκταση του καβαφικού έργου. Η αλήθεια είναι ότι ένα σημαντικό μέρος της καβαφικής ποίησης ανάγεται σε ιστορικές πηγές. Ο ποιητής ψάχνει σε απόμακρους αιώνες, δυναστικούς κύκλους, μορφές. Η έμπνευσή του περιλαμβάνει και το μυθολογικό θρύλο, το ιστορικό συμβάν (αληθινό ή φανταστικό) και το χρονικό.
Ούτε όμως ενδιέφερε τον Γιάννη η ανασύνθεση της προσωπικότητας του Καβάφη. Κατά βάση όμως υπάρχει η μοναχικότητα, η πλήξη, ο σαρκολατρικός ερωτισμός και η δραπέτευση με την περιπέτεια και την ανάμνηση.
Γνωρίζοντας το καβαφικό έργο μπορώ να πω ότι το κριτήριο για την επιλογή των ποιημάτων ήταν προσωπικό. Πιο συγκεκριμένα πιστεύω ότι ο Γιάννης επέλεξε τα ποιήματα τα οποία θεώρησε ότι μπορούσε να αποδώσει καλύτερα καλλιτεχνικά. Διέκρινα ότι η επιλογή του έγινε στη συντριπτική πλειοψηφία από τα 153+1 ποιήματα του καβαφικού corpus με μια μοντέρνα διάθεση, επιλογή μου άρεσε. Γι’ αυτό δεν έβαλε τα ‘’αρχαία’’ ποιήματα αλλά αρκετά που ταιριάζουν σε μια σύγχρονη κοινωνία. Γι’ αυτό ‘’λείπουν’’ και ορισμένα ‘’γνωστά’’ ποιήματα όπως τα Ιθάκη, Θερμοπύλες και Περιμένοντας τους βαρβάρους που για κάποιους θα ήταν μια λύση.
Στον πηγαιμό του έργου ελπίζω ο δρόμος του να είναι μακρύς, να εκτελεστεί σε δημόσιους χώρους, να ακουστεί στα ραδιόφωνα, να ντύσει εκπομπές. Αυτός άλλωστε είναι και ο στόχος.
Ευχαριστώ