JUDAS PRIEST: FIREPOWER Γέρικα σκυλιά με καινούρια κόλπα
Η αλήθεια είναι ότι ο δίσκος είναι πιο πολύ σημαντικός, παρά ποιοτικός. Δε νομίζω ότι θα τον εκθειάζαμε το ίδιο 15 χρόνια πριν. Σήμερα ξεχωρίζει σα το γάλα μέσα σ’ ένα κοπάδι μύγες και ταυτοχρόνως, τον έχουμε ανάγκη.
Ο τίτλος είναι clickbait (αλλά τώρα κάνατε κλικ). Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κάτι το ουσιαστικά καινούριο εδώ και θα ήταν και χαζό και άδικο να το περιμένουμε αυτό από τους Priest, ένα συγκρότημα που ηχογραφεί εδώ και 45 χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, στο δίσκο υπάρχουν φρέσκα στοιχεία και μια αίσθηση αναζωογόνησης, η οποία οφείλεται σε αρκετά μεγάλο βαθμό στο γατόνι παραγωγό (και κιθαρίστα) Andy Sneap. Παράλληλα, το δίσκο ακολουθεί αρκετή παραφιλολογία, η οποία είναι πάντα ευπρόσδεκτη για να ανάψουν λίγο τα αίματα και να συζητηθεί περισσότερο η νέα κυκλοφορία.
Κι αφού κάναμε ένα βήμα μπρος, ας κάνουμε τώρα δυο βήματα πίσω, για να δούμε το background του firepower. Τέλη του 2015, οι Judas Priest ανακοινώνουν ότι ξεκινούν σιγά σιγά να δουλεύουν πάνω σε καινούριο υλικό και στις αρχές του 2017 μπαίνουν στο στούντιο, με σκοπό να κυκλοφορήσουν δίσκο φέτος, όπως και έγινε, καμιά δεκαριά μέρες πριν. Όμως, στις 12 Φλεβάρη ο κιθαρίστας Glenn Tipton ανακοίνωσε οτι πάσχει από πάρκινσον (με τη διάγνωση να έχει γίνει δέκα χρόνια πριν) και ότι δε θα συμμετάσχει στις συναυλίες για την προώθηση του δίσκου, παραμένοντας όμως μέλος της μπάντας και αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να ξαναπαίξει ζωντανά στο μέλλον. Οι Judas Priest ανακοίνωσαν επίσης ότι αντικαταστάτης του για την επερχόμενη περιοδεία θα ειναι ο Andy Sneap, παραγωγός του δίσκου. Από κείνη τη στιγμή και μετά, εκτός από το τεράστιο κύμα συμπαράστασης προς τον Tipton, ξεκίνησε και ένας μίνι πόλεμος δηλώσεων και αντιδηλώσεων. Οι κακές γλώσσες, δηλαδή ο πρώην κιθαρίστας της μπάντας KK Downing, εμφανίστηκε «σοκαρισμένος» που οι Judas Priest δεν ζήτησαν από τον ίδιο να είναι ο αντικαταστάτης του Tipton στην περιοδεία και άφησε υπονοούμενα όσον αφορά το κατά πόσο ακούμε τον Glenn Tipton στο δίσκο και όχι τον ίδιο τον Andy Sneap. Ο τραγουδιστής Rob Halford αντέδρασε άμεσα, υπερασπίζοντας τόσο τον Tipton όσο και τη συνθετική διαδικασία και αυτή της παραγωγής, λέγοντας ότι, όσα ακούμε στο δίσκο είναι ο «υπέροχος Glenn Tipton”, που έκανε τρομερή προσπάθεια για μήνες, πολεμώντας με την αρρώστια του, για να βγάλει αυτό το αποτέλεσμα. Μετά απ’ αυτό, ο Downing αναγκάστηκε να τα μαζέψει, λέγοντας ότι οι δηλώσεις του παρεξηγήθηκαν κι ότι απλά είχε κάνει ένα σχόλιο για τη σημασία του παραγωγού στη δημιουργία ενός δίσκου, χωρίς να υποννοεί πως ο Tipton δεν παίζει σε αυτόν ή παίζει λιγότερο. Το τι είναι αλήθεια εδώ είναι δύσκολο να το διαπιστώσει κανείς, γεγονός είναι όμως ότι οι Priest βγαίνουν για πρώτη φορά στο δρόμο με κιθαριστικό δίδυμο Faulkner/Sneap, δηλαδή χωρίς έστω έναν από τους Tipton/Downing, το πιο αναγνωρίσιμο κιθαριστικό δίδυμο στην ιστορία της μέταλ, μαζί με τους Murray/Smith των Iron Maiden. Οι πρώτες λήψεις από την περιοδεία πάντως δείχνουν ότι ο Sneap τα πάει περίφημα.
Στην ουσία τώρα: το Firepower κυκλοφορεί σε μια περίοδο που περιμένουμε τραγούδια και δίσκους από πολλά μεγάλα ονόματα της μέταλ, των οποίων τα πρώτα δείγματα δεν είναι και τόσο ενθαρρυντικά. Κυκλοφορεί σε μια περίοδο που η μέταλ φαίνεται να κυνηγάει την ουρά της συνθετικά και έχει ανάγκη από ήρωες. Κυκλοφορεί σε μια περίοδο που η μουσική βιομηχανία δείχνει να έχει ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη από ήρωες απ’ ό,τι η ίδια η μουσική. Και, για να το πω πιο συγκεκριμένα, κυκλοφορεί σε μια περίοδο που οι μέταλ κιθάρες δείχνουν εγκλωβισμένες στο να κάνουν δυο πράγματα κυρίως: 1) να προσθέτουν απλά χορδές στο μπράτσο τους παίζοντας όλο και πιο επιτηδευμένα περίπλοκα riffs, εξαφανίζοντας το μπάσο και την αυτονομία των τυμπάνων (μιας και ακολουθούν ακριβώς με κάθε χτύπημα την κιθάρα) και 2) να παίζουν ξεπερασμένες, βαρετές, αναπαλαιωμένες βαρυμάγκικες stonerοροκιές, κουρδισμένες δυο ντουζίνες ημιτόνια πιο κάτω για περισσότερη «αντρίλα», παρουσιάζοντας αυτό το ζόμπι ως σύγχρονη μουσική.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, το Firepower προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες σε αυτή τη μουσική, πόσο μάλλον που προέρχεται από ένα από τα τέσσερα μεγαλύτερα συγκροτήματα της μέταλ (μη λέω τώρα τα άλλα τρία). Τη διαφορά εδώ την κάνουν με το καλημέρα οι κιθάρες. Οι οποίες επιτέλους παίζουν ΜΟΥΣΙΚΗ και δεν είναι β-α-ρ-ε-τ-έ-ς. Κοφτερές, μελωδικές, ξέρουν πότε να παίξουν τι, ξέρουν πότε και να μην παίζουν (πολύ σημαντικό αυτό). Ειδικά τα σόλο, είναι τα πιο ουσιαστικά και μελωδικά που έχω ακούσει εδώ και πολλά χρόνια, από οποιοδήποτε μέταλ συγκρότημα. Εδώ φαίνεται περισσότερο από οπουδήποτε αλλού η προσφορά του Andy Sneap στην παραγωγή, καθώς Andy Sneap σημαίνει μελωδία. Απλά ακούστε κάποιους από τους δίσκους στους οποίους ήταν παραγωγός και θα καταλάβετε (Nevermore–Dead Heart… , Opeth–Deliverance, Arch Enemy– Anthems.. κλπ). Οι κιθάρες απελευθερώνονται λοιπόν από σχεδόν σίγουρο άχαρο ρόλο, τα τύμπανα ακολουθούν δικό τους δρόμο και το μπάσο επιτέλους αναπνέει (ναι, ακόμα κι αυτό το εντελώς basic μπάσο που παίζει ο Ian Hill). Καθαρά αισθητικά, φαίνεται ότι το Painkiller, παρ’ ολο που είναι 28 ετών, ρίχνει ακόμα βαριά τη σκιά του πάνω σε κάθε κυκλοφορία αυτής της μπάντας. Λογικό. Μιλάμε για έναν από τους 3-4 κορυφαίους δίσκους στην ιστορία της μέταλ. Κι ο Μπετόβεν να το είχε γράψει, θα τον στοίχειωνε. Οι Priest όμως, σε αντίθεση με τους πιο «εξωιστορικούς» Maiden (που έχουν εντελώς δικό τους τρόπο δουλειάς ανεξαρτήτως εποχής και μόδας), είναι μια μπάντα που θέλει σε κάθε περίοδο να ακούγεται σύγχρονη και αυτό επιδιώκει (και πετυχαίνει) εδώ. Δεν μένουν λοιπόν στο παρελθόν τους, δοκιμάζουν τα όρια τους (όσο μακριά μπορούν να είναι αυτά δεδομένης της ηλικίας τους) και πετυχαίνουν να ακούγονται φρέσκοι και, κυρίως, να ακούγονται σα μπάντα η οποία έχει να προσφέρει στο σήμερα αυτής της μουσικής.
Δεν θα κάτσω να αναλύσω το κάθε τραγούδι του δίσκου, απλά θα πω οτι μέχρι τώρα, αν και είναι νωρίς, ξεχωρίζω τα “evil never dies”, “spectre” και κυριως το “rising from ruins”, πακέτο με το εισαγωγικό instrumental “guardians”. Instant classic, που λένε και στον Τρίλοφο. Το ρεφραίν του ειδικά είναι το κάτι άλλο, προσωπικά μου θυμίζει ακόμα και παλιούς Blind Guardian και Grave Digger. To “never the heroes”, που φαίνεται να το έχει αγαπήσει πολύ ο κόσμος, μου φαίνεται από τα πιο βαρετά του δίσκου, ενώ το “children of the sun”, χωρίς να είναι κάτι τρομερό, ακολουθεί τη μακρά παράδοση των “children of the sun” τραγουδιών, που τα θέλει να είναι ΟΛΑ ΤΟΥΣ καλύτερα από το ομώνυμο, γνωστό χιλιοπαιγμένο stoner χιτάκι των Αθηναίων Nighstalker. Στα υπόλοιπα του δίσκου, ας είναι ευλογημένη η μέρα που ο Scott Travis αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τα ντραμς, ενώ για το τέλος άφησα τον σπουδαίο Rob Halford, τον άνθρωπο με την πιο μέταλ φωνή στην ιστορία, τον άνθρωπο που μπορεί να απογειώσει ερμηνευτικά ακόμα και γερμανικά νανουρίσματα (και ξαφνικά αυτό μου φαίνεται καλή ιδέα). Φοβερός και διαχρονικά η αιχμή του δόρατος αυτής της μπάντας. Της οποίας βέβαια, η αχίλλειος πτέρνα είναι οι στίχοι κι αυτό δυστυχώς συνεχίζεται και στο Firepower και δεν λέω άλλα.
Το Firepower εκθειάζεται αυτή τη στιγμή παγκοσμίως, από ΜΜΕ και οπαδούς και εξαργυρώνει αυτό το λιβάνισμα με πάρα πολύ υψηλές πωλήσεις. Και είναι λογικό, δεδομένων των συνθηκών, μιας και η μέταλ μουσική βιομηχανία έχει ανάγκη τους γερασμένους ήρωές της, αφού δεν μπορεί να βρει καινούριους να τους αντικαταστήσουν. Τα ίδια έγιναν πρόπερσι με τους Metallica, τα ίδια και το ’15 με τους Iron Maiden. Η αλήθεια είναι ότι ο δίσκος είναι πιο πολύ σημαντικός, παρά ποιοτικός. Δε νομίζω ότι θα τον εκθειάζαμε το ίδιο 15 χρόνια πριν. Σήμερα ξεχωρίζει σα το γάλα μέσα σ’ ένα κοπάδι μύγες και ταυτοχρόνως, τον έχουμε ανάγκη. Όχι ότι δεν είναι καλός, ίσα ίσα, που μάλλον είναι ό,τι καλύτερο έχουν κυκλοφορήσει οι Priest από το 2005 και το Angel of Retribution μέχρι σήμερα. Δεν είναι όμως εκείνη η δισκάρα που θα ενθουσιάσει τον κόσμο, θα κάνει εφήβους να πιάσουν τα όργανα και θα χαράξει μουσική πορεία για τα επόμενα χρόνια. Οι Priest το καθήκον τους το έκαναν ακόμα και σήμερα, και αυτά πρέπει να τα περιμένουμε από νέα συγκροτήματα. Πώς όμως θα γεννηθεί σωστά το καινούριο, όταν το παλιό αρνείται να πεθάνει, νεκρανασταίνεται με διάφορες μορφές και γαντζώνεται πάνω μας, παρασιτώντας στην τεχνητή ανάγκη μας για επανάληψη, ασφάλεια και νοσταλγία παραμορφωμένων περασμένων μεγαλείων;