«Και φωνάζαν από πάνω γεια σου Παπαϊωάννου…»
Όταν το ξημέρωμα της 3ης Αυγούστου 1972, σε μια λεωφόρο «βγήκε ο χάρος να ψαρέψει με τ’ αγκίστρι του ψυχές», ο «ψηλός» ήταν μόλις 58. Κι ήταν πολλά τραγούδια ακόμα για να γράψει και πολλά τσιμέντα να ραγίσουν απ’ τα ταξίμια του…
Η λεβέντικη κορμοστασιά και η ευγενική μορφή του έκλειναν μια μεγάλη καρδιά και μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης, σπάνιου ταλέντου και δημιουργίας. Σ’ ένα χώρο που περισσεύουν η έπαρση και το βεντετιλίκι, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο «ψηλός», όπως τον αποκαλούσαν όλοι, ξεχώρισε, όχι μόνο για την αξία και την ποιότητα του έργου του, αλλά και για τη μεγαλοσύνη της απλότητάς του, για την καλοσύνη και το ήθος του. Και αγαπήθηκε από τους απλούς ανθρώπους του λαού που στα τραγούδια του έβρισκαν κομμάτια και της δικής τους ζωής, απ’ τα δικά τους βάσανα, τη φτώχεια, τις απογοητεύσεις και τα όνειρα, τα μεράκια και τους νταλκάδες τους. Μα πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά…
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου γεννήθηκε στην Kίο της Mικράς Aσίας στις 18 του Γενάρη 1914. Ορφανό από πατέρα προσφυγάκι, γλίτωσε από την καταστροφή του 1922 κι έφτασε στην Ελλάδα με τη μάνα και τη γιαγιά του, με μόνη αποσκευή τις εικόνες της φρίκης. Κυνηγημένος κι εδώ σαν «τουρκομερίτης», από πόλη σε πόλη έφτασε κάποτε στον Πειραιά και στις Τζιτζιφιές, όπου ρίζωσαν τα όνειρά του για μια καλύτερη ζωή. Από νωρίς στη βιοπάλη, μεροκάματο σε ψαράδικο καΐκι πρώτα, μετά σε μαραγκούδικο, σε συνεργείο αυτοκινήτων, εργάτης στο γιαπί και στη συνέχεια μάστορας σοβατζής ― πιάναν τα χέρια του. Και τ’ απογεύματα δινόταν με σώμα και ψυχή στις δυο μέχρι τότε μεγάλες αγάπες της ζωής του, τη μπάλα και τη μουσική.
Δουλευτής και νοικοκύρης, δεν άργησε να ορθοποδήσει και να τα φέρνει καλά βόλτα, όμως το πάθος για τη μουσική και το ταλέντο που ξεχείλιζε σαν γάργαρο δροσερό νερό απ’ την ψυχή του τον έσπρωχναν αλλού. Αυτοδίδακτος, πρωτογρατσούνισε μαντολίνο, έπαιζε κιθάρα κι έκανε καντάδες, ώσπου άκουσε ένα σόλο μινόρε και λάτρεψε το μπουζούκι· δεν ήξερε από ωδεία, παρτιτούρες κι άλλα «τέτοια». Είχε όμως το θάρρος κι έπιασε τους παλιούς στην πιάτσα και τους έπαιξε το πρώτο τραγούδι που σκάλισε στο μπουζουκάκι του, τη θρυλική Φαληριώτισσα. Και τ’ όνειρο άρχισε να παίρνει σχήμα… Κάποιος που ήξερε του πέρασε τις νότες στο χαρτί και ο «ψηλός» το ’βαλε στην τσέπη, πήρε και το μπουζούκι κι έτρεξε στην εταιρεία δίσκων. Μετά από λίγες μέρες, με τα ρούχα της δουλειάς, γεμάτος ασβέστες απ’ γιαπί, πήγε στην πρώτη του ηχογράφηση. Κι έτσι μπήκε το νερό στ’ αυλάκι…
Συνεργάζεται με το Μάρκο, τον Κηρομύτη, τον Μπάτη και άλλους, στα μαγαζιά και στις ηχογραφήσεις. Με το ταλέντο και το χαρακτήρα του ξεχωρίζει γρήγορα. Ο Παπαϊωάννου ήταν έξω καρδιά, ντόμπρος και μπεσαλής· είχε αγνή ψυχή και επικοινωνούσε με κώδικες που δεν ευδοκιμούσαν, σε όλα τα «χωράφια» (όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε εποχή)… Το παίρνει πολύ βαριά όταν η δικτατορία του Μεταξά απαγορεύει το μπουζούκι. Με θάρρος και με άγνοια κινδύνου παρουσιάζεται μπροστά στην επιτροπή λογοκρισίας και διεκδικεί το δίκιο του, παίζοντας τα ταξίμια του. Η αμεσότητα και η αυθεντικότητά του «μαλακώνουν» την αυστηρότητα των σκοταδιστών που του επιτρέπουν να συνεχίσει να παίζει.
Μετά τον πόλεμο θα επιστρέψει στις Τζιτζιφιές κι εκεί θα βάλει τη σφραγίδα του, που θα μείνει ανεξίτηλη. Είναι η εποχή που παίρνει ν’ ανθίζει το λαϊκό τραγούδι και η ελπίδα στις μαυρισμένες και γεμάτες πληγές ψυχές των ανθρώπων. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου δίπλα σε Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Χατζηχρήστο, Μητσάκη, Γενίτσαρη, Ρούκουνα, Μοσχονά, Χιώτη, Μαργαρώνη, Καζαντζίδη, Μπέλλου, Χρυσάφη, Ντάλια κ.ά., θα γράψει χρυσές σελίδες στο λαϊκό τραγούδι και θα «μπολιάσει» τη νυχτερινή διασκέδαση της εποχής με το σπάνιο μέταλλο του ήθους του και τους άλλους, τους δικούς του «κώδικες».
Όσοι κάθισαν δίπλα του στο πάλκο αλλά και οι εργαζόμενοι, απ’ την κουζίνα, τα γκαρσόνια, οι καθαρίστριες, ο κόσμος όλος που πλημμύριζε τα μαγαζιά όπου εμφανιζόταν, τον αγάπησαν για τη συναδελφικότητά του, την εργατικότητα και τη δοτικότητα που τον χαρακτήριζαν. Αυθεντικός μάγκας, με πηγαίο χαμόγελο και κιμπαριλίκι και την αισιοδοξία εκείνου που έμαθε ν’ αναμετριέται με τις κακοτοπιές και να μη τις φοβάται, ο «ψηλός» είχε έναν καλό λόγο, ένα κέρασμα, ένα πείραγμα, ένα καλαμπούρι για όλους. Και στο σχόλασμα της νύχτας, δρόμο πίσω για το σπίτι. Υπόδειγμα οικογενειάρχη, δεν έδινε δικαιώματα, λάτρευε τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Ένα εμβληματικό και χιλιοτραγουδισμένο τραγούδι του Γιάννη Παπαϊωάννου σε δυο εκτελέσεις. Στο βίντεο πάνω ακούγεται η φωνή του μεγάλου Οδυσσέα Μοσχονά (1947). Στο βίντεο κάτω ερμηνεύει ο ίδιος ο συνθέτης και ακούγεται η παραλλαγή στους στίχους που έγιναν και τίτλος του άρθρου.
Με το άγιο οργανάκι του θα γράψει οχτακόσια τραγούδια, ανάμεσά τους κάποια από τα πιο όμορφα που τραγουδήθηκαν ποτέ στα ελληνικά και που θα τραγουδιούνται στο διηνεκές: «Φαληριώτισσα», «Καπετάν Αντρέα Ζέπο», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», «Πέντε Έλληνες στον Άδη», «Πριν το χάραμα μονάχος», «Άνοιξε, γιατί δεν αντέχω», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Πώς θα περάσει η βραδιά», «Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει», «Άνοιξε, άνοιξε», «Χατζηκυριάκειο», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου» κ.ά. που θ’ αφήσει παρακαταθήκη μαζί με το αρχοντικό του παίξιμο στα ανεπανάληπτα ταξίμια του.
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου είχε τη στόφα αυτών που ξεριζώθηκαν, ξαναγεννήθηκαν, πρόκοψαν και πρόσφεραν στην κοινωνία και στο διπλανό. Αληθινά μεγάλος, καλλιτέχνης και άνθρωπος, υπήρξε από τις φωτεινές εξαιρέσεις του κανόνα που θέλει τη νύχτα «σκοτεινή» και τη λαϊκή ψυχαγωγία φτηνό εμπόρευμα που πουλιέται πανάκριβα. Έχτισε γερά, αθάνατο στο χρόνο, το αγκωνάρι του στα θεμέλια του λαϊκού μας τραγουδιού και πολιτισμού και άφησε πίσω θύμησες γλυκές και νοσταλγικές σαν τις νότες του.
Όταν το ξημέρωμα της 3ης του Αυγούστου 1972, σε μια λεωφόρο «βγήκε ο χάρος να ψαρέψει με τ’ αγκίστρι του ψυχές», ο «ψηλός» ήταν μόλις 58. Κι ήταν πολλά τραγούδια ακόμα για να γράψει και πολλά τσιμέντα να ραγίσουν απ’ τα ταξίμια του…