Κάψτε και σπάστε!: Η καταστροφή των μουσικών οργάνων επί σκηνής
Στις 31 Μαρτίου του 1967, ο Τζίμι Χέντριξ καίει για πρώτη φορά επί σκηνής την κιθάρα του. Το κοινό παραληρεί. Δεν είναι η πρώτη φορά που αυτό συμβαίνει αλλά είναι η πρώτη φορά που το ίνδαλμα τους το τολμά. Γιατί οι μουσικοί καταστρέφουν τα μουσικά όργανα επί σκηνής;
Όταν μιλάμε για το Τζίμι Χέντριξ πρέπει να σταθούμε λίγο σκεπτικοί: Πότε η κιθάρα έπιασε πραγματικά φωτιά; Όταν εκείνος την κατάστρεψε καίγοντας την ή όταν ακόμα έπαιζε μαζί της με περισσή δεξιοτεχνία λίγα λεπτά πριν;
Και ενώ για τον Χέντριξ είμαστε λίγο ”Χμ, ας το σκεφτούμε λίγο…”, η καταστροφή μουσικών οργάνων είναι ένα συχνό φαινόμενο σχεδόν σε κάθε μουσικό είδος. Ταυτίστηκε ιδιαίτερα με την ροκ και μέταλ μουσική, αλλά υπάρχουν και αρκετοί τζαζίστες της πειραματικής και μη σκηνής μέχρι και της ποπ, που με ηδονή σπάνε και καίνε τα μουσικά τους όργανα μπροστά στα μάτια των θεατών. Γιατί το κάνουν αυτό και γιατί, ενώ κάποιοι απo μας φανατιζόμαστε με το θέαμα της καταστροφής, άλλοι τόσοι αποστρέφουν το βλέμμα τους ανατριχιάζοντας;
Ο πρώτος που έκαψε μπροστά στο κοινό το πιάνο του, τη δεκαετία του ’50, δεν ήταν άλλος από τον ”The Killer” δηλαδή τον Τζέρι Λι Λούις, ο οποίος συνήθιζε να καίει τα πιάνα του καθ’όλη την δεκαετία. Ακολούθησαν οι αδερφοί Λουβίν, όπου ο οξύθυμος Ίρα Λουβίν έσπαζε πάνω στα πόδια του το ένα μαντολίνο μετά το άλλο, όταν τολμούσε το όργανο να παίξει λάθος τόνο..
Το 1963, πρώτη φορά σε τηλεοπτική εκπομπή, μουσικός μεγάλης μπάντας ντυμένος σαν με zoot-suit δηλωτική εμφάνιση των καταπιεσμένων μειονοτήτων της Αμερικής, όπως των Λατίνων και των Αφρο-αμερικάνων, σπάει ένα μπάσο και πολλοί τηλεθεατές μένουν έκπληκτοι από αυτή την καταστροφή.
Στη συνείδηση των περισσότερων ανθρώπων η κακοποίηση ή η καταστροφή ενός μουσικού οργάνου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί για κανένα λόγο. Το γιατί συμβαίνει αυτό εδράζεται σε πολλούς λόγους, τόσο ψυχολογικούς όσο και από οικονομικούς.
Ένα μουσικό όργανο, τις παλιές εποχές, ήταν χειροποίητο. Ο οργανοποιός κατασκεύαζε ελάχιστα κομμάτια, δαπανούσε ώρες για την ολοκλήρωση τους και κανένα δεν μπορούσε να είναι ακριβώς ίδιο με το άλλο. Η σπανιότητα, η χρησιμότητα, η ομορφιά και ο χρόνος που δαπανούσε κάποιος για την ολοκλήρωση ενός οργάνου το καθιστούσε και το ίδιο έργο τέχνης, το οποίο με την σειρά του δημιουργούσε την τέχνη της μουσικής.
Οι παραδοσιακοί τεχνίτες διέδιδαν την τέχνη τους από αυτί σε αυτί και η τιμή για ένα μουσικό όργανο διάσημου οργανοποιού ήταν πολλές φορές άφταστη για τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Σήμερα, η μαζική παραγωγή των οργάνων έχει ρίξει τις τιμές, αλλά και την ποιότητα τους. Οι μουσικοί εκείνοι που θέλουν να επενδύσουν πάνω στην τέχνη τους θα ψάξουν να αγοράσουν ”το καλύτερο όργανο” ώστε η ποιότητα του ήχου να δίνει το ιδανικό αποτέλεσμα. Το καλό πληρώνεται και για τα μουσικά όργανα αυτό είναι νόμος. Ένα μουσικό όργανο από οργανοποιό, θεωρείται μέχρι και σήμερα καλύτερης ποιότητας και φετίχ η απόκτηση του ακόμα και από έναν ερασιτέχνη παίχτη.
Χάρης σε αυτή την μοναδικότητα του, θεωρούμε πως ένα μουσικό όργανο δεν πρέπει να το κακομεταχειριζόμαστε ή να το καταστρέφουμε, όπως δεν νοείται να καταστρέψουμε ένα άγαλμα ή έναν πίνακα ζωγραφικής. Σαν έργα τέχνης αξίζουν τον σεβασμό και την προσοχή μας. Έπειτα, το μουσικό όργανο, συχνά θεωρείται προέκταση του ίδιου του μουσικού.
Οι ώρες που περνά μαζί του, η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους μας κάνει πολλούς να αισθανόμαστε άβολα στο σπάσιμο του επί σκηνής, παρότι μπορεί να γνωρίζουμε πως βλέπουμε μια προμελετημένη καταστροφή, η οποία υπάρχει σαν μέρος της παράστασης. Κατά ένα παράδοξο τρόπο, η καταστροφή του εκλαμβάνεται σαν ”ακρωτηριασμός” του μουσικού.
Η πράξη του Χέντριξ μας φαίνεται σαν ”εκούσιος ακρωτηριασμός του”, όταν τον ακούμε να λέει αφού καίει την κιθάρα του πως, μόλις σήμερα είχε καταφέρει να τελειώσει το ζωγράφισμα της. Δείχνει πως αυτό το όργανο δεν ήταν απλά ένα εργαλείο ή ένα μέσο για να εκφράσει την οργή ή τις απόψεις του, αλλά ένα όργανο με το οποίο πέρασε ώρες διακοσμώντας και παίζοντας με αυτό. Αυτό λαμβάνει διαφορετική αξία στα μάτια ενός ανθρώπου που θαυμάζει τον Χέντριξ και αναρωτιέται με έκπληξη “Μα καλά τι κάνει εκεί πάνω;”
Από την άλλη μεριά, πολλοί θεατές δικαιολογούν την καταστροφή ή αρέσκονται να την βλέπουν. Ανάλογα σε ποιο κοινό απευθύνεται ο καλλιτέχνης μπορεί η πράξη κακοποίησης ή καταστροφής του μουσικού οργάνου να δικαιολογηθεί σαν ”αντισυμβατική τέχνη”, ”έκφραση αντιπαράθεση με όσα συμβαίνουν στο κόσμο” ή ”εκκεντρικής προσωπικότητας”.
Αρκετοί καλλιτέχνες του αυτοσχεδιασμού και ιδιαίτερα του κινήματος Fluxus χρησιμοποίησαν εσκεμμένα την ”κακοποίηση” ή την πλήρη διάλυση του οργάνου τους θέλοντας να περάσουν τα μηνύματα τους στο κοινό. Άλλοι τόσοι το έκαναν απλά για να σοκάρουν ή απλά επειδή έτσι τους βγήκε, χωρίς λογική εξήγηση.
Το 1966 διοργανώνεται στο Λονδίνο το πρώτο ”Συμπόσιο καταστροφής της Τέχνης”, όπου μια ομάδα καλλιτεχνών με αρχηγό τον Γκουστάβ Μέτζγκερ προσπαθεί να στρέψει το κοινό στην έννοια της καταστροφής μέσα στα διάφορα events και να συνδέσουν αυτή την καταστροφή με την κοινωνία. Δυο χρόνια αργότερα η ομάδα προσπαθεί να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο ενάντια στον Πόλεμο στο Βιετνάμ.
Όταν μπαίνουμε στα χωράφια της ροκ μουσικής ή της μέταλ, αυτή η καταστροφή του οργάνου φαίνεται σχεδόν σαν ”φυσική” κατάσταση. Ο ”άγριος επαναστάτης” καλλιτέχνης δεν διστάζει να σπάσει το μουσικό του όργανο γιατί απλά είναι …τόσο ”άγριος”. Η κουλτούρα γύρω από την ροκ ή μέταλ μουσική θέλει νέους να παθιάζονται τόσο πολύ και θέλοντας να βγάλουν την ένταση τους, δεν διστάζουν να σπάσουν μουσικό εξοπλισμό χιλιάδων δολαρίων για να δείξουν πόσο ”δεν τους νοιάζει”.
Η ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη μπορεί να του δίνει το ελεύθερο να καταστρέφει ή να κακομεταχειρίζεται τα μουσικά όργανα, χωρίς να υπάρχει αιτιολογία ή να είναι μέρος της παράστασης. Ο Τσάρλς Μίνγκους ήταν γνωστός για το πόσο οξύθυμος μπορούσε να γίνει εντός και εκτός σκηνής. Δε δίστασε να σπάσει ένα μπάσο 20.000 δολαρίων όταν τσαντίστηκε με το κοινό και είχε πολλάκις χτυπήσει τους μουσικούς του, όταν δεν έπαιζαν όσο τέλεια επιθυμούσε. Αυτή η στάση του ποτέ δεν αφαίρεσε κάτι από την αίγλη και το ταλέντο του. Το κοινό συνέχισε να τον λατρεύει και να τον ακολουθεί παρά τον βίαιο χαρακτήρα του. Δείχνοντας πως ένα πλήθος είναι έτοιμο να χειροκροτήσει τόσο την καταστροφή ως θέαμα, όσο και την αυτοκαταστροφή του καλλιτέχνη αρκεί αυτός να ξεφεύγει από το μέσο όρο.
Αρκετοί καλλιτέχνες εντάσσουν την καταστροφή των μουσικών τους οργάνων ως μέρος των εμφανίσεων τους σαν εφέ που εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο τραγούδι, όπως ο ”Περίεργος Αλ” Γιάνκοβιτς , Αμερικάνος κωμικός-τραγουδιστής, που για το ” You don’t love me anymore” έσπαγε στο τέλος την ακουστική κιθάρα που κρατούσε.
Ξαναγυρίζοντας στον Χέντριξ, αν είχε κάψει την οποιαδήποτε κιθάρα επί σκηνής επειδή ένα τραγούδι το επέβαλλε, θα είχαμε διαφορετική αντίδραση στην πράξη του; Ίσως και ναι, αν μιλούσαμε για μια κιθάρα που φτιάχτηκε απλά να σπάσει ή ήταν πλέον άχρηστη και έτσι και αλλιώς θα καταστρεφόταν; Και πάλι, ποιος από μας δεν θα ήθελε μια άχρηστη κιθάρα του Χέντριξ στο σπίτι του;
Το αν νιώσουμε στην ραχοκοκκαλιά μας ”τον πόνο” μας κιθάρας που σπάει μπροστά μας έχει να κάνει με το πόσο εμείς οι ίδιοι αξία δίνουμε στους συμβολισμούς που αυτά φέρουν και φυσικά αν δικαιολογούμε τους λόγους μιας καταστροφής.
Τέλος, μερικές συμβουλές στους επίδοξους καλλιτέχνες που θέλουν να δοκιμάσουν την κακοποίηση ή την καταστροφή των μουσικών οργάνων επί σκηνής με ή χωρίς λόγο: Αρχικά, πρέπει να έχεις αρκετό ταλέντο ώστε η όλη φάση να μην θυμίζει γκροτέσκο ή παρωδία. Αν είσαι από κακός έως μέτριος μουσικός έχεις πετύχει ήδη την κακοποίηση του κοινού σου και της μουσικής σαν τέχνης, δεν χρειάζεται να καταστρέψεις και το μουσικό σου όργανο. Αν είσαι ταλεντάρα σπάσε τα μουσικά σου όργανα με προσοχή, μην την πατήσεις σαν τον Κιθ Μουν από τους The Who το 1967, στο τραγούδι ”My Generation”όπου τίναξε τα ντραμς του στον αέρα, προκαλώντας λιποθυμία στην Μπέτι Ντέιβις και ρήξη τυμπάνου και κάψιμο μαλλιών στον μουσικό Πιτ Τάουνσεντ.
Τα πάντα με προσοχή και μην το δοκιμάζετε μόνοι στο σπίτι σας.