Κοίτα τι έκανες
Πού ήσασταν τόσο καιρό ρε παιδιά; Γιατί αφήσαμε τα “ήσυχα βράδια” της Αρλέτας και τη σεμνή παρουσία της να μοιάζουν τόσο παράταιρα με το κυρίαρχο μουσικό τοπίο και τα εύκολα τραγουδάκια, γεμάτα θόρυβο χωρίς μελωδία;
Από μια άποψη, είναι περίεργο πώς ξέφυγε από την πολιτική αντιπαράθεση του σύγχρονου δικομματισμού -που φτάνει πλέον σε πρωτόγνωρα ύψη- “το τραγούδι της δραχμής”, με αφορμή το θάνατο της Αρλέτας, για να αρχίσει ένας νέος γύρος χαρτοπόλεμου κι ανακοινώσεων.
Μπορεί η Αρλέτα να γλίτωσε από τέτοιες “επιθανάτιες τιμές”, αλλά είχε την τιμητική της στα social media και σε διάφορα προφίλ, αφού πολλοί ένιωσαν την ανάγκη να ποστάρουν ένα τραγούδι ή κάποιους στίχους της, για να την αποχαιρετήσουν, μαζί με τα παιδικά-νεανικά τους χρόνια και τις στιγμές που είχαν συνδυάσει μαζί της. Είτε μιλάμε για τα πρώτα χρόνια της, ως χαρακτηριστική εκπρόσωπος του νέου κύματος, είτε για μεταγενέστερες επιτυχίες της, όπως η συνεργασία της με το Λάκη Παπαδόπουλο και τη Μαριανίνα Κριεζή, που απέδωσε δύο σπουδαίους δίσκους, το “Περίπου” και το “Τσάι Γιασεμιού”, με τους οποίους ξανασυστήθηκε σε ένα καινούριο κι ευρύτερο κοινό.
Στέκομαι σε αυτούς, γιατί τα κομμάτια τους είναι κομμάτι των δικών μου παιδικών αναμνήσεων, ιδίως η Σερενάτα, που την άκουγα ευλαβικά, σαν τα παιδικά παραμύθια της γιαγιάς μου. Κι επειδή δε μου βγαίνουν οι υπολογισμοί με τις χρονολογίες κυκλοφορίας (των δίσκων και… της δικής μου), συμπεραίνω πως θυμάμαι αυτά τα τραγούδια, γιατί δεν είχαν ημερομηνία λήξης και λήθης, αλλά συνέχισαν να ακούγονται και τα επόμενα χρόνια. Μέχρι και σήμερα…
Η “Σερενάτα” και τα “Ήσυχα βράδια” ήταν τα πιο γνωστά, αλλά όχι απαραίτητα και τα πιο αγαπημένα για όλους, αναλόγως τις προτιμήσεις του καθενός. Αυτά ήταν απλώς η αφετηρία για να ψάξουμε (λίγο ή πολύ) παραπάνω και να ανακαλύψουμε και τα υπόλοιπα.
Ήταν επίσης τραγούδια που είχαν κάτι να πουν, κυρίως με το ιδιαίτερο στιλ τους, αλλά όχι μόνο, και δε χωρούσαν σε ένα ρεφρέν ή τη στροφή ενός σουξέ. Πραγματικές μπαλάντες (και όχι “έντεχνα, μελαγχολικά” -και κατά κανόνα νερόβραστα- τραγούδια, που μάθαμε κακώς να τα λέμε έτσι) που ξεδίπλωναν ολόκληρες ιστορίες, γύρω από απλά, καθημερινά (αλλά όχι ευτελή) πράγματα: μια γάτα (που παλιά την τάιζες μπαρμπούνια μαρινάτα), έναν καλό λύκο, ένα κουταβάκι στην πλατεία Αμερικής, τον Τάκη, ένα στραγάλι… Απλά και μεγάλα μες στο μινιμαλισμό τους, με μια κιθάρα και μια φωνή -γιατί αλλιώς δεν είναι τραγούδια, όπως έλεγε η ίδια.
Κάποιοι μπορεί να τα βρίσκουν ντεμοντέ κι αναχρονιστικά. Άλλοι κάπως… ξέπνοα, χωρίς μπίτια, νταλγκά κι ένταση. Ίσως όχι αρκετά πολιτικά, για να τα δεχτούμε… Ήταν έτσι όμως;
Οι αναρίθμητες αναφορές κι αφιερώσεις που έκαναν την Αρλέτα πρώτο θέμα στο Twitter (όπου δεσπόζουν συνήθως οι ατάκες και το Survivor) κι άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δείχνουν μια άλλη εικόνα. Κι αν μπορούσε να νιώσει με κάποιον τρόπο την αγάπη του κόσμου και πόσους συγκίνησε ο θάνατός της, χωρίς να το υποψιάζεται, μπορεί να σκεφτόταν από μέσα της: “κοίτα τι έκανες…”
Όπως είχε πει σε μια πρόσφατη συνέντευξή της: “ίσως πρέπει να πεθάνω, για να με ξαναανακαλύψουν…”
Από την άλλη, αυτό το (νέο) κύμα αναρτήσεων στη μνήμη της προκαλεί εύλογα την απορία πού κρύβονταν τόσο καιρό όλοι αυτοί οι θαυμαστές. Σε αφήνουν να αναρωτιέσαι γιατί δεν εκδηλώνονταν όσο ήταν εν ζωή η Αρλέτα κι αν είναι ειλικρινής ο (μετά θάνατον) θαυμασμός τους, ή μια αφορμή να επιδείξουν εικονικές, ψαγμένες ευαισθησίες και να συλλέξουν μερικά ανέξοδα like.
Πού ήσασταν τόσο καιρό ρε παιδιά; Και γιατί αφήσατε/με τα “ήσυχα βράδια” της Αρλέτας και τη σεμνή παρουσία της να μοιάζουν τόσο παράταιρα με το κυρίαρχο μουσικό τοπίο; Να μη βρίσκει χώρο σε μια μουσική σκηνή γεμάτη θόρυβο χωρίς μελωδίες, εκκωφαντικό μάρκετινγκ για θορυβώδη είδωλα χωρίς ουσία, και εύκολα τραγουδάκια που σπάνε σαν σαπουνόφουσκες;