KooZ – 1/12/2016
Kρύβω μώλωπες, πληγές και μόλις φέξει συνεχίζω
Τα ίδια ζούμε, πασχίζεις και πασχίζω
μα ποτέ δε θα αρκεστώ στο να πιστεύω και να ελπίζω
σ’ ένα κάτι απροσδιόριστο με μέλλοντα κι αόριστο
Κάποιοι ρωτήσαν πού τα βρήκα
Κανείς δε ρώτησε πώς τα ‘φτιαξα
Το νέο τραγούδι του KooZ μιλάει για γράσα στα χέρια, τον πόνο από τη βαριά χειρωνακτική δουλειά, με δυο λόγια την εργατική τάξη και πώς δένεται τ’ ατσάλι.
Παραγωγή, Στίχοι , Παρουσίαση, Μίξη/Mastering : KooZ of Psyclinic TactiX
Στίχοι:
Η μούσα μου ήρθε τυλιγμένη σε παλέτα,
20 τόνοι πριν τις 10 όλα χεράτα πακέτα
Λύνε σήκωνε και πέτα όπως τα ντανιάζεις μέτρα
θύμισέ μου όταν τελειώσουμε να αλλάξω πάλι λάμα στη φαλτσέτα
Γελάνε που ο μικρός κάνει για δέκα
Πλύσου, άλλαξε, χαιρέτα,
ξανατράβα μπας και σπάσεις με το οινόπνευμα την πέτρα
Τι ξέρουν αυτοί;
Στείλε τους πόνους σου επάνω στο χαρτί, πλήρωσ’ το τίμημα
Γράσα στα δάχτυλα εύκολο το ξεκίνημα
κάπου στην τσέπη θα ‘ναι, ξαναπιάσου από το σκίρτημα
και γράφε. Παράλληλα μ’ αυτούς ζήσε και μάθε από το κάθε
ό,τι κι αν έψαχνες προσπέρασε ή δε θα ‘ρθε
Δεμάτια ζωντανά απ’ της ανακύκλωσης την πρέσα
νανουρίζω, κρύβω μώλωπες, πληγές και μόλις φέξει συνεχίζω
Τα ίδια ζούμε, πασχίζεις και πασχίζω
μα ποτέ δε θα αρκεστώ στο να πιστεύω και να ελπίζω
σ’ ένα κάτι απροσδιόριστο με μέλλοντα κι αόριστο
στη λούπα όσο το μόνο σίγουρο παντού καραδοκεί
Γιατί κι αυτοί που λεν «μη σκας πάνω μου ακούμπα»
σε αδειάζουν λίγο πριν φανεί η ευθεία η τελική
Κάποιοι ρωτήσαν πού τα βρήκα
Κανείς δε ρώτησε πώς τα ‘φτιαξα
Νόμιζαν είδα φως και μπήκα
Γι’ αυτό τα λόγια τους σιχάθηκα
Κάποιοι με χάρισαν στη νύχτα
Κανείς δε ρώτησε πώς άντεξα
Νόμιζαν είμαι μια απ’ τα ίδια
Γι’ αυτό το λόγο τους σιχάθηκα
Είδα τη μούσα μου σφαγμένη σε ψυγείο
Ξεφόρτωμα για δύο 90 εργάσιμες μέσα στο κρύο
Την πήρα αγκαλιά, της είπα «αντίο»
και στάμπαρα μ’ ένα κόκκινο δάκρυ το σημείο
για να θυμάμαι,στην τελευταία γουλιά κάθε φορά που θα μεθάμε,
το κόστος που πληρώνουμε όποτε χαζογελάμε
Μια θα πέφτουμε και χίλιες θα πονάμε
Ίδια ώρα ξημέρωμα Δεκέμβρη πάντα θα ‘ναι
Πήχτρα σκοτάδι ο άνεμος μοιρολογάει και πάμε
Σκυλιά αλυχτάνε κι ως το κρεματόριο προχωράμε
Μπρος στα πόδια μου πετάνε το ματωμένο σάβανο
Γίνομαι στάχτη πριν απ’ τις χαρές μου και το βάσανο
Χαμογελάει ο χειριστής τραβάει μοχλό κι εγώ
στο ίδιο έργο θεατής σε λόφο τεχνητό κατρακυλώ
Να πάρω βράση, το μέσα μου να λιώσει να στάξει
στης μνήμης τους νευρώνες μην τολμήσει και ξεχάσει
Αυτά που απήλθαν πριν το σούρουπο στρωθεί
με τη βία στον ορίζοντα επάνω σα χαλί
Έχει ραγίσει το γυαλί και μια για πάντα έχεις χαλάσει
πρώτη δωδεκάτου δύο μηδέν δεκάξι
‘Ο,τι κι αν ήσουν μια για πάντα έχει χαλάσει
πρώτη δωδεκάτου δύο μηδέν δεκάξι