Κώστας Καφάσης – Ένας βασιλιάς στα αζήτητα
Τραγουδιστής και ηθοποιός, παρεξηγημένος ή όχι, ο Κώστας Καφάσης σημάδεψε με την πορεία του τους χώρους του τραγουδιού, κυρίως, και του θεάματος και αγαπήθηκε από ένα ετερόκλητο κοινό, που δεν ταυτίστηκε απαραίτητα στο σύνολό του με το είδος τραγουδιού που ο ίδιος εξέφρασε και υπηρέτησε.
Το όνομά του υπήρξε κάποτε συνώνυμο της νυχτερινής διασκέδασης, στην Ελλάδα και στις εστίες της ομογένειας στο εξωτερικό. Ουρές αυτοκινήτων σχηματίζονταν έξω από τα κέντρα που τραγουδούσε, ενώ ο ίδιος βίωνε εκδηλώσεις λατρείας όμοιες με αυτές ενός λαϊκού ειδώλου. Τραγουδιστής και ηθοποιός, παρεξηγημένος ή όχι, ο Κώστας Καφάσης σημάδεψε με την πορεία του τους χώρους του τραγουδιού, κυρίως, και του θεάματος και αγαπήθηκε από ένα ετερόκλητο κοινό, που δεν ταυτίστηκε απαραίτητα στο σύνολό του με το είδος τραγουδιού που ο ίδιος εξέφρασε και υπηρέτησε. Περισσότερο γνωστός ως τραγουδιστής του λαϊκού τραγουδιού, εισήλθε σ’ έναν «κόσμο» ανομοιογενή, συχνά με κακή ή αμφισβητούμενη φήμη, ασύμβατο με τον χαρακτήρα του, που όμως δεν κατάφερε ν’ αλλοιώσει την προσωπικότητά του και να μαυρίσει την ψυχή του.
Όπως τίποτα δεν μένει ίδιο στη ζωή έτσι και το λαϊκό τραγούδι στην πορεία του εξελίχτηκε και πέρασε από διάφορα στάδια. Όταν ανέτειλε το άστρο του Κώστα Καφάση η παλιά γενιά του κλασικού λαϊκού τραγουδιού οπισθοχωρούσε αθέλητα κάτω από την πίεση και τις μεθοδεύσεις των δισκογραφικών εταιρειών, που είχαν μυριστεί μεγαλύτερα κέρδη σε άλλα πεδία. Νέοι δημιουργοί και τραγουδιστές προωθούνταν στο – δισκογραφικό και όχι μόνο – προσκήνιο, και προσδοκούσαν ν’ αφήσουν το δικό τους στίγμα, ενώ αρκετοί από τους παλιότερους εξαναγκάζονταν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα προκειμένου να επιβιώσουν καλλιτεχνικά αλλά και να βιοποριστούν. Παράλληλα τα κέντρα διασκέδασης – κάποτε λαϊκά μαγαζιά όπου διασκέδαζαν ολόκληρες οικογένειες – έκλειναν ή μετατρέπονταν σε στέκια μιας νέας τάξης θαμώνων, που αποτελούνταν από άτομα διαφόρων οικονομικών-κοινωνικών στρωμάτων, κυρίως όμως απ’ όσους αποχτούσαν εύκολα χρήμα μέσω της έκρηξης στον τομέα των κατασκευών και της άνθησης του εμπορίου και άλλων γύρω από αυτό δραστηριοτήτων.
Η νυχτερινή διασκέδαση άλλαζε και αναζητούσε τα κατάλληλα τραγούδια που θα καταναλώνονταν συνοδεία καπνού και άφθονου αλκοόλ, κυρίως του ουίσκι που κέρδιζε τη θέση του «εθνικού ποτού» από το πατροπαράδοτο κρασί και δευτερευόντως του «κοσμοπολίτικου» κονιάκ. Η θεματολογία των στίχων καθώς και οι μουσικές (με τη χρησιμοποίηση νέων οργάνων και ενορχηστρώσεων) άλλαζαν κι αυτές για να κουμπώσουν στη νέα κατάσταση. Πολλοί σημαντικοί και αξιόλογοι μουσικοσυνθέτες, στιχουργοί και τραγουδιστές έγιναν γρανάζια αυτού του νέου τρόπου διασκέδασης ή επηρεάστηκαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό από αυτόν· όχι όλοι κι όχι πάντα για τους ίδιους λόγους και χωρίς αυτό να μειώνει την αξία τους. Με τους ενδοιασμούς ή τις αντιρρήσεις που μπορεί να έχουμε, συνέβαλλαν στη δημιουργία της μεγάλης ποικιλίας στο φαινόμενο που ονομάζεται λαϊκό τραγούδι.
Ένα νέο είδος τραγουδιού, λοιπόν, αναδύθηκε και έλαμψε κυρίως τη δεκαετία του 1970 αλλά και του 1980, που άνθισε στη δισκογραφία και σε μια σειρά κέντρων διασκέδασης που απόχτησαν την ονομασία «σκυλάδικα». Ο Κώστας Καφάσης, με την χαρακτηριστική μπάσα, βαθιά αντρίκεια φωνή, εκτός από τη δισκογραφία, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στις πίστες τέτοιων κέντρω, πρωταγωνιστώντας επί σειρά ετών και επικοινωνώντας τη δική του αλήθεια με το πολυπληθές , πιστό κοινό του. Στο απόγειο της δόξας του χαρακτηρίστηκε από κάποιους «βασιλιάς της καψούρας». Ο ίδιος δεν έκρυβε την ενόχλησή του για ετικέτες όπως «σκυλάς» και «σκυλάδικο», επειδή πίστευε ότι τέτοιοι χαρακτηρισμοί έχουν σκοπό να τον μειώσουν.
Ο Κώστας Καφάσης γεννήθηκε στο Κουτσαρί (όπως ονομαζόταν παλιά η Ιτέα) Καρδίτσας, στις 14 του Αυγούστου 1940. Έζησε φτωχικά παιδικά χρόνια. Ο τσαγκάρης πατέρας του λόγω των αριστερών φρονημάτων του αποκλείστηκε από τον αναδασμό που έγινε στην περιοχή μετά τον εμφύλιο και έμεινε χωρίς γη. Αν και ο ίδιος δεν ήταν θρήσκος, είχε καθιερωθεί στο χωριό με το ταλέντο του ως δεξιός ψάλτης, γεγονός που δεν άφησε ανεπηρέαστο τον μικρό Κώστα, που τον ακολουθούσε στην εκκλησία και έψελνε στο πλευρό του.
Αποφάσισε από μικρός ν’ ακολουθήσει τον καλλιτεχνικό δρόμο. Επηρεασμένος από τους περιοδεύοντες θιάσους-«μπουλούκια» της εποχής, ήθελε να γίνει ηθοποιός, ενώ είχε έφεση να τραγουδάει. Παρακούοντας τον πατέρα του συμμετέχει στο κατηχητικό σχολείο του χωριού, ενθουσιασμένος από την πολύπλευρη καλλιτεχνική δραστηριότητα που είχε αναπτύξει, μεταξύ των οποίων κι ένας παιδικός θίασος που «περιόδευε» στις γειτονιές παρουσιάζοντας παραστάσεις.
Ο πατέρας του ήταν ανοιχτό μυαλό και δεν αντιτάχτηκε στο γιο του όταν έμαθε ότι θέλει να γίνει ηθοποιός, ένα επάγγελμα στιγματισμένο και καταδικασμένο στη συνείδηση της πλειονότητας του κόσμου εκείνα τα χρόνια.
Τελειώνοντας το εξατάξιο, τότε, Γυμνάσιο, του δίνεται η πρώτη ευκαιρία ν’ ανοίξει τα φτερά του, μέσα από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό ταλέντων του περιοδικού «Θεατής» εκείνης της εποχής. Χρειάζεται όμως να ταξιδέψει στην Αθήνα, για να περάσει από ακρόαση. Όντας άφραγκος και γνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να βοηθηθεί οικονομικά από την οικογένειά του, ούτε για να πληρώσει το απαιτούμενο εισιτήριο, ταξιδεύει ως συνοδηγός σε φορτηγό ψυγείο κρεάτων (μας θύμισε τον αξέχαστο Πάνο Γεραμάνη, που μαθητής Γυμνασίου ταξίδευε από το χωριό του, το Βασιλικό Χαλκίδας, στην Αθήνα με φορτηγά που μετέφεραν τούβλα και κεραμίδια, προκειμένου να καλύψει ποδοσφαιρικούς αγώνες για την εφημερίδα «Φως των σπορ» της οποίας ήταν συντάκτης και με τον ίδιο τρόπο επέστρεφε στο χωριό του).
Στην οντισιόν τραγουδάει το τραγούδι «Τ’ απόγευμα της Κυριακής», σε μουσική Γεράσιμου Λαβράνου και στίχους Κώστα Κοφινιώτη, που έχει κυκλοφορήσει την ίδια χρονιά κι έχει γίνει μεγάλη επιτυχία με τη φωνή του Τζίμη Μακούλη, από τα μεγαλύτερα ονόματα του λεγόμενου ελαφρού τραγουδιού τότε. Τον νεαρό επίδοξο τραγουδιστή συνοδεύει στο πιάνο ο ίδιος ο συνθέτης. Το αποτέλεσμα δεν είναι αντάξιο των προσδοκιών, η επιτροπή δεν πείθεται και ο Κώστας Καφάσης επιστρέφει στο χωριό του.
Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ξαναγυρίζει στην Αθήνα και δίνει εξετάσεις στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Εκεί έρχεται αντιμέτωπος με τον απαράδεκτο σχολιασμό μέλους της επιτροπής κρίσεων, γνωστό θεατράνθρωπο, που «κρίνει» το μικρό δέμας του Κώστα Καφάση ως «μειονέκτημα»…
Στη σχολή του Εθνικού γνωρίζεται με τον Γιώργο Μαρίνο, τον μετέπειτα δημοφιλή τραγουδιστή, ηθοποιό και μεγάλο διασκεδαστή. Οι δυο τους, τον Ιούνη του 1962, θα βρεθούν μαζί στη σκηνή στα πλαίσια της ιστορικής μουσικοθεατρικής παράστασης «Οδός Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι· ο Μαρίνος ως σολίστας τραγουδιστής και ο Καφάσης ως μέλος της πολυμελούς χορωδίας. Πολλά χρόνια μετά, ο Καφάσης θα πει δημόσια ότι ο Μαρίνος δικαιωματικά ήταν ανάμεσα στους τραγουδιστές της παράστασης και ότι επιλέχτηκε από τον Χατζιδάκι ως ο περισσότερο ταλαντούχος από την πολυμελή ομάδα νέων παιδιών που συμμετείχαν στην «Οδό Ονείρων».
Τελειώνοντας τη δραματική σχολή του Εθνικού, ο Κώστας Καφάσης ξεκινάει τις συνεργασίες με διάφορους θιάσους, ερμηνεύοντας ρόλους κυρίως σε επιθεωρήσεις, όπου ξεδιπλώνει εκτός του υποκριτικού και το ταλέντο του στο τραγούδι. Παίζει και τραγουδά δίπλα σε μεγάλα ονόματα του θεάτρου και του χορού, όπως η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Γιάννης Γκιωνάκης, η Καίτη Μπελίντα, ο Γιάννης Φλερύ, η Λίντα Άλμα κ.ά. Παράλληλα εμφανίζεται με επιτυχία δίπλα σε σημαντικούς και αξιόλογους ηθοποιούς, σε κλασικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, υποδυόμενος μικρούς αλλά όχι απαρατήρητους ρόλους, όπως «Καλώς ήλθε το δολάριο», «Το πιο λαμπρό αστέρι», «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», «Φίφης ο ακτύπητος», «Μοντέρνα Σταχτοπούτα» κ.ά.
Σκηνές από ταινίες με τον Κώστα Καφάση:
Η σταθερά ανοδική του πορεία θα εκτοξευτεί το 1971, όταν η συγκυρία θα τον φέρει να παίξει στη θρυλική τηλεοπτική σειρά της ΥΕΝΕΔ («πρόγονος» της ΕΡΤ2) «Η γειτονιά μας», τα μεγέθη και η ακροαματικότητα της οποίας κατέγραψαν ασύλληπτα ρεκόρ, αντίστοιχα της ανοργανωσιάς, της κακοδιαχείρισης και της ανευθυνότητας των ιθυνόντων της κρατικής τηλεόρασης, που κατόρθωσαν να μη διασωθεί ούτε ένα επεισόδιο από τα 550 (!) που προβλήθηκαν στα έξι χρόνια που η σειρά μονοπωλούσε το ενδιαφέρον των τηλεθεατών στην Ελλάδα.
Η σειρά, γραμμένη από την πένα του μέγιστου Κώστα Πρετεντέρη, πραγματευόταν τις καθημερινές ιστορίες μιας ομάδας ανθρώπων που συμβίωναν, πότε αρμονικά και πότε όχι, σε κάποια από τις λίγες γειτονιές που είχαν απομείνει εκείνη την εποχή στην Αθήνα, με κεντρικό πρόσωπο τον καφετζή (τον υποδυόταν ο αξέχαστος, αγαπημένος Μάκης Δεμίρης) και μια πλειάδα (περισσότεροι από 400!) σημαντικών, αξιόλογων και πρωτοεμφανιζόμενων στη μικρή οθόνη ηθοποιών.
Στους τελευταίους εντάσσεται και ο Κώστας Καφάσης, που κλήθηκε από τον Πρετεντέρη ν’ αναλάβει έναν ρόλο που ο ίδιος είχε γράψει για τον Σωτήρη Τζεβελέκο, αλλά ο καλός ηθοποιός λόγω ενός ξαφνικού κωλύματος αδυνατούσε ν’ ανταποκριθεί. Ο Καφάσης αρπάζει την ευκαιρία από τα μαλλιά. Υποδύεται το συμπαθητικό παιδί του καφενείου, το γκαρσόνι «Λευτέρη Κατσαούνη», που όλοι αποκαλούν Ιωνάθαν, εκτός από την συμπαθή χαζούλα «Ρέα Κατσιφάρα» (Μαίρη Χαλκιά) που τον αποκαλεί με αγάπη και θαυμασμό «Ιωναθίνι». Του Ιωνάθαν του περισσεύει το ψώνιο να γίνει τραγουδιστής, αλλά… του λείπουν τα φωνητικά προσόντα. Και για να μην τον παίρνουν χαμπάρι, κυρίως ο αυστηρός αδελφός του, όταν πηγαίνει να κάνει οντισιόν… στα «σκυλάδικα», σκαρφίζεται το ψευδώνυμο… «Ιωνάθαν».
Δεν θα περάσει καιρός για να γίνει ο Κώστας Καφάσης δημοφιλής. Το υποκριτικό ταλέντο και το μπρίο του, το παρουσιαστικό του και οι εμπνευσμένες ατάκες του Πρετεντέρη, ανοίγουν το δρόμο που το νεαρό φτωχό χωριατόπαιδο αναζητούσε από το πρώτο ταξίδι του στην Αθήνα, με κείνο το φορτηγό ψυγείο κρεάτων. Τα εξώφυλλα στα λαϊκά περιοδικά της εποχής γίνονται αντικείμενο συζήτησης, ενώ ο κοριτσόκοσμος σχηματίζει ουρά έξω από τα στούντιο «Αστήρ» στη Λένορμαν, για ένα αυτόγραφο του ανατέλλοντος λαϊκού ειδώλου.
Ανοίγοντας ο δρόμος της αναγνωρισιμότητας, φέρνει στον Καφάση πρόταση από την μπουάτ «Κατακόμβη» της Πλάκας να εμφανιστεί ως τραγουδιστής (από την ίδια μπουάτ ξεκίνησε και έγινε γνωστός και ο Γιώργος Μαρίνος). Από τις πρώτες εμφανίσεις του η ιδιαίτερη χροιά της φωνής του και οι γεμάτες πάθος ερμηνείες του πιάνουν τον σφυγμό του κοινού. Ξεκινάει το πρόγραμμά του με Χατζιδάκι και «Νέο Κύμα», αλλά όταν περνάει η ώρα και «το γυρίζει» στον Καλδάρα, τον Άκη Πάνου και άλλους μεγάλους δημιουργούς του κλασικού λαϊκού τραγουδιού, το κοινό ξεσηκώνεται και ενθουσιάζεται. Ο ίδιος πολλά χρόνια μετά θα παραδεχτεί ότι ο βιοπορισμός και τα καλύτερα μεροκάματα ήταν που τον έσπρωξαν ν’ ασχοληθεί με το λαϊκό τραγούδι.
Το επόμενο διάστημα μοιράζεται ανάμεσα στα καθημερινά τηλεοπτικά γυρίσματα και τις νυχτερινές εμφανίσεις στην «Κατακόμβη». Ο Καφάσης αρχίζει πια να γίνεται γνωστός και ως λαϊκός τραγουδιστής.
Τη μπουάτ διαδέχονται οι συνεργασίες με μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού (Ρίτα Σακελαρίου, Μαίρη Λίντα κ.ά.) και οι εμφανίσεις σε μεγάλες πίστες. Σταθμό στην πορεία του αποτελούν οι εμφανίσεις του το 1973 στο ιστορικό κέντρο διασκέδασης «Φαληρικόν», όπου ο νέος λαϊκός τραγουδιστής εμφανίζεται στο πλευρό των σπουδαίων Σωτηρίας Μπέλλου, Σπύρου Ζαγοραίου και Φωτεινής Μαυράκη.
Αναγνωρίζοντας το ταλέντο του, ο μεγάλος Σπύρος Ζαγοραίος του προσφέρει τον πασίγνωστο και δημοφιλή «Αλήτη» (στίχοι – μουσική: Σπύρος Ζαγοραίος), τραγούδι με το οποίο ο Κώστας Καφάσης κάνει το ντεμπούτο του στη δισκογραφία. Το δισκάκι 45 στροφών συμπληρώνεται από το επίσης δημοφιλές «Εδώ παπάς, εκεί παπάς» (στίχοι – μουσική: Τόλης Χάρμας) που εγγράφεται με τη φωνή του Καφάση, απλά για να συμπληρωθεί ο δίσκος. Η δισκογραφική εταιρεία δεν φαίνεται να πολυπιστεύει στο νεαρό τραγουδιστή, και δεν κυκλοφορεί τον δίσκο έως το 1975, που ο Κώστας Καφάσης θα κάνει το «μπαμ» στη δισκογραφία, με άλλη όμως εταιρεία, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Ο στιχουργός και λαϊκός συνθέτης Κώστας Ψυχογιός, τη δεκαετία του 1960 είχε αρχίσει να γίνεται ήδη γνωστός ως στιχουργός επιτυχιών που ερμήνευε ο Νίκος Ξανθόπουλος, αστέρας του κινηματογράφου της εποχής, ο Σπύρος Ζαγοραίος, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Στράτος Διονυσίου, ο Δημήτρης Μητροπάνος κ.ά. και και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία και ως συνθέτης, με τραγούδια όπως «Ιστορία μου», «Η ζημιά», «Κάνε ό,τι σου αρέσει» και άλλα που ερμήνευσε η Ρίτα Σακελαρίου.
Ο Ψυχογιός είχε ήδη προσέξει τον «Ιωνάθαν» στη «Γειτονιά», όταν μπαίνοντας τυχαία σε μπουάτ στην Πλάκα άκουσε τον Καφάση να ερμηνεύει κάποιο δικό του τραγούδι. Τη γνωριμία τους θα ακολουθήσει επιτυχημένη συνεργασία, που εγκαινιάζεται το 1975 με την κυκλοφορία του μεγάλου (33 στροφών) δίσκου με τίτλο «Γέλα κυρία μου». Τα περισσότερα από τα δώδεκα τραγούδια του δίσκου γίνονται μεγάλες επιτυχίες («Γέλα κυρία μου», «Ψυχή μου καρδιά μου», «Κάθε μεσονύχτι Κυριακής», «Έπαθα την πλάκα μου», «Περίπτωσή μου», «Η ώρα της φωτιάς», «Μονά ζυγά δικά σου», «Δεν μπορεί είν’ αδύνατον»). Το «Γέλα κυρία μου» καθιερώνει στο ευρύ ακροατήριο τον Κώστα Καφάση και γίνεται «σήμα κατατεθέν» του. Την ίδια χρονιά, λίγο μετά την κυκλοφορία του «Γέλα κυρία μου», κυκλοφορεί από την πρώτη εταιρεία και ο κλεισμένος μέχρι τότε στο συρτάρι «Αλήτης»…
Την επόμενη διετία Κώστας Ψυχογιός και Κώστας Καφάσης ηχογραφούν δυο ακόμα δίσκους με τραγούδια του πρώτου (τίτλοι «Κατάλαβέ με» και «Σκέφτομαι εσένα»), από τους οποίους ξεχωρίζουν και γίνονται μεγάλες επιτυχίες τραγούδια όπως τα «Κατάλαβέ με», «Και τώρα τι γίνεται», «Χαμένος γελασμένος», «Ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει» κ.ά.
Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1985, κυκλοφορούν τέσσερις ακόμα μεγάλοι προσωπικοί δίσκοι του Κώστα Καφάση, από τους οποίους γίνονται επιτυχίες ανάμεσα σε άλλα τα τραγούδια «Εγώ πεθαίνω κάθε βραδιά» (Ν. Μιχαήλ), «Είσαι» (Μάρως Μπιζάνη – Μιχάλη Καρρά), «Σ’ αγαπώ» (Γ. Πια – Χρήστου Εμμανουήλ), «Ο μεγάλος αδικημένος» και «Ένας τρελός σ’ αγαπάει» του Τάκη Μουσαφίρη, «Πώς να φύγω» (Δημήτρη Παναγόπουλου), «Και ποιος φταίει» (Ν. Μπακογιάννη – Χρήστου Εμμανουήλ), «Ερωτικό μου απωθημένο» και «Δυο μπλε μάτια» των Νάκη Πετρίδη και Σάσας Μανέτα, «Όλα τα ‘θελες δικά σου» (Νάκη Πετρίδη – Π. Πασβάντη) κ.ά.
Ξεχωριστή θέση στη δισκογραφία του Κώστα Καφάση αυτής της περιόδου κρατάει αναμφισβήτητα η επανεκτέλεση του «Είμαι ένα παλιόπαιδο» (δίσκος «Και…ποιος φταίει» – 1981), σε στίχους Σωτηρίας Μπέλλου και μουσική Μαρίνου Γαβριήλ, που η μεγάλη ρεμπέτισσα είχε ερμηνεύσει το 1969 στον δίσκο της «Τα Ρεμπέτικα της Σωτηρίας Μπέλλου 3»:
Το 1985 κυκλοφορεί με μεγάλη επιτυχία ο δίσκος του Κώστα Καφάση «Συνείδησή μου». Τραγούδια του δίσκου τραγουδιούνται από τις πίστες της νυχτερινής Αθήνας ως την πιο απομακρυσμένη άκρη της Ελλάδας: «Συνείδησή μου» (Αντώνη Πετρίδη – Άγγελου Αξιώτη), «Σ’ αγαπώ, σε λατρεύω» (Μ. Σεραφείμ – Άγγελου), «Δολοφόνε χωρισμέ» (Αντώνη Πετρίδη – Άγγελου), «Άιντε τώρα να φύγεις» (Δημήτρη Παναγόπουλου), «Ευτυχώς που τρελάθηκα» (Αντώνη Πετρίδη – Αντρ. Φουντουλάκη) κ.ά.
Θα ακολουθήσει, το 1989, ένας ακόμα μεγάλος προσωπικός δίσκος («Ανοιχτά παράθυρα» σε μουσική Δημήτρη Παναγόπουλου) και μετά… δισκογραφική «σιωπή» που θα κρατήσει σχεδόν 14 χρόνια. Ξαφνικά και χωρίς κάτι να προϊδεάζει γι’ αυτή την εξέλιξη, ο Κώστας Καφάσης από πρωταγωνιστής στο χώρο της δισκογραφίας γίνεται θύμα του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπιζαν πάντα και αντιμετωπίζουν οι δισκογραφικές εταιρείες (και γενικότερα η βιομηχανία του θεάματος-ακροάματος) τους τραγουδιστές και τους δημιουργούς του τραγουδιού κάθε είδους, το τραγούδι στο σύνολό του· ένα εμπόρευμα που η τύχη του δεν εξαρτάται πάντα από την αξία του αλλά από το εμπορικό κέρδος που αποφέρει, δηλαδή το ζεστό χρήμα με το οποίο προσδοκά να γεμίσει τα ταμεία της η κάθε δισκογραφική εταιρεία. Αυτόν τον απαράβατο «νόμο», του κέρδους, οι δισκογραφικές εταιρείες διαχρονικά δεν δίστασαν να επιβάλλουν στο λαϊκό τραγούδι, ακόμα κι όταν είχαν απέναντί τους μουσικοσυνθέτες και στιχουργούς τα μεγαλύτερα ονόματα της χρυσής εποχής του, και τραγουδιστές μεγαθήρια, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του Στέλιου Καζαντζίδη.
Όταν το 2003 επιστρέφει στη δισκογραφία ερμηνεύοντας το τραγούδι «Φεγγάρια ψεύτικα» (τραγούδι με ροκ ήχο που εμπεριέχεται στον δίσκο-ντεμπούτο του συγκροτήματος «Ζημιάα») ο Κώστας Καφάσης, εμφανιζόμενος σε τηλεοπτική εκπομπή δείχνει να έχει πλήρη συνείδηση αυτής της κατάστασης. Στην ερώτηση της δημοσιογράφου Χριστίνας Λαμπίρη «πού ήσασταν δισκογραφικά δεκατρία χρόνια» απαντά με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Στα αζήτητα»! Όταν η ίδια αναφέρεται στην ιστορία του, ο τραγουδιστής γκρεμίζει κάθε ίχνος ψευδαίσθησης λέγοντας ότι «οι εταιρείες ενδιαφέρονται για νούμερα, όχι για ιστορία. Αν νομίζουν ότι δεν θα τους φέρεις τα κέρδη που θέλουν, τότε πάνε παρακάτω» και συμπληρώνει πως «μπορείς να ζήσεις και χωρίς δίσκους, είναι το ίδιο όμορφα».
Με την ίδια ειλικρίνεια ο Καφάσης αναφερόταν και για τη διαδρομή του, λέγοντας ότι ήταν «αυτό που μου ανήκε», κάνοντας «ταμείο» μετά από πολλά χρόνια στη δισκογραφία και τις πίστες (στο λαϊκό τραγούδι «εκείνης της εποχής» τόνιζε χαρακτηριστικά ο ίδιος, υπογραμμίζοντας το ύφος και τον ήχο που άρχισε να κυριαρχεί στο λαϊκό τραγούδι τη δεκαετία του 1970).
Οι νεότεροι που δεν έζησαν εκείνη την εποχή, κάποιοι μεγάλωσαν όμως ακούγοντας τα τραγούδια της και τα τραγούδια του Κώστα Καφάση από τους ραδιοφωνικούς πειρατικούς σταθμούς της μπάντας των «μεσαίων», και σήμερα στο διαδίκτυο, «γνώρισαν» τον τραγουδιστή από τις μετρημένες στα δάχτυλα τηλεοπτικές συνεντεύξεις και παρουσίες του. Σε όλες ανεξαιρέτως βγαίνει στο γυαλί ένας άνθρωπος ζεστός, «γεμάτος», σεμνός, χωρίς πικρίες, απωθημένα και συμπλέγματα, με πηγαίο χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Απομυθοποιεί κάθε τι σχετικό με το πρόσωπό του, «εκθέτοντας» με την ειλικρίνειά του τους οικοδεσπότες των εκπομπών που τον φιλοξένησαν. Σε κάποια από αυτές τις εκπομπές, όταν του έπλεξαν το εγκώμιο επειδή σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους του, ζητούσε να μη τραγουδάει «πλέι μπακ», αλλά ζωντανά στο πλατό, ο Καφάσης τους «προσγείωσε» απότομα αλλά μέσα σε γέλια, λέγοντας ότι το κάνει επειδή ποτέ δεν κατάφερε να συγχρονιστεί με το «πλέι μπακ» και η εμφάνισή του είναι «για γέλια»…
Ο Κώστας Καφάσης υπήρξε ένας τραγουδιστής με επίγνωση της διαδρομής του, της προσφοράς και του αποτυπώματος που άφησε στο λαϊκό τραγούδι. Ίσως να είναι αλήθεια ότι στην όλη πορεία του πήρε «αυτό που του ανήκε», ίσως να είχε να δώσει ακόμα περισσότερα και, ίσως και διαφορετικά από όσα τον γνωρίσαμε και μας συνήθισε ο ίδιος. Έξω από κυκλώματα, μακριά από δημόσιες σχέσεις και διασυνδέσεις, ίσως δεν διεκδίκησε ο ίδιος αυτό το κάτι παραπάνω ή δεν παρουσιάστηκε μπροστά του η ευκαιρία που ο ίδιος ήθελε και περίμενε. Έχοντας πλήρη επίγνωση της κατάστασης που επικρατούσε στο λαϊκό τραγούδι, αλλά πιθανώς όχι των δυνατοτήτων του, έλεγε ότι το είδος του τραγουδιού που υπηρέτησε δεν ήταν επιλογή του. «Σ’ αυτό το είδος μπορούσα να απλωθώ, κι αυτό έκανα» είπε κάποτε χωρίς – εμφανώς τουλάχιστον – δόση πικρίας, συνεντευξιαζόμενος στον Σταμάτη Κραουνάκη, και πρόσθεσε ότι ποτέ δεν του έγινε κάποια πρόταση να πει άλλα τραγούδια.
Το 1994 ο Κώστας Καφάσης θα παίξει στην ταινία «Ο δραπέτης του φεγγαριού» του Θόδωρου Μαραγκού (σενάριο-σκηνοθεσία) σ’ έναν ρόλο, εντελώς διαφορετικό από αυτούς που τον γνωρίσαμε στις παλιές ελληνικές ταινίες. Στην ίδια ταινία ξεδιπλώνει και τις πλούσιες ερμηνευτικές του ικανότητες ερμηνεύοντας εξαιρετικά ένα επίσης «διαφορετικό» τραγούδι, το «Μια καταδίκη» του Δημήτρη Παναγόπουλου (στο μουσικό βίντεο σκηνές από την ταινία):
Παρά το ότι επί σειρά ετών δεν έβγαζε δίσκους, ο Καφάσης δεν έχασε ποτέ την επαφή του με το κοινό. Ο ίδιος χαρακτήριζε «ευλογία» το γεγονός ότι αν και παροπλισμένος από τις δισκογραφικές εταιρείες, ταξίδεψε σε πολλά σημεία του πλανήτη τραγουδώντας, εισπράττοντας το χειροκρότημα και «χορταίνοντας» την αγάπη του κόσμου.
Ο Κώστας Καφάσης έφυγε από τη ζωή στις 13 του Οκτώβρη 2010, αφού χρειάστηκε να παλέψει σκληρά σχεδόν δυο χρόνια με τον καρκίνο. Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, χωρίς ν’ ακουστεί κακή κουβέντα από τα χείλη του γι’ άλλους του σιναφιού του, χωρίς να έχει ν’ αποδείξει τίποτα και σε κανέναν. Ένα κορυφαίο όνομα του λαϊκού τραγουδιού των δεκαετιών 1970-1980 και πρωταγωνιστής στον κόσμο της διασκέδασης για πολλά χρόνια, που κάποια από τα τραγούδια που ερμήνευσε αντέχουν στο πέρασμα του χρόνου. Ένα λαϊκό ίνδαλμα που και όταν τα δάχτυλά του «άγγιζαν» τον ουρανό της επιτυχίας, τα πόδια του δεν έπαψαν να πατάνε γερά στη γη.