Κώστας Παπαδόπουλος: «Ο Μίκης έκανε λαϊκό τραγούδι με μια ευγένεια μοναδική»
Από τους σπουδαιότερους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού ο Κώστας Παπαδόπουλος, με τεράστια διαδρομή που συνδέθηκε με αυτή του επίσης σπουδαίου δεξιοτέχνη Λάκη Καρνέζη. Οι δυο τους υπήρξαν επί σειρά ετών βασικοί συνεργάτες του Μίκη Θεοδωράκη και με το παίξιμό τους και τον ήχο τους σφράγισαν κάποια από τα σπουδαιότερα έργα του.
Από τους σπουδαιότερους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού ο Κώστας Παπαδόπουλος, με τεράστια διαδρομή που συνδέθηκε με αυτή του επίσης σπουδαίου δεξιοτέχνη του οργάνου, Λάκη Καρνέζη. Οι δυο τους υπήρξαν επί σειρά ετών βασικοί συνεργάτες του Μίκη Θεοδωράκη και με το παίξιμό τους και τον ήχο τους σφράγισαν κάποια από τα σπουδαιότερα έργα του. Ο ζωντανός μύθος του λαϊκού τραγουδιού, αποκαλούμενος και «Παγκανίνι του μπουζουκιού», Κώστας Παπαδόπουλος, συνομίλησε με την δημοσιογράφο Ματούλα Κουστένη για τον Μίκη και αναφέρθηκε στη συνεργασία τους. Η συνομιλία δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της «Εφημερίδας των Συντακτών» του Σαββατοκύριακου 11-12 Σεπτέμβρη 2021, απ’ όπου την αναδημοσιεύουμε.
«Bρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1961. Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε ήδη κάνει το 1959 τον “Επιτάφιο” με τον Μανώλη Χιώτη αλλά καθότι είχαν διάφορα θέματα, είχαν σταματήσει να παίζουν παρέα. Σκεφτείτε το λίγο: Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης… λογικό ήταν για τον Χιώτη αφενός να μη θέλει να είναι απλώς το μπουζούκι του Θεοδωράκη, αφετέρου να βλέπει το όνομά του τρίτο.
Επειτα είχε το ντουέτο του με τη Λίντα και πολλές υποχρεώσεις. Ο Τάκης Λαμπρόπουλος της Columbia που έψαχνε μαζί με τον Θεοδωράκη να δώσει λύση του είπε, λοιπόν, μια μέρα: “Μίκη, στην εταιρεία ηχογραφούν τα δύο καλύτερα μπουζούκια της χώρας, ο Παπαδόπουλος κι ο Καρνέζης”. Εμείς εκείνο το διάστημα είχαμε ξεκινήσει με τον Λάκη σεζόν στην παραλία, στο κέντρο “Νταίζη” μαζί με την Καίτη Γκρέυ. Ενα βράδυ ξαφνικά βλέπω απέναντί μου τον Μίκη Θεοδωράκη με τον Λαμπρόπουλο. Κάποια στιγμή ένας σερβιτόρος έρχεται και μας λέει: “Mόλις παίξετε αυτά τα κομμάτια, κάντε ένα διαλειμματάκι και κατεβείτε στο τραπέζι του Μίκη”».
Ο Κώστας Παπαδόπουλος μας διηγείται τη βραδιά που η ζωή όλων τους άλλαξε. Μαζί με τον φίλο και μουσικό του συνοδοιπόρο Λάκη Καρνέζη, γείτονες από πιτσιρίκια στην Κοκκινιά, είχαν απέναντί τους τον κορυφαίο Ελληνα συνθέτη που τους ζητούσε να τα παρατήσουν όλα και να τον ακολουθήσουν στο συνθετικό του όραμα, αυτό που έμελλε να αλλάξει την ιστορία της ελληνικής μουσικής.
«Η συζήτηση και η πρόταση ήταν ξεκάθαρη. Φώναξαν αμέσως τον ιδιοκτήτη του κέντρου, ο οποίος ήταν λίγο ψωνισμένος με το τραγούδι, και του είπαν: “Θέλουμε να μας δώσεις τον Παπαδόπουλο και τον Καρνέζη. Πρέπει να πάνε με τον Μίκη”. Εκείνος φυσικά απάντησε ότι δεν μπορεί να μείνει από μπουζούκι εν μέσω σεζόν, αλλά ο πανέξυπνος Λαμπρόπουλος του είπε: “Αν τους αφήσεις να φύγουν, θα σου κάνω δίσκο!”. Ετσι, μέσα σε λίγες μέρες βρεθήκαμε στο κέντρο “Μυρτιά”, όπου ο Θεοδωράκης έστησε ένα περίεργο πρόγραμμα στο οποίο συνυπήρχαν διάφοροι, από τον Οικονομίδη και τον Μπιθικώτση μέχρι τη Γιοβάννα και τον Χάρρυ Κλυνν. Ο Θεοδωράκης αγαπούσε τον ήχο μας και είχε την εγγύηση ότι ήμασταν μοναδικοί στο είδος μας και καθόλου ερασιτέχνες. Εμάς από την άλλη μας άρεσε που μπλέξαμε μαζί του, γίναμε φίλοι από την πρώτη στιγμή».
Ο κορυφαίος σολίστας και μάγος του λαϊκού οργάνου έχει πάρει μέρος σε χιλιάδες ηχογραφήσεις τραγουδιών κι έχει υπάρξει ακαταπόνητος εργάτης του λαϊκού ρεπερτορίου. Ο δε Γρηγόρης Μπιθικώτσης συχνά τον αποκαλούσε Παγκανίνι του μπουζουκιού. Ο Μίκης Θεοδωράκης έκανε άραγε φιλοφρονήσεις στα θρυλικά μπουζούκια του; «Οχι, δεν μας έδινε αέρα. Ηθελε να προσπαθούμε και να μην έχουμε απαιτήσεις, ούτε για τα ονόματα, ούτε για μεγάλους μισθούς. Αγαπήσαμε πολύ το έργο του και ξεχάσαμε τα χρήματα. Σκεφτείτε ότι το 1963-1964 περάσαμε μια περίοδο που παίζαμε δωρεάν συναυλίες για τους Λαμπράκηδες παρόλο που δεν είχαμε τρόπο να ζούμε διαφορετικά. Αλλά τι να κάνουμε. Είχαμε μπει στον χορό και έπρεπε να χορέψουμε, έπρεπε να ανταποκριθούμε σε όλο το προφίλ του Μίκη: από το μουσικό μέχρι το πολιτικό και κοινωνικό. Είχαμε αφήσει τα πάντα και πέσαμε με τα μούτρα στο έργο του γιατί είχαμε κουραστεί από τα τσιφτετέλια και τα αραβοϊνδικά που παίζαμε και θέλαμε να βρεθούμε σε έναν άλλο κόσμο».
• Καταλαβαίνατε εκείνη τη στιγμή πόσο αλλάζατε την ιστορία της ελληνικής μουσικής;
Βέβαια. Οταν ένας συνθέτης με τόσο σημαντικές σπουδές σε ωδεία του εξωτερικού και σε έναν άλλο μουσικό κόσμο στράφηκε στο λαϊκό τραγούδι, καταλάβαμε αμέσως ότι κάτι πολύ σημαντικό γίνεται. Ο Μίκης έκανε λαϊκό τραγούδι με μια ευγένεια μοναδική. Αξιοποίησε τα λόγια των ποιητών και έβαλε το ελληνικό τραγούδι, που τότε βάλτωνε σε φτωχούς στίχους, σε έναν εντελώς νέο δρόμο. Μετά από αυτά δεν μου έκανε όρεξη να παίξω για κανέναν. Είχα το σημάδι του Θεοδωράκη. Είχα παίξει στο «Αξιον Εστί». Τι άλλο θα μπορούσε να μου δώσει τόσο μεγάλη επαγγελματική ευτυχία;
• Ποιο είναι το δυσκολότερο πράγμα που παίξατε με τον Μίκη;
Δύσκολα ήταν όλα τα έργα γιατί ήταν παιξίματα ακριβείας που έπρεπε να βγάλουν χαρακτήρα. Τα καταφέρναμε γιατί ήμασταν πεισματάρηδες και θέλαμε να πρωταγωνιστούμε. Η συνεργασία μας ήταν ένας μοναδικός συνδυασμός εξάντλησης και ικανοποίησης. Ο Μίκης ήταν ένας πολύ δυνατός και απαιτητικός άνθρωπος που πολύ συχνά σε οδηγούσε στα όριά σου.
Οι ώρες εργασίας ήταν κοντά στις 24 την ημέρα. Σκεφτείτε ότι η ηχογράφηση του «Αξιον Εστί» ξεκίνησε στις 6 το απόγευμα και τελείωσε στις 6 το πρωί. Ηταν αφόρητα δύσκολο να παίζεις τόσες ώρες, νηστικός, με κάποια σουβλάκια που ήρθαν προς το βράδυ. Αυτή η ηχογράφηση ήταν πραγματικός άθλος. Βρισκόμασταν στο παλιό στούντιο της Κολούμπια, το 3 όπως λέγαμε, όπου δεν υπήρχε πλέιμπακ. Σε έναν χώρο για 50 άτομα, είχαμε μαζευτεί 150 και δεν είχαμε περιθώριο λάθους. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι αν κάποιος από όλο αυτό το πλήθος -τις τρεις χορωδίες, τον αφηγητή Μάνο Κατράκη, τους ερμηνευτές, τα όργανα- έκανε κραυγαλέο λάθος, ξεκινούσαμε όλο το έργο από την αρχή.
• Ο Ελύτης είχε πάρει καθόλου μέρος σε όλη αυτή την «τελετή ηχογράφησης»;
Οχι βέβαια. Ηταν πολυτελείας άνθρωπος, δεν θυμάμαι την καλημέρα του. Οσες φορές είχαν βρεθεί με τον Μίκη και ήμασταν παρόντες νιώθαμε σαν σκιές, δεν μας έβλεπε. Ο Μίκης ήταν αυτός που, μελοποιώντας τους, τους έκανε δώρο στο ευρύ κοινό.