Λάκης Παπαδόπουλος: «Εάν τα πράγματα ήταν πιο δίκαια η Τζόαν Μπαέζ θα ήταν η Αρλέτα της Αμερικής…»
Ο Λάκης Παπαδόπουλος γράφει στην “Κατιούσα” για την Αρλέτα.
Ο Λάκης Παπαδόπουλος γράφει στην “Κατιούσα” για την Αρλέτα:
«Η Αρλέτα, το πιο καλλίφωνο αηδόνι, έφυγε απ’ τη ζωή μας και την καθημερινότητά μου. Πάντα πίστευα πως επειδή πέρασε μπόλικα μαζεμένα θα το ξεπερνούσε και αυτό. Όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε και δυστυχώς μας άφησε.
Την Αρλέτα τη χαρακτηρίζω σαν την ήσυχη δύναμη του ελληνικού τραγουδιού. Ζούσε αθόρυβα και ο κύκλος της ήταν μετρημένα στα δάχτυλα άτομα, όπως συνηθίζουν οι άνθρωποι του πνεύματος.
Η συνάντησή μας ήταν στους αγώνες τραγουδιού του Μάνου Χατζιδάκι, το ’81 στην Κέρκυρα. Είχε έρθει να δει το διαγωνισμό και συναντηθήκαμε στο διάδρομο. Αφού είχε ακούσει τα τραγούδια στα οποία είχα γράψει μουσική και ο Κυριάκος Ντούμος τους στίχους, δηλαδή το “Σταθμό Λαρίσης” και το “Και θα χαθώ”, μου πρότεινε εκείνη στον επόμενο δίσκο που θα έκανε να της αφιερώσω δύο τραγούδια. Στην Αθήνα, όταν βρεθήκαμε, τα δύο έγιναν τέσσερα και τα τέσσερα έγιναν δέκα-δώδεκα, νομίζω, που αποτέλεσαν τον πρώτο δίσκο συνεργασίας μας με γενικό τίτλο “Περίπου”. Αργότερα ακολούθησε και το “Τσάι Γιασεμιού” με τραγούδια που ξέρουμε όλοι και είναι ακόμα στην επικαιρότητα.
Μετά από πολλά χρόνια (πριν από ενάμιση χρόνο δηλαδή) μπήκαμε πάλι στο στούντιο μαζί με τη Σάννυ Μπαλτζή και φτιάξαμε δεκατρία τραγούδια για την Αρλέτα, η οποία δέκα μέρες αφού τα ερμήνευσε έπαθε εγκεφαλικό και έμφραγμα συγχρόνως. Το μόνο που μπορώ να σας πω και έχει κάποιο ενδιαφέρον είναι ότι σ’ αυτή την κατάσταση, στην εντατική, της πήγα το τηλέφωνό μου και της έβαλα δύο-τρία από τα δεκατρία κομμάτια και είδα στα μάτια της χαρά και συγκίνηση. Όλοι περιμέναμε να βγει από την εντατική να χαρεί γιατί ήταν πολύ συγκινημένη στο στούντιο που τα τραγούδησε και όταν τα άκουσε ενορχηστρωμένα σε ημιτελή μορφή, αυτό της έδινε δύναμη να παλεύει. Πιστεύαμε πως σε έναν-δύο μήνες θα έβγαινε, όμως όσο πάλευε ξαφνικά χειροτέρευε και κάποια στιγμή, αφού τυραννήθηκε από εντατική σε εντατική, έσβησε.
Στο δίσκο είχε δώσει και όνομα από ένα τραγούδι της Σάννυ Μπαλτζή. Είναι της εταιρείας “Feelgood”. Το εξώφυλλο σε ημιτελή μορφή το έχει ζωγραφίσει εκείνη. “Ηταν και ζωγράφος και ζωγράφιζε όλα τα εξώφυλλά της. Θα βγει το Σεπτέμβρη με τίτλο “Η γιαγιά μου μαγειρεύει όνειρα τηγανιτά”. Μαζί με τη Σάννυ Μπαλτζή που έγραψε τους στίχους, παραγωγός είναι ο Νίκος Μακράκης και αρχιμουσικός ο Κώστας Αναδιώτης, στου οποίου το στούντιο έγινε όλη η δουλειά. Συμμετείχαν και κάποιοι φίλοι μας μουσικοί.
Είναι ένα χτύπημα για την αισθητική μου η απουσία της Αρλέτας, πλέον, που θεωρώ πως ήταν μια τραγουδίστρια με εντελώς προσωπικό ήχο και με πολλούς θαυμαστές ακόμη και εκτός Ελλάδος. Είδα με τα μάτια μου ανθρώπους από την Ελβετία και το Λουξεμβούργο στο Half Note να έρχονται να την ακούσουν και το άλλο βράδυ πέταγαν για την πατρίδα τους.
Επειδή πλέον θεωρούμαστε τριτοκοσμικός λαός με αυτούς που μας έφεραν σ’ αυτά τα επίπεδα, είναι ψευδαίσθηση οποιοσδήποτε συμπατριώτης μας να μπορέσει να κάνει καριέρα εκτός Ελλάδος, γιατί υπάρχει τιμοκατάλογος λαών και όχι ανθρώπινης αξίας και ταλέντου. Ο επαρμένος Αγγλοσάξονας, για παράδειγμα, ποτέ δε θα δεχτεί στη βιομηχανία της παγκόσμιας μουσικής που οικειοποιείται μαζί με τον Αμερικάνο εδώ και χρόνια κάποια αξία να του χαλάσει την οικονομική αποκλειστικότητα των μέτριων ταλέντων. Και ό,τι αυτό συνεπάγεται…
Όσο για την Αρλέτα, είχα ακούσει πιο παλιά πως την είχαν χαρακτηρίσει Τζόαν Μπαέζ της Ελλάδας. Εάν τα πράγματα ήταν πιο δίκαια η Τζόαν Μπαέζ θα ήταν η Αρλέτα της Αμερικής…
Λάκης Παπαδόπουλος»