Λούντβιχ βαν Μπετόβεν – «Η τέχνη μου αφιερώνεται στην ανακούφιση των φτωχών»

Ο Μπετόβεν «ζούσε χρόνια μπροστά από την εποχή του», αφού μέσα από το έργο του εξέφρασε αυτό που αντικειμενικά συντελούνταν γύρω του: Την κίνηση της ζωής και της Ιστορίας προς τα εμπρός.

250 χρόνια από τη γέννηση του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, του πρώτου μεγάλου από μια σειρά συνθετών που έγραψαν κάτω από την επίδραση των γεγονότων των αστικών επαναστάσεων. Ο συνθέτης που βρέθηκε και εξέφρασε μέσα από το έργο του μια μεταβατική εποχή, την εποχή μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Γι’ αυτό και η τεράστια μορφική ανανέωση που επέφερε στην κλασική μουσική ο Μπετόβεν οφείλει την επιτυχία της στην ανανέωση πρώτα απ’ όλα του περιεχομένου της, στην αναγκαιότητα δηλαδή να ανατραπούν οι παλιές μορφές, για να αποδοθεί κατάλληλα το νέο περιεχόμενο της τέχνης του.

Τα πρώτα του χρόνια

Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (Ludwig van Beethoven) γεννήθηκε στη Βόννη το 1770, γόνος οικογένειας μουσικών φλαμανδικής καταγωγής. Ηταν ο μικρότερος (τρίτος) γιος του Γιόχαν βαν Μπετόβεν, ενός μέθυσου και σχετικά φτωχού τενόρου. Ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει «παιδί θαύμα», αντίστοιχο του Μότσαρτ, προσβλέποντας στα κέρδη μιας τέτοιας προοπτικής. Ετσι, από τα τέσσερά του κιόλας, τον κλείδωνε με τις ώρες να μελετάει τσέμπαλο. Παρά τον καταναγκασμό, ο Μπετόβεν αγάπησε τη μουσική μέσα από τα έργα του Μπαχ, του Μότσαρτ και άλλων συνθετών. Η αγαπημένη του μητέρα λειτουργούσε ως καταλύτης στη σχέση των αδερφών με τον πατέρα τους.

Από πολύ μικρή ηλικία ξεκίνησε να δουλεύει ως μουσικός, αρχικά στην ορχήστρα του θεάτρου (το 1781) και ύστερα ως οργανίστας στο παρεκκλήσι όπου δούλευε και ο πατέρας του (το 1783), αντικαθιστώντας μάλιστα τον πρώτο δάσκαλό του, Νέεφε. Το ταλέντο του ως οργανίστα, ιδίως στον αυτοσχεδιασμό, δεν αργεί να φανεί και το επισημαίνουν επιφανείς μουσικοί της περιόδου. Συνθέτει τα πρώτα του έργα ήδη από το 1785 (Τρία Κουαρτέτα για Πιάνο, Βιολί, Βιόλα και Βιολοντσέλο, WoO 36), τα οποία δείχνουν πρωτοφανή ωριμότητα αλλά και σημαντικές διαφορές σε σχέση με το στιλ που ανέπτυξε αργότερα. Με τη στήριξη του Νέεφε και άλλων, ταξιδεύει το 1786 για πρώτη φορά στη Βιέννη για να μαθητεύσει με τον Μότσαρτ. Καταφέρνουν να κάνουν μόνο ελάχιστα μαθήματα, καθώς η μητέρα του Μπετόβεν αρρωσταίνει και πεθαίνει στα 1787. Ετσι επιστρέφει στη Βόννη, όπου εργάζεται ως βιολίστας στην όπερα.

Η ζωή στη Βιέννη

Ο Γιόζεφ Χάυδν ταξίδεψε από τη Βιέννη στην Αγγλία και πάλι πίσω την περίοδο 1790 – ’91, περνώντας δύο φορές από τη Βόννη. Στη δεύτερη επίσκεψή του, ο εικοσάχρονος πλέον Μπετόβεν – μετά από προτροπή του εκλέκτορα και των μουσικών της αυλής – δείχνει στον Χάυδν μια καντάτα που είχε συνθέσει. Ο Χάυδν εντυπωσιάστηκε και δέχτηκε να τον πάρει μαθητή στη Βιέννη.

Το 1792 εγκαταλείπει οριστικά τη Βόννη και εγκαθίσταται στη Βιέννη. Ξεκινάει μαθήματα με τον Χάυδν. Λίγες μέρες αργότερα πεθαίνει ο πατέρας του, πράγμα που δυσχεραίνει σημαντικά την οικονομική του κατάσταση. Στις αρχές του 1794 αλλάζει δάσκαλο και ξεκινάει μαθήματα με τον Αλμπρεχτσμπέργκερ. Μέχρι και το 1802 έκανε κάποια σποραδικά μαθήματα με τον Σαλιέρι. Οι δύο τους διατηρούν και αργότερα σχέσεις, και ο Μπετόβεν τελειοποιεί με τον Σαλιέρι την τέχνη της όπερας και του τραγουδιού. Ο Αλμπρεχτσμπέργκερ φέρεται να λέει πως «οι στενοί κανόνες (σ.σ. σύνθεσης της ιταλικής σχολής) δεν μπορούσαν να αρκούν στον Μπετόβεν». Πράγματι, ο Μπετόβεν ξεκινάει ήδη από τα πρώτα του έργα να πειραματίζεται και να επεκτείνει τη μορφή της σονάτας (μορφή που βρίσκει επίσης εφαρμογή σε κονσέρτα, συμφωνίες, κουαρτέτα και λοιπά έργα μουσικής δωματίου), να σταθεροποιεί την τετραμερή μορφή των συμφωνικών έργων, μετατρέποντας το αριστοκρατικό μινουέτο στο πιο χορευτικό σκέρτσο κ.λπ. Πρώιμα δείγματα τέτοιας γραφής φαίνονται ήδη στα trios Op. 1.

Ηδη όμως η κοινωνία της εποχής συγκλονιζόταν από το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης και τους πολέμους που την ακολούθησαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 16/3/1797 ο Ναπολέων έφτανε κοντά στη Βιέννη. Ο Μπετόβεν επηρεάζεται από αυτά τα γεγονότα, πράγμα το οποίο αποτυπώνεται στα έργα του, είτε συνθέτοντας πατριωτικά έργα εναντίον των εισβολέων («Ein grosses, deutsches Volk sind wir») είτε γράφοντας έργα εμπνευσμένα από τις γενικότερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Σίντλερ, γραμματέας και πρώιμος βιογράφος του Μπετόβεν, αναφέρει για τον συνθέτη ότι «επιθυμούσε όλοι να παίρνουν μέρος στη διακυβέρνηση». «Ολες οι συμπάθειές του στρέφονταν στις επαναστατικές ιδέες», συμπληρώνει ο Ιγνάτζ φον Σέιφριντ, γνωστός αρχιμουσικός, μαθητής του Μότσαρτ και του Αλμπρεχτσμπέργκερ, ο οποίος διηύθυνε την πρεμιέρα του «Φιντέλιο».

Το πλούσιο έργο του

Ηδη από τα 1796 ο Μπετόβεν ξεκινάει να ακούει μόνιμα βόμβους, η ακοή του αρχίζει να εξασθενεί. «Ζω μια μίζερη ζωή», ομολογεί στον παιδικό του φίλο Βέγκελερ, καθώς προσπαθούσε να κρατήσει την πάθησή του μυστική. «Είμαι κουφός (…) στο επάγγελμά μου είναι τρομερό», σημειώνει. Σε έργα της περιόδου φαίνεται η βαθιά θλίψη που του δημιουργεί η επικείμενη απώλεια της πιο χρήσιμης σε έναν μουσικό αίσθησης (π.χ. στην περίφημη Σονάτα Op. 13 «Παθητική» ή στο Largo της Σονάτας Op. 10 No. 2). Ταυτόχρονα, τον ταλανίζουν έρωτες με γυναίκες πάνω από την τάξη του, όπως διάφορες ευγενείς μαθήτριές του. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Τζουλιέτα Γκουτσιάρντι, που το 1803 παντρεύτηκε τον κόμη Γκάλενμπεργκ, πράγμα που έφτασε τον Μπετόβεν στα όρια της αυτοκτονίας (τότε γράφει τη «Διαθήκη του Χάιλιγκενστατ»). Σε εκείνη αφιέρωσε τη Σονάτα Op. 27 No. 2 (1802), που αργότερα έγινε γνωστή με το όνομα «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Αυτά τα γεγονότα κάνουν τον Μπετόβεν να αποζητεί τη μοναξιά και την απομόνωση, και πολλές φορές να καταφεύγει σε μακρείς περιπάτους στη φύση, που τόσο αγαπούσε. «Ο πατέρας μας ο Ρήνος», έγραφε το 1801 στον Βέγκελερ, αποτυπώνοντας τη φυσιολατρία του, η οποία πήρε μορφή στην αγαπημένη του Βόννη.

Με προτροπή του Γάλλου πρέσβη στη Βιέννη, ο Μπετόβεν, εμπνευσμένος από την προέλαση του Βοναπάρτη (στον οποίο έβλεπε εμψυχωμένα τα ιδανικά της εποχής), ολοκληρώνει το 1804 την 3η Συμφωνία του, «Ηρωική» Op. 55. Αφιερώνει τη Συμφωνία στον Ναπολέοντα, όταν όμως ο τελευταίος χρίζεται αυτοκράτορας ο Μπετόβεν φέρεται να σκίζει την αφιέρωση – κάτι που αμφισβητείται μέχρι και σήμερα. Ταυτόχρονα συνεχίζει να γράφει έργα ηρωικού και πολεμικού περιεχομένου, όπως η θεατρική εισαγωγή «Κοριολανός» Op. 62, αλλά και ένα από τα πιο μεγαλειώδη έργα του, την 5η Συμφωνία Op. 67 (1808).

Το 1804 μια νέα αγαπημένη, η Τερέζα φον Μπρούνσβικ, τον αποσπά από τη σύνθεση της μεγαλειώδους 5ης και γράφει μέσα σε λίγες βδομάδες την 4η Συμφωνία Op. 60. Σε αυτήν και στην 6η, «Ποιμενική» Op. 68 (1808), βλέπουμε μια άλλη πλευρά του Μπετόβεν, αυτή του ήρεμου, φυσιολάτρη και αισιόδοξου ανθρώπου, που υμνεί την ομορφιά του κόσμου. Παρότι όμως με την «αιώνια αγαπημένη» του ήταν «λογοδοσμένοι», η σχέση τους δεν έμελλε να συνεχιστεί και έτσι ο Μπετόβεν στα 1810 καταλήγει πάλι μόνος.

Ανάμεσα στα διάφορα γιατρικά που δοκίμασε για την κώφωση ήταν και τα ιαματικά λουτρά στο Τόπλιτζ της Αυστρίας. Εκεί γνωρίζει το 1812 τον Γκαίτε, τον οποίο θαύμαζε. Η Μπετίνα Μπρεντάνο γράφει για τη γνωριμία τους: Οπως προχωρούσαν στους κήπους των λουτρών, συναντούν την αυτοκρατορική οικογένεια. Ο Γκαίτε στέκει προσοχή. Ο Μπετόβεν φωνάζει να προχωρήσουν, ο Γκαίτε δεν σπάει τη στάση του και ο Μπετόβεν προχωράει μόνος του. Η αυτοκρατορική οικογένεια βγάζει το καπέλο μπροστά στον συνθέτη.

Οι γνωστοί και φίλοι του λένε πως ο Μπετόβεν αρχίζει να έχει ένα «ξεκούμπωτο» στιλ, να αφήνεται περισσότερο στις απολαύσεις της ζωής, να μη δίνει σημασία στα δεινά του. Εκεί, σχεδόν εντελώς κουφός, γράφει τις δύο επόμενες Συμφωνίες του, 7η Op. 92 και 8η Op. 93 (1812). Ιδίως στην περίπτωση της 8ης, οι κριτικοί της εποχής κάνουν λόγο για ένα έργο – προϊόν ενός μέθυσου. Παρότι στην πραγματικότητα οι Συμφωνίες αυτές είναι μεγαλοφυή εγχειρήματα, πιθανώς δεν έχουν πέσει έξω: Ο Μπετόβεν πίνει.

Από το 1816 και έπειτα ξεκινά να επικοινωνεί αποκλειστικά με τη χρήση σημειωμάτων. Παράλληλα, η οικονομική του κατάσταση είναι χειρότερη από ποτέ: Η Σονάτα Op. 106 «Hammerklavier» πωλείται για ελάχιστα δουκάτα στον εκδότη του, ενώ για τα πρωτοποριακά κουαρτέτα Opp. 127, 130 και 132 – παραγγελία του πρίγκιπα Γκάτζλιν – δεν πληρώνεται καθόλου. Ο αδερφός του, Κάσπαρ – Καρλ, πεθαίνει το 1815, και ο Λούντβιχ αναλαμβάνει την κηδεμονία του γιου του, Καρλ, ο οποίος όμως αντί να ακολουθήσει τη συμβουλή του θείου του και να σπουδάσει, το ρίχνει στον τζόγο. Μάλιστα, το 1826 ο Καρλ αποπειράται να αυτοκτονήσει, πράγμα που σημαδεύει τη σχέση του με τον συνθέτη.

Σε αυτό το μάλλον θλιβερό περιβάλλον, ο συνθέτης προχωρά στην υλοποίηση του μεγαλύτερου έργου του, της 9ης Συμφωνίας Op. 125. Ηδη από το 1793 τον προβληματίζει πώς θα μπορούσε να εντάξει τη χορωδία σε μια συμφωνία που να υμνεί τη χαρά «για τη φτωχή ανθρωπότητα, την ανθρωπότητα που θα ‘ρθει, για να αναπληρώσει το κουράγιο της και να διώξει την ατονία και τη φοβιά της» όπως λέει. Η «Χορική Συμφωνία» παίζεται στη Βιέννη το 1824 και γίνεται δεκτή με πέντε γύρους χειροκρότημα (ενώ η αυτοκρατορική οικογένεια γινόταν δεκτή με τρεις). Χρειάστηκε η παρέμβαση της αστυνομίας για να μπει τέλος στον ενθουσιασμό. Παρ’ όλα αυτά, η οικονομική κατάσταση του συνθέτη δεν καλυτέρεψε.

Πέθανε στις 26 Μάρτη 1827, στα 57 του χρόνια.

Εξέφρασε την κίνηση της ζωής και της Ιστορίας προς τα εμπρός

Σε τούτο το άρθρο δυστυχώς δεν μπορούμε να πιάσουμε ολόκληρο το μεγαλείο του Μπετόβεν. Μας άφησε, πέρα από τις 9 Συμφωνίες του, 32 Σονάτες για πιάνο (ανάμεσά τους την «Απασιονάτα» Op. 57, τις εκπληκτικές τελευταίες σονάτες Opp. 109 – 111 κ.ά.), 15 Κουαρτέτα και άλλα έργα μουσικής δωματίου, την όπερα «Φιντέλιο» κ.λπ. Ο Μπετόβεν ήταν καινοτόμος στη χρήση της φόρμας, προσπάθησε να την προσαρμόζει συνεχώς στις ανάγκες της εποχής του, στα νοήματα που ήθελε να εκφράσει. Και όταν πια αυτή η φόρμα δεν εξυπηρετούσε τα νοήματα, τότε την έσπαγε κι αυτή, όπως βλέπουμε να κάνει στα τελευταία Κουαρτέτα του, στη Μεγάλη Φούγκα για Κουαρτέτο και σε άλλα ύστερα έργα. Και γι’ αυτό, όπως έλεγαν οι σύγχρονοί του, «ζούσε χρόνια μπροστά από την εποχή του», αφού μέσα από το έργο του εξέφρασε αυτό που αντικειμενικά συντελούνταν γύρω του: Την κίνηση της ζωής και της Ιστορίας προς τα εμπρός.

Πηγές:

Romain Rolland: Beethoven

Alexander Wheelock Thayer: The Life of Ludwig van Beethoven

Theodor Albrecht: Anton Schindler as destroyer and forger of Beethoven’s conversation books: a case of decriminalization.

Anton Schindler: Life of Beethoven

Alcohol and alcoholism, vol. 5, issue 3, 1970, pp.: 101-103: Ludwig van Beethoven 1770-1827, https://academic.oup.com/alcalc/article-abstract/5/3/101/135431

Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια τ. 23

Εμίλ Βυλερμόζ: Ιστορία της Μουσικής τ. 1 (εκδ. υποδομή)

 

Δημήτρης Ανδρονιάδης
Μουσικός, μέλος της Επιτροπής Πολιτισμού του ΚΣ της ΚΝΕ
Ριζοσπάστης
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: