«Μα ήντα θα πει μωρέ… προλετάριοι;»
Στις 9 Φλεβάρη 1980 ο Ριζοσπάστης δημοσίευε τη θλιβερή είδηση του θανάτου του Νίκου Ξυλούρη. «Έφυγε» στα 45 μόλις χρόνια του, ο αξέχαστος λαϊκός τροβαδούρος και λυράρης, «η λεβέντικη και άδολη καρδιά της Κρήτης», όπως είχαν πει πολλές φορές γι’ αυτόν οι συμπατριώτες του και όσοι τον ήξεραν.
“«Έφυγε» χτες τα ξημερώματα από τη ζωή στα 45 μόλις χρόνια του, ύστερα απ’ τη μακρόχρονη και ανίατη αρρώστια από την οποία έπασχε, ο αξέχαστος λαϊκός τροβαδούρος και λυράρης Νίκος Ξυλούρης, «η λεβέντικη και άδολη καρδιά της Κρήτης», όπως είχαν πει πολλές φορές γι’ αυτόν οι συμπατριώτες του και όσοι τον ήξεραν.
Οικογένεια αγωνιστών και λυράρηδων
Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε το 1935 στο χωριό Ανώγεια της Κρήτης, κοντά στο Ρέθυμνο και μεγάλωσε κάτω από τον ίσκιο του Ψηλορείτη. Ηταν το πρώτο παιδί μιας μεγάλης και παλιάς οικογένειας, που έβγαλε αγωνιστές και καπεταναίους, αλλά και τραγουδιστές και λυράρηδες. Πολλοί απ’ τους συγγενείς του, με πρώτο τον καπετάν Μιχάλη, συμμετείχαν ενεργά στην αντίσταση του κρητικού λαού κατά των Γερμανών.
Ο Νίκος μικρός ήταν βοσκός. Παιδί ακόμα, πάνω στα βουνά, άρχιζε να παίζει λύρα και να τραγουδά. Την πρώτη μάλιστα λύρα του την είχε φτιάξει με τα χέρια του. Η καριέρα του αρχίζει απ’ τα 15 του χρόνια. Μαζί με άλλους γύριζε τα χωριά της Κρήτης, στους γάμους και στα πανηγύρια, στις ολονύχτιες γιορτές.
Πολύ γρήγορα και χάρη στην εντελώς προσωπική του ερμηνεία, ο Νίκος Ξυλούρης αγαπήθηκε πολύ απ’ τους συμπατριώτες του και ιδιαίτερα απ’ τη νεολαία. Είχε γίνει ο πιο διάσημος λυράρης του νησιού. Σιγά σιγά άρχισε να γράφει δικά του τραγούδια με στόχο να κάνει την κρητική μουσική ευρύτερα γνωστή. Ετσι, έγινε δημοφιλής και σαν συνθέτης, με ιδιαίτερη μάλιστα επιτυχία. Απ’ τα πιο γνωστά τραγούδια του εκείνης της εποχής είναι: «Η Ανυφαντού», «Καυγάδες με το γιασεμί», «Η Τζαναμπέτισσα», «Τον Αντρειωμένο μην τον κλαις» και πολλά άλλα συρτά και κρητικές μαντινάδες.
Το 1969 ο Ξυλούρης έρχεται στην Αθήνα. Για δυο χρόνια έπαιζε σε διάφορα κρητικά κέντρα και περισσότερο στο «Κρητικό κονάκι». Από τότε άρχισε να γίνεται γνωστός και στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Αθήνας. Η αποφασιστικότερη όμως στιγμή στη σταδιοδρομία του ήταν όταν ο Γιάννης Μαρκόπουλος του ζήτησε να ερμηνεύσει τον πρώτο κύκλο τραγουδιών του, το «Χρονικό». Ακολουθεί η ερμηνεία των «Ριζίτικων» που γνώρισαν στο κοινό όλης της Ελλάδας τα δυναμικά, παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης. Ερχεται κατόπιν η «Ιθαγένεια» του Μαρκόπουλου, που τον καθιερώνει τον Ξυλούρη σαν έναν από τους καλύτερους τραγουδιστές της εποχής. Το 1973 ερμηνεύει το έργο του συνθέτη «Θητεία».
Στη συνέχεια, συνεργάζεται με επιτυχία με τον Σταύρο Ξαρχάκο στο «Διόνυσε, καλοκαίρι μας», με τον Χριστόδουλο Χάλαρη στην «Ακολουθία» και τον Χρήστο Λεοντή στο «Καπνισμένο Τσουκάλι». Το 1976 συνεργάζεται με τον Ηλία Ανδριόπουλο στο έργο του «Κύκλος Σεφέρη». Το 1977 κυκλοφορεί το δικό του έργο με τίτλο τα «Ερωτικά».
Στα τέλη του 1977 ο Ξυλούρης συνεργάζεται πάλι με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και ερμηνεύει το έργο του «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», που βασίστηκε πάνω στο ομώνυμο αριστούργημα του Σολωμού. Τον Ιούνη του ’78 παρουσιάζει σε μουσική Λίνου Κόκοτου και ποίηση Δημ. Χριστοδούλου τα «Αντιπολεμικά». Ενα έργο γεμάτο ανθρωπιά, που καταφέρνει ν’ ανανεώσει και να θεμελιώσει και πάλι το λυρισμό και την υψηλή ποιότητα στο τραγούδι – στόχο.
Στους πρώτους μήνες του ’79 δημιουργεί – έχοντας ο ίδιος την ευθύνη της παραγωγής – έναν εντελώς προσωπικό του δίσκο, τα «Ξυλουρέικα». Μια συλλογή εμπνευσμένη από την κρητική μουσική παράδοση, που κλείνει μέσα της όλο το πάθος του για το κρητικό τραγούδι.
Τον Ιούλη του 1973 παίρνει για πρώτη φορά μέρος στο θέατρο με τον Κώστα Καζάκο και την Τζένη Καρέζη στο «Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Αργότερα βγαίνει και ο ομώνυμος δίσκος.
Στις αρχές του ’76 ο Ξυλούρης τιμήθηκε με το βραβείο «Σαρλ Κρος» για την ερμηνεία του στα «Ριζίτικα». Βραβείο που απονέμεται κάθε χρόνο από την Ακαδημία Σαρλ Κρος στην αξιολογότερη ερμηνεία στον τομέα της Διεθνούς Λαϊκής Μουσικής.
Προοδευτική παρουσία
Ο περήφανος και ανυπόταχτος χαρακτήρας του οδηγεί να τραγουδήσει πρώτος στη δικτατορία το 1969 στις 2 τα μεσάνυχτα στην μπουάτ «Λήδρα» το αντιστασιακό κρητικό τραγούδι, «Πότε θα κάνει ξαστεριά», με αποτέλεσμα να «κοπεί» από τα μέσα ενημέρωσης. Ο Νοέμβρης του 1973 τον βρίσκει κοντά στους αγωνιστές του Πολυτεχνείου, όπου τραγουδάει μαζί τους αντιδικτατορικά τραγούδια. Μετά τη μεταπολίτευση, το φθινόπωρο του ’74, συμμετέχει στη μεγάλη συναυλία στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, όπου με τη φωνή του εντυπωσιάζει. Συμμετέχει ακόμα στο 3ο Φεστιβάλ της ΚΝΕ και παίρνει μέρος σε αρκετές εκδηλώσεις αντιστασιακών και άλλων προοδευτικών φορέων.
«Είναι η καλύτερη φωνή που διαθέτουμε», είχε πει κάποτε ο Μαρκόπουλος. Ο Ξυλούρης διέθετε πραγματικά ένα σπάνιο μουσικό ένστικτο που του επέτρεπε, χωρίς υπερβολή, να προσαρμόζεται σε οποιαδήποτε ερμηνευτική απαίτηση. Είχε ειπωθεί πως η φωνή του, γνήσια ελληνική, αντανακλούσε σε μουσική παράδοση 500 ετών. Η ερμηνεία του έκφραζε με απλότητα όλο το μεγαλείο, την περηφάνια και το ρομαντισμό της ελληνικής ψυχής. Λίγες μέρες πριν προσβληθεί απ’ την ανίατη ασθένεια ο Ξυλούρης ηχογράφησε σε μουσική του νέου συνθέτη Λουκά Θάνου, σε ποίηση Καρυωτάκη, Κ. Βάρναλη το έργο του «Σάλπισμα».”
***
Στις 9 Φλεβάρη 1980 ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε τη θλιβερή είδηση του θανάτου του Νίκου Ξυλούρη. Καθώς το αφιέρωμα της εφημερίδας τότε παρότι μικρό ήταν αρκετά πλήρες, θα προσθέσουμε μονάχα μια διήγηση του Χρήστου Λεοντή:
«Ηταν 24 Φεβρουαρίου του 1975. Τότε που έγινε το αποτυχημένο πραξικόπημα της πυτζάμας. Παίζαμε με τον Ξυλούρη στο Σπόρτιγκ και ο κόσμος ήταν πολύς. Οι εκδηλώσεις απερίγραπτες, ειδικά όταν ακουγόταν οι στίχοι “οι ξωμάχοι κι οι προλετάριοι”. Οι φωνές σκέπασαν τα μεγάφωνα. Ο Ξυλούρης στο διάλειμμα ήρθε και με βρήκε και μου λέει: Μα ήντα θα πει μωρέ… προλετάριοι; Εγώ του εξήγησα και τότε μου απαντά: Εδά θα δεις στο δεύτερο μέρος”. Πράγματι, βγήκε στον κόσμο και καθώς το τραγουδούσε κάποια στιγμή γονάτισε. Και ο κόσμος, φυσικά, ξεσηκώθηκε…» (απ’ το βιβλίο «Νίκος Ξυλούρης… τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο», εκδ. «Μετρονόμος»).